Υποστηριξε το militaire
Άποψη
05/12/2019 | 06:10 (ενημερώθηκε 4 έτη πριν)
Militaire News

“Η φιλοδοξία του Τουρκικού κράτους λειτουργήσει ως περιφερειακός ηγεμόνας”

Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ

Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας

Τα μνημόνια κατανόησης που υπεγράφησαν μεταξύ της διεθνώς αναγνωρισμένης «Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας» (GNA) [Συνασπισμός Ισλαμικών ομάδων που πολιτικά προσεγγίζουν τη Μουσουλμανική Αδελφότητα] της Λιβύης και της Τουρκικής κυβέρνησης, επιβεβαιώνουν με εκκωφαντικό τρόπο την πρόθεση του Τουρκικού κράτους να λειτουργήσει ως περιφερειακός ηγεμόνας στην ευρύτερη περιοχή της Αν. Μεσογείου.

Το πρώτο μνημόνιο αφορά τη στρατιωτική-αμυντική συνεργασία των δύο πλευρών, ενώ αναμένεται να χρησιμοποιηθεί από την Άγκυρα για την αύξηση του στρατιωτικού της αποτυπώματος στο έδαφος και τη θάλασσα της Λιβύης.

Σε αυτή την περίπτωση η Τουρκική κυβέρνηση θα μπορέσει να συνδράμει από καλύτερες θέσεις τις προσπάθειες της GNA, η οποία εδρεύει στην Τρίπολη και ελέγχει μικρό τμήμα της χώρας στα βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά, προκειμένου να διατηρήσει και να ανακτήσει τον έλεγχο στη Λιβυκή επικράτεια και να επιβληθεί στη στρατιωτική της διαμάχη με τη δεύτερη ανεπίσημη κυβέρνηση της Λιβύης, η οποία εδρεύει στο Τομπρούκ, ελέγχει το μεγαλύτερο μέρος της χώρας και υποστηρίζεται από το Λιβυκό Εθνικό Στρατό (LNA) του Στρατάρχη Χαφτάρ. Άλλωστε σύμφωνα με τον υπ. Εσωτερικών της GNA, ο οποίος μαζί με τους υπ. Εξωτερικών και Άμυνας και τους Τούρκους ομολόγους τους παρευρέθηκαν στην υπογραφή των συμφωνιών από τους ηγέτες των δύο πλευρών, κ. Ερντογάν και Αλ-Σαράτζ, το μνημόνιο για την άμυνα αφορά τη διατήρηση της ασφάλειας και της κυριαρχίας της Λιβύης, την καταπολέμηση της “τρομοκρατίας”, της παράνομης μετανάστευσης και της εγκληματικότητας, αλλά και την ανάπτυξη συστημάτων ασφάλειας και κατάρτισης για τις πιστές στη GNA ένοπλες ομάδες.

Με αυτόν τον τρόπο η Άγκυρα επιχειρεί να συμβάλλει ενεργότερα στη σταθεροποίηση της εξουσίας ενός πολύτιμου συμμάχου, διευρύνοντας παράλληλα την εξάρτηση του τελευταίου από την ίδια, ζήτημα ιδιαίτερα χρήσιμο για τα συμφέροντα του Τουρκικού καπιταλισμού, αν αναλογιστούμε ότι η Λιβύη έχει μεγάλα κοιτάσματα πετρελαίου και ενδεχομένως φυσικού αερίου, αποτελεί κρίσιμο σημείο σε έναν από τους σημαντικότερους διαδρόμους στη ροή προσφύγων-μεταναστών προς την Ευρώπη, ενώ η μεγάλη ακτογραμμή της επηρεάζει σημαντικά τη διαδικασία οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών μεταξύ των κρατών στην Αν. Μεσόγειο.

