Υποστηριξε το militaire
Άποψη
21/12/2019 | 06:00 (ενημερώθηκε 4 έτη πριν)
Militaire News

Το Ηνωμένο Βασίλειο μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις

Το Ηνωμένο Βασίλειο μπροστά σε μεγάλες προκλήσεις

Γράφει ο

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ

Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας

Το αποτέλεσμα των πρόσφατων Βρετανικών εκλογών αποτελεί μια σαφέστατη νίκη των δυνάμεων που επιθυμούν την πιο ουσιαστική, πολιτική-οικονομική απομάκρυνση του Η.Β από την ΕΕ. Πλέον ο Πρωθυπουργός Τζόνσον διαθέτει μία ευρεία πλειοψηφία 80 εδρών, η οποία του επιτρέπει να ολοκληρώσει το Brexit ως τις 31 Ιανουαρίου 2020, ίσως και νωρίτερα, ενώ τον διευκολύνει να διαπραγματευτεί τη σύναψη μιας, συμφέρουσας για το Λονδίνο, νέας εμπορικής συμφωνίας με την ΕΕ, όπως και τη σύναψη νέων συμφωνιών σε άλλα πεδία.

Συνοπτικά το χρονοδιάγραμμα του Brexit έχει ως εξής: Άμεσα, ίσως και τις επόμενες ημέρες το κοινοβούλιο του Η.Β, αναμένεται ότι θα εγκρίνει τη συμφωνία Λονδίνου-Βρυξελών για την αποχώρηση της χώρας από την ΕΕ. Στη συνέχεια και έως τις 31 Ιανουαρίου 2020 θα εκκινήσει η μεταβατική περίοδος, την οποία προβλέπει η διαδικασία εξόδου του Η.Β. από την ΕΕ και η οποία λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2020. Σε αυτό το χρονικό διάστημα το Λονδίνο θα διατηρεί πρόσβαση στην κοινή αγορά, θα υπόκειται στο Εύρω-Ενωσιακό ρυθμιστικό πλαίσιο, ενώ θα χρηματοδοτεί κανονικά την Ένωση. Ωστόσο δε θα μετέχει στα όργανά της και στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Παράλληλα από κοινού με τις Βρυξέλες θα αναζητήσουν τα βασικά χαρακτηριστικά και τους τρόπους έκφρασης της μελλοντικής μεταξύ τους σχέσεις.

Μέχρι τις 30 Ιουνίου 2020 Η.Β. και ΕΕ οφείλουν να έχουν έρθει σε συμφωνία μεταξύ τους όσον αφορά το εμπόριο, ενώ η νέα εμπορική συμφωνία πρέπει να έχει κυρωθεί από τα δύο μέρη έως το τέλος του Δεκέμβρη του 2020. Αν μέχρι τότε δεν υπάρχει εμπορική συμφωνία, οι δύο πλευρές έχουν τη δυνατότητα να παρατείνουν τη μεταβατική περίοδο, εφόσον το Λονδίνο καταθέσει αντίστοιχο αίτημα έως την 1η Ιουλίου 2020. Αν αυτό δε συμβεί το Η.Β θα αποχωρήσει από την ΕΕ το Γενάρη του 2021, χωρίς να υπάρχει νέα συμφωνία. Σε διαφορετική περίπτωση, όπου υπάρχει συμφωνία, η ισχύς της θα ξεκινήσει το Γενάρη του 2021, όταν το Λονδίνο θα αποχωρήσει από την Ένωση.

Σε αυτά τα πλαίσια η νέα κυβέρνηση των “Τόρις” ανακοίνωσε ότι σκοπεύει να ψηφίσει νομοσχέδιο με το οποίο θα απαγορεύει την υποβολή αιτήματος παράτασης της μεταβατικής περιόδου. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με το χρονοβόρο των διαπραγματεύσεων και της επικύρωσης τέτοιου είδους συμφωνιών, καθιστά πολύ πιθανό το ενδεχόμενο, τελικώς να μην υπάρξει νέα συμφωνία. Σε αυτή την περίπτωση το  Brexit αν και όχι άτακτο θα είναι ιδιαίτερα σκληρό, καθώς το κανονιστικό πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) θα αναδειχτεί σε μοναδικό ρυθμιστή της μεταξύ τους εμπορικής σχέσης.

Ωστόσο η ηγεσία του Η.Β ίσως και να μην είναι τόσο αρνητική απέναντι σε μία τέτοια εξέλιξη. Άλλωστε γι’ αυτήν φαίνεται να προέχει η ανάπτυξη πολύ πιο στενών οικονομικών δεσμών με τις ΗΠΑ και τις χώρες της “Κοινοπολιτείας των Εθνών”, δηλαδή της πρώην “Βρετανικής Κοινοπολιτείας”, στην οποία μετέχουν ανεπτυγμένες και ραγδαία αναπτυσσόμενες οικονομίες (Νιγηρία, Ινδία, Πακιστάν, Νότιος Αφρική, Αυστραλία, Καναδάς, Σιγκαπούρη, Νέα Ζηλανδία, κ.α), καθώς πρόκειται για αγορές μεγάλες, ισχυρές και με πολύ καλύτερες προοπτικές απ’ αυτές της ΕΕ. Αντίστοιχα δείχνει να μην ενδιαφέρεται να παραμείνει εναρμονισμένη με το εργασιακό και περιβαλλοντικό ρυθμιστικό πλαίσιο της ΕΕ, το οποίο και κρίνει ως αντιαναπτυξιακό. Συνεπώς η Βρετανική κυβέρνηση μπορεί και να μην ενδώσει στις πιέσεις των Βρυξελλών και ιδιαίτερα του Παρισιού ως προς αυτά τα δύο ζητήματα. Ιδίως ως προς το δεύτερο, οι Ευρωπαίοι Εταίροι είναι ιδιαίτερα πιεστικοί, καθώς φοβούνται ότι θα δώσει στο Η.Β ανταγωνιστικό οικονομικό πλεονέκτημα. Το κίνητρο της πρόσβασης στην αγορά υπηρεσιών και αγαθών της ΕΕ είναι μεν σημαντικό, άλλα μάλλον όχι ικανό να αντιστρέψει τη νέα πορεία που έχει χαράξει ο Βρετανικός καπιταλισμός και η οποία επιβεβαιώνεται εμφατικά σε όλες τις τελευταίες κρίσιμες εκλογικές μάχες.

