Υποστηριξε το militaire
Στιγμές Ιστορίας
03/12/2020 | 06:00 (ενημερώθηκε 3 έτη πριν)
Militaire News

Η θανάσιμη πείνα στην Αθήνα της κατοχής και το “μενού της επιβίωσης”

Η θανάσιμη πείνα στην Αθήνα της κατοχής και το

Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος

Ακόμα και σήμερα οι επιστήμονες απορούν πως επιβίωσαν οι Έλληνες στην κατοχή, όταν στην πλειονότητα τους ζούσαν με λιγότερες από… 300 θερμίδες την ημέρα, (η και καθόλου), κάτω από άθλιες συνθήκες και τρώγοντας ότι μπορεί να φανταστεί κανείς!

Από γάτες, γαϊδούρια, σκύλους, μολυσμένα λαχανικά, σπόρους από δέντρα, φλούδες και κόκαλα από σκουπίδια!

Ανατριχιαστική περίοδος, ανατριχιαστικές και οι μνήμες…

“Πενία τέχνας κατεργάζεται”. Έτσι γεννήθηκε η κουζίνα της πείνας.

Η έλλειψη βασικών τροφίμων, έδειξε το σκληρό της πρόσωπο στην Ελλάδα και τα στοιχεία κάνουν λόγο για εκατοντάδες χιλιάδες θανάτου την περίοδο της κατοχής, λόγω του λιμού.

 Ο αριθμός δεν μπορεί να προσδιοριστεί, διότι αρκετοί άνθρωποι πέθαναν από αρρώστιες, οι οποίες βέβαια αυξήθηκαν ραγδαία καθώς η μη κατανάλωση των απαραίτητων θρεπτικών συστατικών προκάλεσαν την κατάρρευση του ανοσοποιητικού συστήματος.

Πάνω από 200.000 Έλληνες έπαθαν ανοιχτή φυματίωση και ένας μεγάλος αριθμός από παιδιά και εφήβους έπασχε από αδενοπάθεια, η οποία συχνά κατέληγε σε πνευμονική φυματίωση.

Η Ερμούπολη της Σύρου για παράδειγμα, μια μεγάλη πόλη σ’ ένα μικρό νησί πληρώνει βαρύ φόρο στο θάνατο: 8.500 οι νεκροί σε 24.000 κατοίκους. “Αποστείλατε σίτον ή φέρετρα” τηλεγραφούσε ο Μητροπολίτης Σύρου.

Ο ΧΕΙΜΩΝΑΣ ΤΟΥ 41

Στον μεγάλο λιμό του ’41-’42 ήρθε να προστεθεί κι ένας από τους πιο άγριους χειμώνες, με το θερμόμετρο να πέφτει στους έξι βαθμούς κάτω από το μηδέν και να συμβάλλει στον αποδεκατισμό του πληθυσμού. 

Η Αθήνα πεινούσε και πάγωνε. 

Δύο εβδομάδες κράτησε το χιόνι και στο Πεδίο του Άρεως έφτασε το ένα μέτρο. 

Οι Αθηναίοι είχαν να δουν τέτοιο χειμώνα πάνω από ογδόντα χρόνια. 

Γυναίκες, άντρες, παιδιά –ανθρώπινοι σκελετοί ντυμένοι με κουρέλια- ψάχνουν απεγνωσμένα στα σκουπίδια για να βρουν κάτι να φάνε και να ξεγελάσουν την πείνα τους: μια κρεμμυδόφλουδα, μια λεμονόκουπα ή κάποιο κόκκαλο για να γλείψουν.

 Νεκροί σε κάθε γωνιά, καθημερινή εικόνα.

“Από απόψεως υγείας ήταν καλό γιατί δεν βρομούσαν τα πτώματα” (μαρτυρία Μιχαήλ Πολέμη και Σταύρου Βραχνού – Μαρτυρίες 40-41 Ν. Χατζηπατέρα – Μ. Φαφαλιού).

 Κατά τον Γεώργιο Εξηντάρη (πρώην υπουργό και βουλευτή) ο οποίος διέφυγε στη Μέση Ανατολή, “300.000 Έλληνες πέθαναν από την πείνα εντός δύο ετών”. Το BBC ανέβαζε τον αριθμό σε 500.000.

Οι σκύλοι, οι γάτες και τα υπόλοιπα ζώα κάποια στιγμή τελείωσαν. 

Ο λιμός, όμως, είχε «χτυπήσει» ήδη. Πλέον στο διατροφολόγιο είχαν προστεθεί τα πάντα! 

Η περίφημη «μπομπότα» (χυλός από καλαμποκάλευρο), νερωμένο γάλα που πολλές φορές ήταν κακής ποιότητας, αλλά και όλων των ειδών των χόρτων, έδειχναν εκλεκτά μπροστά στα σκουπίδια που άφηναν οι Γερμανοί.