Το δεύτερο μνημόνιο αφορά την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών ανάμεσα στις δύο πλευρές, η οποία θα δώσει τη δυνατότητα στην Τουρκία να διεκδικήσει με καλύτερους όρους τη διεύρυνση του χώρου της οικονομικής και όχι μόνο κυριαρχίας της στην Αν. Μεσόγειο, αλλά και θα διευκολύνει τις προσπάθειες της, ώστε να αυξηθεί το μερίδιο της στην επικείμενη εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων (Υ/Α) σε όλες τις θαλάσσιες λεκάνες της περιοχής.

Είναι πιθανό στο εγγύς μέλλον Τρίπολη και Άγκυρα να ανακοινώσουν συμφωνία μεταξύ τους για την οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Άλλωστε σύμφωνα με την Τουρκική ερμηνεία του “Διεθνούς Δικαίου” (Δ/Δ) και της Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (ΣΟΔΘ) (την οποία δεν έχει κυρώσει η Τουρκία), βασική αρχή για την οριοθέτηση ΑΟΖ/Υφαλοκρηπίδας ανάμεσα σε δύο κράτη είναι αυτή της ‘ίσης κατανομής’ και όχι αυτή της ίσης απόστασης. Σύμφωνα μάλιστα και με πιο πρόσφατες δηλώσεις Τούρκων αξιωματούχων «Με βάση αυτή την αρχή, συγκρίνοντας τα νησιά με το ηπειρωτικό έδαφος μπορεί να τους δοθεί λιγότερη υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Και μάλιστα τα νησιά μπορεί να περικυκλωθούν εντελώς. Σε αυτό το σημείο μπορεί να ληφθούν υπόψη παράγοντες όπως το μέγεθος, το μήκος της πρόσοψής και η θέση των νησιών και πόσο μακριά είναι από το ηπειρωτικό έδαφος». Με αυτή τη λογική η Τουρκική κυβέρνηση παρακάμπτει την επήρεια του Καστελόριζου και της Κρήτης και επεκτείνει την έκταση της ΑΟΖ της έως τη Λιβυή.

Το ενδεχόμενο της επικύρωσης μιας συμφωνίας ανακήρυξης ΑΟΖ ανάμεσα σε Τρίπολη και Άγκυρα από τα αρμόδια όργανα του Ο.Η.Ε είναι εξαιρετικά αμφίβολο, δεδομένου ότι η ΣΟΔΘ αναγνωρίζει στα νησιά, όπου μπορεί να υπάρξει αυτόνομη διαβίωση πληθυσμού, όχι μόνο χωρικά ύδατα, αλλά και ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα, η οποία οριοθετείται σε σχέση με ένα άλλο κράτος στη βάση της αρχής της ίσης απόστασης, ενώ το 2016 το Μόνιμο Διαιτητικό Δικαστήριο της Χάγης δικαίωσε τις Φιλιππίνες (νησιωτικό κράτος) στη διαμάχη τους με την Κίνα (ηπειρωτικό κράτος), όσον αφορά αντίστοιχα ζητήματα που ανέκυψαν στη Νότια Κινεζική Θάλασσα.

