Υποστηριξε το militaire
Άμυνα Άποψη
04/02/2021 | 06:25 (ενημερώθηκε 3 έτη πριν)
Militaire News

Το διαρκές «ανατολίτικο παζάρι» και η «πραμάτεια» Ελλάδας-Κύπρου

Το διαρκές «ανατολίτικο παζάρι» και η «πραμάτεια» Ελλάδας-Κύπρου

Γράφει ο

ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ

PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας

Η αντίληψη ότι το Τουρκικό κράτος μπορεί να αναδειχθεί στη μείζονα περιφερειακή δύναμη σε Ανατολική Μεσόγειο-Μέση Ανατολή κυριαρχεί στην άρχουσα τάξη της Τουρκίας εδώ και τουλάχιστον μία 20ετία. Παράλληλα μέσα σε από μία διαδικασία συνεχών συγκρούσεων στο εσωτερικό της Τουρκικής κεφαλαιοκρατίας και των ελίτ που την πλαισιώνουν, η υλοποίηση αυτού του στόχου συνδέθηκε με την αναβάθμιση του Τουρκικού κράτους σε μεγάλη δύναμη. Συνακόλουθα η Τουρκική εξωτερική πολιτική καθορίζεται διαχρονικά από την πορεία μορφοποίησης των 2 στόχων. Ταυτόχρονα όμως πρέπει να προσαρμόζεται και στις αλλαγές που συντελούνται στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. 

Έτσι την επαύριον της ανάδυσης των AKP-Ερντογάν στην εξουσία, η Τουρκική εξωτερική πολιτική βασίστηκε περισσότερο στην ήπια ισχύ. Εκείνη την περίοδο η Τουρκική κυβέρνηση αυτοπροβαλλόταν ως στήριγμα της περιφερειακής σταθερότητας και της παγκόσμιας ανάπτυξης, εκπέμποντας μήνυμα ότι μία κατάσταση «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες της ήταν εφικτή. Σε αυτή την κατεύθυνση αξιοποίησε την αίγλη της ως οικονομικός εταίρος, η οποία προήλθε από την ισχυροποίηση του Τουρκικού κεφαλαίου και την εντεινόμενη παρουσία του στο εξωτερικό, ως αποτέλεσμα της αναβάθμισης της θέση της Τουρκικής οικονομίας στην παγκόσμια αγορά. Η τελευταία υποβοηθήθηκε από την πληθώρα φτηνού και πειθαρχημένου εργατικού δυναμικού που δημιούργησε η υποστήριξη του AKP στο καθορισμένο από το Ισλάμ μοντέλο καπιταλιστικής διαχείρισης της Ανατολίας, στο οποίο ο εργαζόμενος και ο εργοδότης προσδιορίζονται θρησκευτικά ως προστατευόμενος/ευεργετηθείς και προστάτης/ευεργέτης, ενώ ατονούν οι θεσμοθετημένες εργασιακές σχέσεις. Η οικονομική «επιτυχία», σε συνδυασμό με την αντοχή που εξέπεμπαν η δημοκρατία και οι θεσμοί της Τουρκίας, ανέδειξαν το AKP ως πρόσθετο παράγοντα που προσέδιδε αίγλη στην Τουρκική κυβέρνηση. Η δημοφιλία του αφορούσε την ικανότητα του να παράγει τον απαιτούμενο για τις κεφαλαιοκρατικές τάξεις και άλλες ελίτ των ισλαμικών κοινωνιών εκσυγχρονισμό, διασώζοντας ταυτόχρονα τις παραδοσιακές νόρμες από τις οποίες αντλούν την κοινωνική τους νομιμοποίηση. Συνακόλουθα προσέλκυσε το ενδιαφέρον ισλαμικών κρατών και οργανώσεων, αλλά και ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (π.χ. ΗΠΑ), οι οποίες ενδιαφέρονταν για τους δικούς τους λόγους για έναν εκσυγχρονισμό της Μέσης Ανατολής. Τέλος η Οθωμανική πολιτιστική κληρονομιά, το Ισλάμ και η Τουρκική γλώσσα/παράδοση, αποτέλεσαν επίσης παράγοντες που διευκόλυναν την ανάπτυξη δεσμών μεταξύ της Τουρκικής κυβέρνησης και περιοχών της Ευρασίας και της Αφρικής. Πράγματι οι παραπάνω παράγοντες, υποβοηθούμενοι από τους χαμηλής έντασης διακρατικούς ανταγωνισμούς και την παγκόσμια καπιταλιστική ανάπτυξη εκείνης της περιόδου, επέτρεψαν στην Άγκυρα να διευρύνει τη διεθνή της επιρροή.                         

