Υποστηριξε το militaire
Άποψη
07/06/2018 | 06:00 (ενημερώθηκε 6 έτη πριν)
Militaire News

Τι είναι το πολιτικό άσυλο που ζητούν οι 8 Τούρκοι;

Τι είναι το πολιτικό άσυλο που ζητούν οι 8 Τούρκοι;

Του ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΝΙΜΑ
από το Timelink.gr

Το άσυλο, το οποίο συνήθως ονομάζουμε πολιτικό άσυλο , είναι η προστασία που παρέχεται σε αλλοδαπό όταν αυτός προσφεύγει σε ένα κράτος επειδή απειλείται σε άλλο κράτος η ζωή ή η ελευθερία του για λόγους πολιτικούς, θρησκευτικούς η φυλετικούς. Διακρίνουμε αφενός μεν το εδαφικό άσυλο, το οποίο παρέχεται στον αλλοδαπό που αφικνείται στα σύνορα και αφετέρου το διπλωματικό άσυλο, το οποίο παρέχεται στους χώρους της πρεσβείας.
Οι αλλοδαποί απολαμβάνουν διπλωματικής προστασίας από τη χώρα της ιθαγενείας τους, ενώ οι πρόσφυγες στερούνται ανάλογης προστασίας είτε επειδή είναι ανιθαγενείς, είτε επειδή έχουν μεν ιθαγένεια, αλλά δεν επιθυμούν να τύχουν προστασίας της χώρας ιθαγένειάς τους, είτε τέλος διότι τους αφαιρέθηκε η ιθαγένεια για το λόγο ότι ζήτησαν άσυλο από κάποια άλλη χώρα.
Μέχρι την αναγνώριση τους, οι πρόσφυγες δεν απολαμβάνουν κανένα από τα ευεργετήματα που παρέχει η χώρα υποδοχής στους αλλοδαπούς που διαμένουν νόμιμα στο έδαφός της. Από την αναγνώρισή τους ,όμως ως πρόσφυγες και την παροχή σε αυτούς πολιτικού ασύλου, αποκτούν ανάλογα δικαιώματα, όπως δικαίωμα παραμονής και εργασίας και σε πολλούς τομείς εξομοιώνονται με τους ημεδαπούς.
Ιστορική διαδρομή του θεσμού
Ένας ιστορικός συγγραφέας, παρατήρησε ότι από τους εικοσιένα πολιτισμούς που γνώρισε η ανθρωπότητα, το πολιτικό άσυλο υπήρξε κατεξοχήν θεσμός των μεσογειακών πολιτισμών (αιγυπτιακού, ιουδαϊκού, ελληνικού, αραβικού). Ο όρος “άσυλο” προέρχεται από το ρήμα ασυλάω ~ ω, της αρχαίας ελληνικής και σημαίνει προστασία από τη σύλη. Κατά την ελληνική αρχαιότητα είχε διττή διάσταση: εσωτερική, όταν παρεχόταν σε χώρους λατρείας και εξωτερική διάσταση, στο έδαφος της πόλης – κράτους. Το πολιτικό άσυλο εξαφανίζεται κατά το Μεσαίωνα (με εξαιρέσεις ως προς την εκκλησία και τους χώρους λατρείας γενικότερα), αγνοείται κατά την Αναγέννηση και διατηρώντας το θρησκευτικό του χαρακτήρα, επανεμφανίζεται το 18ο αιώνα.
Ιστορικού χαρακτήρα έρευνες επισημαίνουν ότι το 18ο αι. και ειδικότερα κατά την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης εκκινεί η διαμόρφωση του θεσμού του πολιτικού ασύλου. Η Γαλλική Επανάσταση είναι σημαντικός σταθμός, αφενός διότι κατά τα πρώτα χρόνια δεν εκδίδονται όσοι κάτοικοι γειτονικών κρατών αγωνίζονται υπέρ της ελευθερίας και αφετέρου επειδή στα επόμενα χρόνια (κυρίως 1792 και 1793) παρέχουν άσυλο οι γειτονικές με τη Γαλλία χώρες σε όσους το επαναστατικό γαλλικό κράτος διώκει για την υποτιθέμενη ή πραγματική επαναστατική τους δράση.