Ωστόσο η αποδοχή των Τουρκικών ερμηνειών του Δ/Δ, όσον αφορά την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, από έναν παράγοντα που ασκεί κυριαρχία, έστω και περιορισμένη, σε μέρος της Αν. Μεσογείου, όπως η GNA, σηματοδοτεί ότι η Τουρκική κυβέρνηση βγαίνει από την “απομόνωση” στην οποία βρισκόταν στο συγκεκριμένο θέμα -γίνεται μία αρχή, εξέλιξη που μπορεί να ενθαρρύνει και άλλες δυνάμεις, να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, εφόσον διαμορφωθούν οι κατάλληλες προϋποθέσεις. Αντίστοιχα σημαίνει κλιμάκωση της Τουρκικής επιθετικότητας στην περιοχή, δεδομένης της δηλωμένης πρόθεσης της Άγκυρας να “προστατέψει τα δικαιώματα της” και να μην επιτρέψει τετελεσμένα στην Αν. Μεσόγειο, αλλά και της αποφασιστικότητας με την οποία έχει αντιδράσει στο παρελθόν σε περιοχές της Κύπρου, της Συρίας και του Ιράκ, στις οποίες επίσης θεωρεί ότι διακυβεύονται κρίσιμα γι’ αυτήν συμφέροντα. Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε αρνητικές συνέπειες για την οικονομική διακρατική συνεργασία στην Αν. Μεσόγειο, ιδιαίτερα στην απόπειρα εκμετάλλευσης Υ/Α, καθώς η Άγκυρα θα βάζει εμπόδια σε οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα τρίτων χωρών εντός της περιοχής που θεωρεί ΑΟΖ της, δίχως την πρωτύτερη αδειοδότηση αυτής από την ίδια, προκαλώντας δισταγμό και σκεπτικισμό στους επίδοξους επενδυτές. Άλλωστε η Τουρκική κυβέρνηση αισθάνεται ότι μπορεί να κλιμακώσει τις ενέργειες της στην περιοχή, καθώς παρατηρεί την απροθυμία των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων να επιβάλλουν την εφαρμογή του Δ/Δ, εφόσον για την ώρα όλες τους ανέχονται ή σιγοντάρουν τις Τουρκικές περιφερειακές ηγεμονικές επιδιώξεις, για τους δικούς της λόγους η κάθε μια. Σε αυτά τα πλαίσια τυχόν ανακήρυξη ΑΟΖ μεταξύ GNA-Τουρκίας θα έθετε με πολύ μεγαλύτερη ένταση στο “ανατολίτικο” παζάρι που διεξάγει η Άγκυρα με τις μεγάλες δυνάμεις, τις διεκδικήσεις της στη θαλάσσια περιοχή νοτίως της Κρήτης έως το Καστελόριζο, καθώς αυτές έχουν ήδη τεθεί σε αυτό με την ανακοίνωση του μνημονίου κατανόησης Τρίπολης-Άγκυρας, το οποίο και τις ανέδειξε σε θέμα συζήτησης, άτυπα ή τυπικά, στο διεθνές διπλωματικό διάλογο.

Την ίδια ώρα η Αν. Μεσόγειος αναβαθμίζει τη σημασία της ως περιφερειακό υποσύστημα, στο γενικότερο ανταγωνισμό που υπάρχει μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για τη διαμόρφωση της παγκόσμιας ισορροπίας ισχύος και την ανακατανομή των σφαιρών επιρροής στον πλανήτη. Παραδοσιακά η περιοχή αποτελεί “οχυρό” του ΝΑΤΟ, το οποίο δυσχεραίνει την έξοδο της Ρωσίας στις ανοιχτές θερμές θάλασσες και διευκολύνει την κυριαρχία του Ευρωατλαντικού συνασπισμού σε καθοριστικό μέρος της λεγόμενης “παγκόσμιας νήσου” -περιοχή Ευρασία-Αφρική. Σήμερα αυτή η σημασία της Αν. Μεσογείου ενισχύεται για δύο ακόμη λόγους. Ο πρώτος αφορά τη σταδιακή μετατόπιση που υφίσταται το επίκεντρο των ιμπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων, από το χώρο της Συρίας προς τα δυτικά και τα νότια (Περσικός Κόλπος) ως αποτέλεσμα της εξελισσόμενης Ρωσικής και Ιρανικής νίκης στη Συριακή σύγκρουση. Ο δεύτερος αφορά την ανάδειξη της Αν. Μεσογείου ως διαμετακομιστικού κέντρου για τη μεταφορά κάθε είδους εμπορικών αξιών εντός της “παγκόσμιας νήσου“, ως αποτέλεσμα, αφενός της υλοποίησης της Κινεζικής πρωτοβουλίας “Ζώνη και Δρόμος” (BRI) με την οποία η Κίνα φιλοδοξεί να ολοκληρώσει σε μία ενιαία οικονομική ζώνη την Ευρασία και της οποίας οι δύο από τις τρεις διαδρομές έχουν ως συνδετικό κρίκο Ασίας-Ευρώπης την Αν. Μεσόγειο, αφετέρου, διότι, όπως έχει επισημανθεί από άλλους αναλυτές, η τήξη των πάγων στην Αρκτική, μεσοπρόθεσμα ευνοεί την ανάπτυξη της πολύ συντομότερης, απευθείας εμπορικής σύνδεσης Ρωσίας-Αμερικανικής ηπείρου, η οποία θα προκαλέσει αύξηση τις κίνησης των εμπορικών αξιών από την Αφρική και το Σουέζ προς τη Ρωσία και το ανάποδο. Τέλος η ανακάλυψη σημαντικών Υ/Ακικών κοιτασμάτων στην περιοχή, την καθιστά κρίσιμη για τη μεσοπρόθεσμη διαμόρφωση των ενεργειακών σχέσεων μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών (εισαγωγείς Υ/Α) και της Ρωσίας (βασικός προμηθευτής της Ευρώπης σε Υ/Α).