Αργότερα η διεθνής καπιταλιστική κρίση που έπληξε περισσότερο τη Δύση, αλλά και η «Αραβική Άνοιξη», ενίσχυσαν την αυτοπεποίθηση της Τουρκίας. Άλλωστε εκείνη την εποχή η Δύση θεωρεί το Τουρκικό μοντέλο πρότυπο για τα ισλαμικά κράτη, στα οικονομικά ινστιτούτα σε Ευρώπη-Αμερική γράφονται διθύραμβοι για την Τουρκική οικονομία, ενώ η Μέση Ανατολή βυθίζεται στο χάος. Παράλληλα η μη ευόδωση των ευρωπαϊκών φιλοδοξιών της Τουρκικής κυβέρνησης και οι παλινωδίες του ευρωατλαντικού παράγοντα στην εξέλιξη της «Αραβικής Άνοιξης», την ωθούν σε πιο «αυτόνομη» συμπεριφορά. Έκτοτε η Τουρκία θα αξιοποιήσει την επιρροή της σε οργανώσεις της Μέσης Ανατολής, προκειμένου να πετύχει την ανάδειξη φιλοτουρκικών κυβερνήσεων, στηρίζοντας τες άμεσα, ακόμη και με στρατιωτικά μέσα. Ταυτόχρονα θα επενδύσει στην αναβάθμιση της στρατιωτικής της ισχύος, ενώ θα την απασχολήσει περισσότερο η εξεύρεση περιφερειακών συμμάχων. 

Ωστόσο καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας θα διαδραματίσουν τα γεγονότα που ακολουθούν την «Αραβική Άνοιξη». Τα κυριότερα από αυτά ήταν: Η άρνηση των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ να την αποδεχθούν ως συνδιαμορφωτή του status quo στη Μέση Ανατολή. Οι περιορισμοί που της επέβαλε στη δράση η κάθοδος της Ρωσίας στη Συρία. Η συγκρότηση εναντίον της περιφερειακών συμμαχιών. Η ενίσχυση της αυτόνομης Κουρδικής διοίκησης στο βόρειο Ιράκ και η de facto αυτοκυβέρνηση της βορειοανατολικής Συρίας υπό την διοίκηση των φιλικών στο PKK Κουρδικών οργανώσεων. Έτσι το Τουρκικό κράτος βρέθηκε μπροστά στον κίνδυνο, όχι μόνο να μην αναδειχθεί σε μείζονα περιφερειακή δύναμη, αλλά να απωλέσει το status της περιφερειακής δύναμης, ακόμη και να ομοσπονδοποιηθεί ή να χάσει εδάφη. Αυτή η κατάσταση όξυνε τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της Τουρκικής άρχουσας τάξης, γύρω από την πολιτική και τις συμμαχίες που απαιτούνταν για την αντιμετώπιση της, έως ότου ο κ. Ερντογάν και το AKP καταφέρουν να επιβιώσουν του πραξικοπήματος του 2016. Έκτοτε η εξωτερική πολιτική της Τουρκικής κυβέρνησης χαρακτηρίζεται από δύο στοιχεία. 1) Την άμεση εμπλοκή της, ακόμη και με στρατιωτικά μέσα, έξω από τα σύνορα της και όπου κρίνει ότι θίγονται ζωτικά της συμφέροντα. Σε αυτή την κατεύθυνση επαναπροσέγγισε τον «εθνικό όρκο» ως εναλλακτική επιλογή προς το status quo που εγκατέστησε η Συνθήκη της Λοζάνης, ενώ μορφοποίησε την πολιτική της «γαλάζιας πατρίδας». 2) Την απόπειρα δημιουργίας ενός νέου συμμαχικού διακρατικού σχήματος, στο οποίο θα έχει ρόλο πρωταγωνιστή, την υλοποίηση του οποίου θεωρεί ότι υποβοηθούν τα παράλληλα ανοίγματα της προς τη Ρωσία, το Ιράν και την Κίνα, αλλά και η διατήρηση των συμμαχικών της σχέσεων με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, όπως και του σημαντικού της ρόλου στο ΝΑΤΟ. 