Οι νοικοκυρές έβρισκαν τους πιο απίθανους τρόπους για να φτιάξουν ένα πιάτο φαΐ για την οικογένεια, ενώ υπήρχαν και ειδικές οδηγίες από τις εφημερίδες για το πως θα μπορούσαν να ξεγελάσουν το στομάχι τους με αργό μάσημα της τροφής.

 Σούπες από κάθε τι περιττό, που σήμερα θα πετούσαμε στα σκουπίδια, όπως για παράδειγμα οι άκρες από τα φασολάκια.

ΤΑ ΣΑΛΙΓΚΑΡΙΑ ΚΑΙ ΤΟ… ΕΛΑΦΙ

Τέλη Σεπτεμβρίου 1941 και οι Αθηναίες νοικοκυρές περιμένουν με αγωνία τις πρώτες βροχές για να βγουν και να μαζέψουν σαλιγκάρια. 

Το ίδιο σκηνικό κάθε φορά που υπάρχει υποψία έστω και για ένα σαλιγκάρι.

 Έτσι τα πρωινά του Μάρτη του 1942 στο Πεδίο του Άρεως μαζεύονται γυναίκες και προσπαθούν να βρουν σαλιγκάρια στην απέλπιδα προσπάθειά τους να κάνουν λίγη τροφή. 

Καφές μόνο από ρεβίθια και κουκούτσια, ενώ η ζάχαρη δεν υπήρχαν πουθενά. Οι μελιτζάνες αντικατέστησαν τον… κιμά, φλούδες από πατάτες έκαναν κεφτεδάκια, όπως και οι φλούδες όλων των φρούτων μπορούσαν να γίνουν ρόφημα. Όλα αυτά βέβαια δεν βρισκόντουσαν σε αφθονία και το καθένα λαχανικό ή φρούτο μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως πολυτέλεια.

Το πιο σοκαριστικό όλων, που έχει επιβεβαιωθεί, είναι πως πολλοί άνθρωποι που ξεπέρασαν την εξαθλίωση και ορφανά παιδιά που ζούσαν μόνα τους στους δρόμους, έτρωγαν ακόμη και τον εμετό των μεθυσμένων ναζί στρατιωτών έξω από ταβέρνες.

Τον χειμώνα του 1942, «χάθηκε» και το ελάφι του Εθνικού Κήπου και όλοι κατάλαβαν ποια ήταν η τύχη του!

Οι φήμες λένε ότι το άτυχο ζώο που κοσμούσε τον κήπο, είχε… «επισημανθεί» από κάποιους Αθηναίους που μη έχοντας κάτι καλύτερο λιάζονταν στα παγκάκια.

Αν και αδυνατισμένο λόγω έλλειψης τροφής, το ελάφι αποτελούσε ένα λαχταριστό μεζέ την εποχή της απόλυτης έλλειψης σε κρέας.

Κάποιο βράδυ… εξαφανίστηκε. Άγνωστο πως και ποιοι το έκλεψαν!

Οι Ιταλοί λύσσαξαν να ανακαλύψουν τους κλέφτες.

Συνέλαβαν μερικούς από τους συνηθισμένους επισκέπτες του κήπου, αλλά δεν βρήκαν άκρη.

Σίγουρα όμως μερικοί πεινασμένοι χόρτασαν…

ΣΤΟ ΠΙΑΤΟ ΤΡΟΦΕΣ ΓΙΑ ΖΩΑ

Για τους περισσότερους κατοίκους των πόλεων η κατανάλωση σταρένιου ψωμιού, φρούτων, κρέατος, ψαριών και θαλασσινών, αλλά και γαλακτοκομικών προϊόντων σχεδόν εκμηδενίστηκε.

 Ακόμα και το ελαιόλαδο, που πολλοί Έλληνες εξασφάλιζαν από ιδία παραγωγή, μετατράπηκε σε είδος πολυτελείας και προϊόν εμπορίου της μαύρης αγοράς. 

Τα όσπρια, το μπομποτάλευρο, το πλιγούρι, οι πατάτες, τα χαρούπια και τα διάφορα χορταρικά και λαχανικά και οι λίγοι διαθέσιμοι ξηροί καρποί, απάρτιζαν πλέον την βασική τροφή των Ελλήνων.

 Έτσι, την περίοδο της Κατοχής πολλά διατροφικά ταμπού και προκαταλήψεις παρακάμφθηκαν. 

Ζωικά και φυτικά είδη και επιμέρους συστατικά τους που σε κανονικές συνθήκες θεωρούνταν ακατάλληλα ή προορίζονταν μόνο για τη διατροφή των ζώων, βρήκαν  τη θέση τους στο καθημερινό τραπέζι. 

Υποδεέστερα είδη αυτόφυων χόρτων και καρπών αναδείχτηκαν σε σημαντική πηγή θρεπτικών συστατικών.   

Αξιοσημείωτη είναι διάδοση της χρήσης πολλών “νέων” λαχανικών: τσουκνίδες, λαχανίδες, πατατόφλουδες και μολόχες περιλήφθησαν στο καθημερινό διαιτολόγιο. 