Παράλληλα όλες οι μεγάλες δυνάμεις αναδιατάσσουν τις προτεραιότητες τους στον πλανήτη, λαμβάνοντας υπόψιν και τη συντελούμενη ανακατανομή της παγκόσμιας ισχύος στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Οι ΗΠΑ, βλέποντας την μείωση της ισχύος τους, επανιεραρχούν τις προτεραιότητες τους και εστιάζουν στον Ειρηνικό Ωκεανό (ανερχόμενο οικονομικό κέντρο του κόσμου), επενδύουν στην αποτελεσματικότερη χρήση των συμμαχιών τους και προκρίνουν την αναδιάταξη των συντελεστών ισχύος τους, όπως και την πιο λελογισμένης χρήσης τους. Μάλιστα η προώθηση των παραπάνω ζητημάτων επιταχύνεται ή καπελώνεται από τις προτεραιότητες που θέτει το ενισχυόμενο στις ΗΠΑ ρεύμα του απομονωτισμού. Από την άλλη μεριά η Ρωσία και η Κίνα, προσπαθούν να επωφεληθούν της υποχώρησης των ΗΠΑ, επιχειρώντας να αναλάβουν αυτές τον πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των εξελίξεων σε ορισμένες περιοχές και να αναβαθμίσουν το ρόλο τους σε ορισμένες άλλες. Ωστόσο η για την ώρα μη επαρκείς στρατιωτική ανάπτυξη της Κίνας και η μέτρια έως κακή οικονομική κατάσταση της Ρωσίας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ακόμη στερούνται πολιτικών, ιδεολογικών και θεσμικών εργαλείων, που θα τις επέτρεπαν να διεκδικήσουν οικουμενική ηγεμονία, τις εξαναγκάζουν στη σύναψη συνεργασιών -ανεύρεση στρατηγικών εταίρων, με χώρες που αποκλίνουν μαζί τους σε πολλά, ακόμη και σημαντικά ζητήματα, ενώ τις ωθούν σε περεταίρω σύσφιξη των μεταξύ τους σχέσεων. Τέλος η συνοχή της ΕΕ δοκιμάζεται πρόσθετα, από τις ρωγμές που παρουσιάζονται στο Γαλλογερμανικό άξονα. Το Παρίσι επιδιώκει την χαλιναγώγηση της Γερμανικής ισχυροποίησης και έναν πιο αυτοτελή πολιτικά και στρατιωτικά ρόλο για την ΕΕ, με τον πρώτο στόχο να το ωθεί να εποφθαλμιά την υποστήριξη των ΗΠΑ και το δεύτερο στόχο να το σπρώχνει προς την ομαλοποίηση των σχέσεων του με τη Ρωσία και την αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ. Αντίθετα το Βερολίνο εστιάζει στη διατήρηση της πρωτοκαθεδρίας του και την περεταίρω ισχυροποίηση του στα πλαίσια της ΕΕ, ενώ δίνει έμφαση στην οικονομική ολοκλήρωση της Ένωσης, στόχοι που το ωθούν στον επανεξοπλισμό, στην επιμονή της διατήρησης της στρατιωτικής συνεργασίας των χωρών της ΕΕ με τις ΗΠΑ στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και σε αυξημένη οικονομική συνεργασία με τη Ρωσία. Παράλληλα το επίπεδο, της οικονομικής ισχύος της Γαλλίας, το επίπεδο της στρατιωτικής ισχύος της Γερμανίας και το επίπεδο πολιτικής και ιδεολογικής ισχύος της ΕΕ, στο έδαφος της υποχώρησης του φιλελευθερισμού και της ανόδου του Ευρωσκεπτικισμού, ωθεί επίσης τις δύο χώρες και την ΕΕ στη σύναψη συνεργασιών με χώρες που αποκλίνουν μαζί τους σε διάφορα ζητήματα, όπως η Κίνα ή περιφερειακές δυνάμεις σε κρίσιμες για τη διαμόρφωση της συνολικής τους ισχύος περιοχές (π.χ. Μ. Ανατολή)