Σε αυτά τα πλαίσια η Τουρκία επενέβη σε Συρία, Ιράκ, Λιβύη, Ναγκορνο-Καραμπαχ, αναμείχθηκε στην Υεμένη και στο Λίβανο, προχώρησε σε γεωτρήσεις στην ΑΟΖ της Κύπρου και σε έρευνες επί της Ελληνικής (σύμφωνα με το θεμελιώδες δίκαιο της θάλασσας) υφαλοκρηπίδας. Αντίστοιχα συστρατεύτηκε με το Κατάρ στη διαμάχη του με τις μοναρχίες του Περσικού Κόλπου, εμβάθυνε τις σχέσεις της με το Αζερμπαϊτζάν, επιχειρώντας διείσδυση στις τουρκόφωνες περιοχές της κεντρικής Ασίας, ισχυροποίησε τους δεσμούς της με το Πακιστάν, προσέγγισε τη Μαλαισία και την Ινδονησία, δραστηριοποιήθηκε εντονότερα στην Αφρική. Παράλληλα από κοινού με τη Μόσχα δημιούργησαν ένα πλαίσιο συνεννόησης στα διάφορα περιφερειακά ζητήματα, ενώ αναβάθμισαν τις ενεργειακές τους σχέσεις, δοκιμάζοντας να της επεκτείνουν και στον στρατιωτικό τομέα, με την Άγκυρα να αγοράζει το Ρωσικό σύστημα S-400. Πρόσθετα η Τουρκία πέτυχε ορισμένες συνεννοήσεις σε περιφερειακά ζητήματα και με την Τεχεράνη, ενώ ανέπτυξε ορισμένη συνεργασία με το Πεκίνο γύρω από τα ζητήματα της διαχείρισης των Ουιγουρων της δυτικής Κίνας και της ανάπτυξης της Κινέζικής πρωτοβουλίας «ζώνη και δρόμος». Τέλος η Άγκυρα συνέχισε να λειτουργεί ως παράγοντας εξισορρόπησης αυτών των δυνάμεων σε διάφορες περιοχές, εξασφαλίζοντας έτσι ανοχή/υποστήριξη σε αυτό από ΗΠΑ-Γερμανία-ΕΕ-ΝΑΤΟ, με τους οποίους συνέχισε τους συμμαχικούς της δεσμούς, εμβαθύνοντας τους μάλιστα σε ορισμένα πεδία, όπως το προσφυγικό-μεταναστευτικό και το ενεργειακό. 

Ανεξάρτητα από το βαθμό υλοποίησης των σχεδίων της Τουρκικής κυβέρνησης σε κάθε επιμέρους πεδίο της πολιτικής της, είναι γεγονός ότι «ανέστησε» την προοπτική μετατροπής της Τουρκίας στη μείζονα περιφερειακή δύναμη σε Ανατολική Μεσόγειο-Μέση Ανατολή και μάλιστα με όρους νέο-Οθωμανικής ηγεμονίας. Σε αυτό συνηγορεί η αποδυνάμωση του ενδεχομένου δημιουργίας Κουρδικού κράτους, η κατακόρυφη αύξηση της επιρροής της στην περιοχή και ο σφετερισμός από μέρους της τμήματος της κυριαρχίας και των κυριαρχικών δικαιωμάτων των γειτόνων της. Παράλληλα η Τουρκία κατάφερε να αποσπάσει τη συμπάθεια ή τη συμμαχία σημαντικών δυνάμεων σε Αφρική-Ευρασία, κάνοντας την αρχή για τη μορφοποίηση μια νέας διακρατικής ιμπεριαλιστικής συνεργασίας. 