Από την άλλη μεριά η ΕΕ φαίνεται αδύναμη να αντιπαραθέσει κάποιο “ισχυρό χαρτί” ως μέσο πίεσης στις διαπραγματεύσεις με το Λονδίνο. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η διαπραγματευτική ισχύς του Η.Β ενισχύεται από τη στάση της Ουάσιγκτον, η οποία προσπαθεί να το απομακρύνει από τις Βρυξέλες με τη χρήση οικονομικών ανταλλαγμάτων και με την άσκηση οικονομικών και πολιτικών πιέσεων στην ΕΕ. Αντίθετα η διαπραγματευτική ισχύς των Βρυξελών υπονομεύεται, όχι μόνο από τη στάση των ΗΠΑ, αλλά και από άλλους παράγοντες, οι οποίοι ισχυροποιήθηκαν πρόσθετα τα τελευταία χρόνια και μέσω του Brexit και οι οποίοι διασαλεύουν την εσωτερική συνοχή της ΕΕ. Ο πρώτος αφορά την εντονότερη αμφισβήτηση της Γερμανικής οικονομικής αρχιτεκτονικής της ΕΕ από χώρες πυλώνες της Ένωσης, όπως η Γαλλία και η Ιταλία. Ο δεύτερος, σχετίζεται με την πολιτική αμφισβήτηση από τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης (Πολωνία, Τσεχία, Ουγγαρία) των επιλογών του Γαλλογερμανικού άξονα, σε θέματα όπως η ενέργεια, η δικαιοσύνη και η μετανάστευση. Ο τρίτος είναι η ενίσχυση του ρεύματος του Ευρωσκεπτικισμού στην πλειονότητα των χωρών της ΕΕ. Παράλληλα αρνητική επίδραση στη διαπραγματευτική ισχύ της ΕΕ έχουν και εξελίξεις, όπως οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης της Γερμανίας και της ΕΕ συνολικότερα, η όξυνση του προσφυγικού-μεταναστευτικού προβλήματος και η έντονη αμφισβήτηση που αντιμετωπίζουν στις χώρες τους οι ηγέτες της Γερμανίας και της Γαλλίας.          

Μοναδικός παράγοντας που μπορεί να λειτουργήσει υποστηρικτικά προς τη διαπραγματευτική ισχύ της ΕΕ στην παρούσα συγκυρία, είναι η άνοδος των αποσχιστικών τάσεων μέσα στο Η.Β. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο που συνάντησε η Τ. Μέι, στην προσπάθεια της να περάσει τη δική της συμφωνία εξόδου από την ΕΕ από το Βρετανικό κοινοβούλιο, το οποίο και τελικά της στέρησε την Πρωθυπουργία, αφορούσε τη ρύθμιση των τελωνιακών ελέγχων στη Βόρειο Ιρλανδία. Την ίδια στιγμή η αποφασιστικότητα και η ικανότητα των Βρυξελλών να εργαλειοποιήσουν προς όφελος τους τον «φίλο-Ευρωπαϊκό» προσανατολισμό του ενισχυόμενου Ιρλανδικού και Σκωτσέζικου εθνικισμού, ενδέχεται να ενισχυθεί και από την πιθανή ώθηση που μπορεί να λάβει η εμβάθυνση της διαδικασίας της πολιτικής ενοποίησης της ΕΕ και άρα της περεταίρω αυτονόμησης της ως πόλου ισχύος στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, ως αποτέλεσμα της μη παρεμπόδισης πλέον αυτών των διαδικασιών από το Η.Β. Μάλιστα η «πορεία αυτονόμησης της ΕΕ»  θα μπορούσε ως ένα βαθμό να υποστηριχθεί και από τη Ρωσία, με την οποία, τόσο το Παρίσι όσο και το Βερολίνο, φιλοδοξούν να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους, ενώ η ίδια ενδεχόμενα να βλέπει την περεταίρω διασάλευση των σχέσεων ΗΠΑ-ΕΕ-Η.Β εξαιτίας του Brexit, ως ευκαιρία για τη ρυμούλκηση των Βρυξελλών προς την Ευρασία.

Σε κάθε περίπτωση το «σήριαλ» του Brexit έχει πολλά «επεισόδια» ακόμη, ενώ οι διεργασίες που πυροδοτεί και τα αποτελέσματα που παράγει όσον αφορά την ανακατανομή της ισχύος μεταξύ του Ευρωατλαντικού συνασπισμού και του Ευρασιατών ανταγωνιστών του, στον ίδιο των Ευρωατλαντικό συνασπισμό, στην Ευρωπαϊκή ήπειρο και τελικά μέσα στο το Η.Β, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ερωτηματικό.          

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο Facebook Twitter LinkedIn Email Pinterest
booksandtoys

Δείτε επίσης