Στη βάση όλων των παραπάνω προκύπτει ότι, ενώ το υποσύστημα της Αν. Μεσογείου αυξάνει τη σημασία του για όλες τις μεγάλες δυνάμεις, αυτές βλέπουν την επιτυχία των σχεδιασμών τους να σχετίζεται όλο και περισσότερο με τη στάση των περιφερειακών δυνάμεων της περιοχής. Αυτή η εξέλιξη γίνεται αντιληπτή από τις περιφερειακές δυνάμεις (Τουρκία, Αίγυπτο, Ελλάδα, Ισραήλ), οι οποίες από της αρχές της τρέχουσας δεκαετίας εκφράζουν πόθους περιφερειακής ηγεμονίας ή γεωστρατηγικής αναβάθμισης. Σε προηγούμενα άρθρα αναλύσαμε εκτεταμένα τους λόγους για τους οποίους η Τουρκία εκφράζει φιλοδοξίες περιφερειακής ηγεμονίας, ακόμη και ανέλιξης σε παγκόσμια δύναμη. Πρόσθετα αναδείξαμε τους λόγους για τους οποίους η Άγκυρα μπορεί και ελίσσεται μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, αποσπώντας σημαντικά για τις φιλοδοξίες της οφέλη. Σήμερα απλά θα προσθέσουμε ότι η Τουρκία σταδιακά κατορθώνει να επιτύχει τους στόχους της στη Μέση Ανατολή ως αποτέλεσμα διαφόρων εξελίξεων.

Αρχικά ο ανταγωνισμός Ιράν-Σαουδικής Αραβίας και η συντηρούμενη σεχταριστική σύγκρουση Σουνιτών-Σιιτών, διευκολύνει την πολιτικά ισλαμική Τουρκία να εμφανίζεται ως γεφυροποιός των ισλαμικών αντιθέσεων και ως εκφραστής των συμφερόντων των απανταχού Μουσουλμάνων. Πρόσθετα η αποδυνάμωση της Τεχεράνης από τις οικονομικές κυρώσεις των ΗΠΑ, και του Ριάντ από τις χαμηλές τιμές του πετρελαίου τα προηγούμενα χρόνια, αλλά και από τη χρηματοδότηση μη νικηφόρων πολέμων (Υεμένη, Συρία), ευνοούν την οικονομική άνοδο της Τουρκίας και σπρώχνουν τις δύο χώρες σε οικονομική συνεργασία μαζί της. Τέλος ο ανταγωνισμός Ρωσίας-ΗΠΑ στη Μ. Ανατολή μείωσε σημαντικά τις πιθανότητες δημιουργίας στο εγγύς μέλλον ανεξάρτητου Κουρδικού κράτους, ενώ επέτρεψε την αύξηση της Τουρκικής επιρροής στη βόρεια Συρία.