Φυσικά η δραστηριότητα  της Άγκυρας προκαλεί εξισορροπητικές κινήσεις, καταρχάς από δυνάμεις της περιοχής των οποίων τα συμφέροντα θίγονται αμεσότερα. Πρόσθετα όμως αντιδρούν η Ρωσία και σε μικρότερο βαθμό η Κίνα, δεδομένου ότι η Τουρκία είναι στο ΝΑΤΟ και υπάρχει κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί από τη Δύση για τον εγκλωβισμό και την υπονόμευση της επιρροής τους στην κεντρική Ασία. Τέλος και οι Δυτικοί σύμμαχοι της Τουρκίας, με διαβαθμίσεις αναλόγως των συμφερόντων τους, θέλουν να μετριάσουν τις φιλοδοξίες της και να την επανευθυγραμμήσουν με τις προτεραιότητες τους.

Ωστόσο κανένας από τους παραπάνω παράγοντες δεν επιδιώκει μία πλήρη ρήξη μαζί της. Αντίθετα οι όποιες εξισορροπητικές τους κινήσεις είναι ενταγμένες στην προοπτική του μεταξύ τους συμβιβασμού. Δηλαδή όλοι τους αποδέχονται στον ένα ή στον άλλο βαθμό ότι τα συμφέροντα της Τουρκίας δε μπορούν να αγνοηθούν. Οι μεγάλες δυνάμεις, διότι ιεραρχούν τις μεταξύ τους αντιπαραθέσεις, στο πλαίσιο των οποίων η απόλυτη δέσμευση της Τουρκίας στα συμφέροντα είτε της Δύσης, είτε της ευρασιατικής συνεννόησης (Ρωσία, Κίνα, Ιράν) θα πλήξει σοβαρά την άλλη πλευρά. Γι’ αυτό το λόγο και ωθούν (και η Ρωσία) τους περιφερειακούς τους συμμάχους σε έναν συμβιβασμό με την Άγκυρα. Αντίστοιχα οι μικρότερες περιφερειακές δυνάμεις υιοθετούν αυτή τη στάση, όχι μόνο για να αποσπάσουν ανταλλάγματα από τους ισχυρότερους συμμάχους τους ή γιατί τους απασχολεί η στάση της Τουρκίας στον ανταγωνισμό τους με το Ιράν (ή το αντίστροφο όσον αφορά το Ιράν), αλλά και γιατί κατανοούν ως απαραίτητη για την υλοποίηση των σχεδιασμών τους συνολικά στην περιοχή, την ανοχή της Τουρκίας.        

Από την άλλη μεριά ούτε η Τουρκία θέλει τη σύγκρουση μαζί τους. Άλλωστε μετά από τέσσερα χρόνια συνεχούς «επέκτασης», επιθετικών ενεργειών και «παιχνιδιών» με τις μεγάλες δυνάμεις, το κόστος που κλήθηκε να πληρώσει ήταν κάποιες αμελητέες κυρώσεις εκ μέρους της ΕΕ για τις ενέργειες της στην Κυπριακή ΑΟΖ και κάποιες συμβολικές κυρώσεις από τις ΗΠΑ για την αγορά των S-400. Την ίδια στιγμή μία νέα τάση διευθετήσεων μεταξύ των συμμάχων της Δύσης υπό την καθοδήγηση της τελευταίας, είναι υπαρκτή στην περιοχή, ενώ ένα νέο «παζάρι» Δύσης-Ιράν είναι προ των πυλών. Όλα αυτά εν αναμονή της πιο επιθετικής στάσης που αναμένεται να κρατήσει η διοίκηση Μπάιντεν απέναντι στη Ρωσία. Σε αυτό το αβέβαιο περιβάλλον είναι λογικό η Τουρκική κυβέρνηση να ενδιαφέρεται για την διασφάλιση των «κερδών» της και την επιπλέον προώθηση των σχεδιασμών της και μέσω της συμμετοχής της στις επιχειρούμενες διευθετήσεις. 