Οι άνθρωποι κατέφυγαν σε μία αυστηρά χορτοφαγική δίαιτα γιατί αυτή ήταν η μόνη τους επιλογή.

Το σταρένιο αλεύρι ήταν ανύπαρκτο, το ψωμί φτιαχνόταν από οτιδήποτε ήταν διαθέσιμο: μπομποτάλευρο, κριθάρι, βραστή πατάτα, ξυλοκέρατα (χαρούπια), σκουπόχορτο, βελανίδια αλεσμένα, γκόρτσα ξερά, λούπινα βρασμένα και ξεπικρισμένα, αρτόκαρπο, ρόβη, ακόμα και από τσίπουρα. 

Το σταρένιο, το ζυμωτό, το αληθινό ψωμί, όπως το έλεγαν, δινόταν ως αμοιβή στο γιατρό, το δάσκαλο, την παραδουλεύτρα, από μαυραγορίτες ή από εκείνους που μπορούσαν να εξοικονομήσουν λίγο αλεύρι ή λίγα τρόφιμα, ξεπουλώντας κοσμήματα, ασημικά, οικογενειακά κειμήλια κι ότι άλλο πολύτιμο αλλά άχρηστο για τα δύσκολα εκείνα χρόνια.

Οι Αθηναίοι οφείλουν την επιβίωσή τους κατά πολύ στην ρετσίνα και στις σταφίδες, δύο προϊόντα που έβρισκαν σε σχετική αφθονία.

 Οι σταφίδες έμπαιναν κυριολεκτικά παντού, ακόμα και στα φασόλια και η σταφιδίνη ήταν το κύριο γλυκαντικό των γλυκών παρασκευασμάτων.

 Όσο για την ρετσίνα, οι κατακτητές την σιχαίνονταν. 

Την γνώρισαν και την αγάπησαν πολύ αργότερα, στις ταβέρνες της Πλάκας.

 Έτσι την κατανάλωναν οι Αθηναίοι και αυτή τους πρόσφερε απλόχερα τις θερμίδες της. 

Κι ενώ στις πόλεις (ειδικά στην Αθήνα) λιμοκτονούσαν, στα χωριά μπορεί να τα έφερναν πολύ δύσκολα, αλλά είχαν διαθέσιμα περισσότερα υλικά. 

Χόρτα, δικά τους λαχανικά και φρούτα, κότες και αυγά, γάλα από δικά τους ζώα, όσπρια, λάδι, ελιές, ψάρια και όστρακα, ακόμα και στάρι και κάποια δημητριακά που μπορούσαν να καλλιεργήσουν έστω και σε μικρές ποσότητες τους επέτρεψαν να μην λιμοκτονήσουν. 

Πείνασαν, αλλά δεν πέθαναν από την πείνα. 

Πέρασαν μέρες με μπομπότα και πατάτες γιαχνί, αλλά τουλάχιστον αυτά τα είχαν σε αφθονία. Και δεν τους έλειψε το γάλα και το τυρί… 

ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΓΙΑ ΤΡΕΙΣ ΤΕΝΕΚΕΔΕΣ ΛΑΔΙ

Το κόστος ζωής είχε εκτοξευτεί με τον πληθωρισμό και τη διάλυση της οικονομίας.

 Ενδεικτικό είναι πως το 1944 μία δραχμή ισοδυναμούσε με 50 δισεκατομμύρια προπολεμικές δραχμές.

 Ο κόσμος προκειμένου να προμηθευτεί λίγο λάδι ή κρέας, έδινε ακόμη και όλη του την περιουσία.

 Οι τιμές μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα «απογειώθηκαν». 

Τον πρώτο χρόνο η τιμή του ψωμιού ανέβηκε σχεδόν 90 φορές, τα φασολάκια από 35 δραχμές η οκά βρέθηκαν στις 300 δραχμές και το λάδι που ήταν απαραίτητο για τη διατροφή μετατράπηκε σε «χρυσό».

Μία οκά (ισοδυναμεί με 1.285 γραμμάρια) λάδι πωλούταν πριν τον πόλεμο έναντι 44 δραχμών. 

Αμέσως μετά την κατοχή το ποσό έφτασε στις 800 δραχμές, ενώ έναν χρόνο αργότερα η οκά κόστιζε 4.500 δραχμές.

Εκείνη την εποχή δεκάδες χιλιάδες σπίτια, κατοικίες και οικόπεδα πουλήθηκαν, με τους ιδιοκτήτες τους να τα ανταλλάσσουν ουσιαστικά με τρόφιμα. 

Μία μονοκατοικία, εξάλλου, είχε αξία σύμφωνα με τις αναφορές των ανθρώπων που έζησαν εκείνα τα χρόνια, όσο τρεις τενεκέδες λάδι.

Πηγές

LIFO

Pagenews.gr

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο Facebook Twitter LinkedIn Email Pinterest
booksandtoys

Δείτε επίσης