Σε αυτές τις συνθήκες η Τουρκική κυβέρνηση αναλαμβάνει όλο και πιο ενισχυμένες πρωτοβουλίες για την ενίσχυση των θέσεων της και στην Αν. Μεσόγειο, διευρύνοντας το παζάρι της με όλες τις μεγάλες δυνάμεις. Πιθανώς βέβαια οι κινήσεις της να μην απολαμβάνουν της στήριξης τους, ενώ σίγουρα αντιβαίνουν το ΔΔ. Ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να συνάγουμε, ότι γι’ αυτούς τους λόγους οι “μεγάλοι” θα επέμβουν για να τη σταματήσουν.

Για τις ΗΠΑ η επανρυμούλκηση της Άγκυρας στο Δυτικό πλέγμα και η παραμονή της στο ΝΑΤΟ είναι κρίσιμη παράμετρος για την ανάσχεση της Κινεζικής, Ρωσικής και Ιρανικής επιρροής. Συνεπώς μάλλον δε θα ρισκάρουν ενέργειες που θα διευκολύνουν την περεταίρω σύσφιξη των σχέσεων της Άγκυρας με αυτές τις χώρες. Πιθανά να πιέσουν την Τουρκία, αλλά μέχρις ενός σημείου. Όσον αφορά το ζήτημα της ΑΟΖ είναι ισχυρό το ενδεχόμενο να πιέσουν και τις υπόλοιπες πλευρές που μπορούν να επηρεάσουν, προκειμένου να υπάρξει συμβιβασμός. Είναι ενδεικτική άλλωστε η τοποθέτηση του State Department επί του θέματος, η οποία μπορεί να χαρακτηρίζει το μνημόνιο κατανόησης ως μη χρήσιμο και προκλητικό, υπενθυμίζει ωστόσο ότι οι ΗΠΑ δεν παίρνουν γενικά θέση στις διαφωνίες για τα θαλάσσια σύνορα άλλων κρατών, ενώ καλεί «ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΛΕΥΡΕΣ να απέχουν από ενέργειες που ενέχουν τον κίνδυνο να αυξήσουν τις εντάσεις στην ανατολική Μεσόγειο σε μια ευαίσθητη χρονικά στιγμή». Πρόσθετα θα θυμίσουμε πως οι ΗΠΑ εξακολουθούν να μην κυρώνουν τη ΣΟΔΘ. Αντίστοιχα και στο ζήτημα της στήριξης της GNA εναντίον του, συμπαθέστατου στον Πρόεδρο Τράμπ, στρατάρχη Χαφτάρ, οι ΗΠΑ ίσως να μην δυσαρεστούνταν και τόσο εν τέλει, αν σε μια περίοδο όπου, οι σχέσεις τους με τη Γαλλία δεν είναι διόλου ειδυλλιακές, ενώ οι ίδιες δεν επιθυμούν κάποια βαθύτερη στρατιωτική εμπλοκή στην ευρύτερη Μ. Ανατολή, τελικά ηττούνταν ο υποστηριζόμενος από τη Γαλλία στρατάρχης και η Ιταλία από κοινού με την Τουρκία, χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, κατοχύρωναν σημαντική επιρροή στη χώρα. Άλλωστε και οι ΗΠΑ εξακολουθούν να αναγνωρίζουν τη GNA ως κυβέρνηση της Λιβύης.