Ως εκ τούτων το «παζάρι» Τουρκίας-μεγάλων δυνάμεων περνάει σε νέα φάση έντασης, ενώ ένα νέο «παζάρι» μεταξύ της Τουρκίας και των άλλων περιφερειακών δυνάμεων έχει ήδη αρχίσει. Σε αυτά τα «παζάρια» οι συγκλίσεις είναι πιθανότερες στα σημεία όπου δε διακυβεύονται ζωτικά συμφέροντα για καμία από τις εμπλεκόμενες πλευρές. Συνακόλουθα η Δύση μπορεί να ανεχτεί μία περισσότερο «αυτόνομη» και ηγεμονική Τουρκία, εφόσον η τελευταία επιβεβαιώσει το ρόλο της ως «κόφτης» της ευρασιατικής συνεννόησης και ως εγγυητής της συνεκμετάλλευσης του πλούτου της περιοχής. Αντίστοιχα περιφερειακές δυνάμεις, όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ, υπό την παρότρυνση και του ευρωατλαντικού παράγοντα, θα μπορούσαν να «παγώσουν» την αντιπαράθεση τους με την Άγκυρα, αν η τελευταία επιδείξει ευαισθησία στις ανησυχίες τους για τη δραστηριότητα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, ιεραρχώντας από κοινού μαζί της τη συνεκμετάλλευση του πλούτου της περιοχής και την άσκηση πίεσης στο Ιράν.

Εάν όμως όλοι οι παραπάνω παράγοντες διαθέτουν περιθώρια συμβιβασμού με την ιμπεριαλιστική και ηγεμονική Τουρκία, ισχύει το ίδιο για την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία; Η απάντηση εξαρτάται από τη σημασία που αποδίδει κάποιος στην κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας του. Αν θεωρεί το ζήτημα σοβαρό, τότε δε μπορεί παρά να διαπιστώσει ότι ένας συμβιβασμός είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, καθώς θα αφορά ακριβώς την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας και της Κύπρου. Άρα δε μπορεί παρά να αναγιγνώσκει ως τυχοδιωκτική την απόφαση των κυβερνήσεων τους να προσέλθουν στις διερευνητικές επαφές και στην πενταμερή στο υπάρχον πλαίσιο, εφόσον ανεξαρτήτως έκβασης παράγουν de facto αποτελέσματα. 

Αν το αντεπιχείρημα στον παραπάνω ισχυρισμό είναι ότι οι μεγάλες και οι περιφερειακές δυνάμεις θα εξαναγκάσουν την Τουρκία να αποδεχθεί λύση στο ζήτημα των θαλάσσιων ζωνών και στο Κυπριακό, με γνώμονα μόνο, το θεμελιώδες δίκαιο της θάλασσας και οπωσδήποτε δίχως την συμπερίληψη ζητημάτων κυριαρχίας, αλλά και τις αποφάσεις του ΟΗΕ που προσδιορίζουν το Κυπριακό ως ζήτημα εισβολής και κατοχής, τότε θα πρέπει να επισημανθεί πως δεν υπάρχουν δυνάμεις με συμφέροντα ανάλογης σημασίας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο με αυτά που έχουν η Ελλάδα και η Κύπρος. Άρα απουσιάζει η αντικειμενική βάση για να αρνηθούν οπωσδήποτε ένα συμβιβασμό με την Τουρκία, εκτός του επιθυμητού από Αθήνα και Λευκωσία πλαισίου, δεδομένου ότι η Άγκυρα μπορεί να τις προσφέρει ανταλλάγματα σε άλλα πεδία, που γι’ αυτές είναι περισσότερο σημαντικά.

Ωστόσο αν η κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα θεωρούνται δευτερεύουσα υπόθεση μπροστά στα οφέλη που θα έχουν οι άρχουσες τάξεις σε Ελλάδα-Κύπρο από έναν ελληνοτουρκικό συμβιβασμό, τότε υπάρχουν περιθώρια τελεσφόρησης του. Η Τουρκική κυβέρνηση μπορεί να φανεί αρκετά ελαστική όσον αφορά το μερίδιο συμμετοχής του Ελλαδικού και Κυπριακού κεφαλαίου στη συνεκμετάλλευση του πλούτου της περιοχής (των λαών τους). Επίσης μπορεί να προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στη βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος, είτε άμεσα με την παρότρυνση Τουρκικών, Καταριανών και όχι μόνο επενδύσεων στις δύο χώρες, είτε έμμεσα ως αποτέλεσμα της προσωρινής ύφεσης του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Τέλος από κοινού με τον ευρωατλαντικό παράγοντα θα μπορούσαν να «αφήσουν χώρο» στην Ανατολική Μεσόγειο για την ευκολότερη διείσδυση των επιχειρηματικών ομίλων από τις δύο χώρες.    

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο Facebook Twitter LinkedIn Email Pinterest
booksandtoys

Δείτε επίσης