Για τη Ρωσία η συνεργασία της με την Τουρκία είναι καθοριστική για την περεταίρω διασάλευση της συνοχής του ΝΑΤΟ. Ως εκ τούτου η Μόσχα πιθανά να συνεχίσει να υποστηρίζει τις Τουρκικές θέσεις σε μία σειρά από ζητήματα, θρέφοντας τις Τουρκικές φιλοδοξίες και ευελπιστώντας ότι θα καταστήσει αδύνατο έναν τελικό συμβιβασμό Δύσης-Τουρκίας. Άλλωστε σε περίπτωση ήττας του αγαπητού της Χαφτάρ στη Λιβυή, οι σχέσεις της με την Άγκυρα, αλλά και η επικοινωνία που διατηρεί με τη GNA, θα τις διαφύλασσαν ορισμένη επιρροή. Να μην ξεχνάμε ότι στρατιωτικά ο LNA φαίνεται ανίκανος να προωθήσει τις θέσεις του τους τελευταίους μήνες.

Για την Κίνα η Τουρκία αντιμετωπίζεται ως παράγοντας που μπορεί να διευκολύνει τη BRI, ενώ οι δύο χώρες έχουν κοινές θέσεις στο ζήτημα της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών. Συνεπώς και με δεδομένη την πάγια θέση του Πεκίνου για τη διατήρηση της περιφερειακής σταθερότητας, αλλά και της πάγιας τακτικής του να κρατά ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με όλα τα αντιπαρατιθέμενα μέρη στις διάφορες διαμάχες, δεν έχουμε να αναμένουμε σοβαρές πιέσεις προς την Άγκυρα.

Τέλος για την ΕΕ η Τουρκία είναι κρίσιμος οικονομικός εταίρος, παράγοντας κλειδί για τη διαχείριση του προσφυγικού και σημαντικός κρίκος στην αλυσίδα των προσπαθειών της για την Υ/Ακική απεξάρτηση της από τη Ρωσία. Ταυτόχρονα η ΕΕ παραμένει διχασμένη στο ζήτημα της Λιβύης με το Παρίσι και τη Ρώμη να υποστηρίζουν διαφορετικές παρατάξεις. Αντίστοιχα ενιαία στάση δεν εκφράζεται ούτε απέναντι στις Τουρκικές ενέργειες στους Κούρδους της Συρίας και στην Κυπριακή ΑΟΖ, με τη Γαλλία να ανεβάζει τους τόνους, αλλά τη Γερμανία να αποτρέπει την υιοθέτηση ουσιαστικών κυρώσεων εναντίον της Άγκυρας, ενώ πρόσφατα επανεκκίνησε και τις πωλήσεις συγκεκριμένων όπλων προς αυτή, οι οποίες πρωτύτερα είχαν στοχοποιηθεί σε επίπεδο ΕΕ. Από την άλλη μεριά ισχυρές οικονομικές διασυνδέσεις με την Άγκυρα διατηρεί και το Παρίσι, οι οποίες λειτουργούν ανασχετικά απέναντι σε σκέψεις για πιο επιθετικές κινήσεις.

Συνακόλουθα και εφόσον από μέρους των μεγάλων δυνάμεων δεν είναι πιθανές αξιόλογες κινήσεις για τον περιορισμό της Τουρκικής επιθετικότητας, αυτές δεν έχουν μεγάλες πιθανότητες, ούτε από μέρους των περιφερειακών δυνάμεων της περιοχής, Ισραήλ-Αίγυπτος, οι οποίες φοβούνται ότι μια μετωπική σύγκρουση με την Άγκυρα και μια περαιτέρω σύσφιξη των μεταξύ τους σχέσεων, θα δημιουργούσε κίνδυνο αποσταθεροποίησης στην Αίγυπτο, ενώ θα διευκόλυνε την προσέγγιση Τουρκίας-Σαουδικής Αραβίας-Ιράν, σε μια περίοδο, όπου οι ΗΠΑ ευνοούν προκλητικότατα το Τελ-Αβίβ και υπονομεύουν το ενδεχόμενο δημιουργίας βιώσιμου Παλαιστινιακού κράτους.

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο Facebook Twitter LinkedIn Email Pinterest
booksandtoys

Δείτε επίσης