Η διεθνής νομοθετική κατοχύρωση του πολιτικού ασύλου εγκαινιάζεται με ανταλλαγή δήλωσης μεταξύ Γαλλίας και Ελβετίας, δίνοντας δυνατότητα χορήγησης πολιτικού ασύλου στους πολιτικούς εγκληματίες Την εποχή αυτή η παροχή ασύλου ήταν συνέπεια μόνο της απαγόρευσης έκδοσης πολιτικών εγκληματιών, αποτελούσε δηλαδή ένα από τα προνόμια που επεφύλασσαν οι νομοθεσίες στους δράστες πολιτικών εγκλημάτων, ως εξαίρεση από το γενικό κανόνα έκδοσης των εγκληματιών.
Συγκεκριμένα το 1810 και το 1813 το πολιτικό έγκλημα απλώς έρχεται να προστεθεί στις κατηγορίες του δικαίου. Και στο γαλλικό Ποινικό Κώδικα του 1810, αλλά και στο βαυαρικό του 1813, η χρησιμοποίηση του όρου “πολιτικό έγκλημα” αρχικά δεν συνοδεύεται από κάποια ευνοϊκότερη αντιμετώπιση του πολιτικού εγκληματία. Αυτό για πρώτη φορά κατοχυρώνεται στο γαλλικό Συνταγματικό Χάρτη του 1830 .
Η κοινή πορεία των δύο θεσμών θα συνεχιστεί για έναν περίπου αιώνα. Χαρακτηριστική στο ζήτημα αυτό είναι η σκέψη του Marc de Kock, ο οποίος διαπίστωσε ότι το πρόβλημα του δικαίου του ασύλου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κάτω από ένα ευρύτερο πρίσμα”.
Το δίκαιο του πολιτικού ασύλου αποσυνδέεται από το δίκαιο της έκδοσης κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, με πρώτες αναφορές στους πρόσφυγες ορισμένων εθνικοτήτων, όπως για παράδειγμα στους Αρμένιους και τους Ρώσους, και φτάνει σήμερα στο σημείο να αποτελεί ξεχωριστό θεσμό, κατεξοχήν πολιτικό, ως μέγιστη πολιτική ανάγκη της πολυτάραχης εποχής μας.
Δικαίωμα ή υποχρέωση;
Ένα από τα πιο κρίσιμα ερωτήματα στο θέμα του πολιτικού ασύλου είναι εάν πρόκειται για ατομικό δικαίωμα του αλλοδαπού η αντίθετα η χορήγηση του εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του κράτους υποδοχής.
Έρεισμα για τον προβληματισμό αυτό δίνεται από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπο, όπου στο άρθρο 14 αναφέρει ότι: ” Κάθε άτομο που καταδιώκεται έχει το δικαίωμα να ζητά και να του παρέχεται άσυλο σε άλλες χώρες “. Κατά την πιο δόκιμη ερμηνεία που γίνεται σήμερα αποδεκτή από το σύνολο σχεδόν της νομικής επιστήμης, το άρθρο 14 καλύπτει το δικαίωμα κάθε ατόμου να ζητά πολιτικό άσυλο, αλλά αυτό και μόνο δε δημιουργεί αντίστοιχη νομική υποχρέωση του κράτους υποδοχής να παρέχει άσυλο. Παρά το γεγονός δηλαδή ότι τα τελευταία χρόνια η χορήγηση ασύλου έγινε συνήθης πρακτική των κρατών, εντούτοις δεν αποτελεί ούτε κανόνα του διεθνούς εθιμικού δικαίου ούτε «γενική αρχή δικαίου αναγνωρισμένη τα πολιτισμένα κράτη» (άρθρο 38 του καταστατικού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης). Ιδιαίτερα η Διακήρυξη των Ηνωμένων Εθνών για το εδαφικό άσυλο, κείμενο μη συμβατικού χαρακτήρα, τονίζει στο άρθρο 1 ότι ” το εδαφικό άσυλο χορηγείται από ένα κράτος, στα πλαίσια άσκησης της εθνικής κυριαρχίας του ” και αναγνωρίζει απλά “δικαίωμα αναζήτησης ασύλου “.
Το δικαίωμα ασύλου είναι λοιπόν δικαίωμα του κράτους, η χορήγησή του συνιστά μονομερή προστατευτική πράξη αυτού και φυσικό προνόμιο της κυριαρχίας του. Κατά συνέπεια ο αιτών άσυλο δεν μπορεί να απαιτήσει τη χορήγησή του βάσει ατομικού δικαιώματος, προστατεύεται όμως από το άρθρο 33 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 που καθιερώνει την αρχή της μη επαναπροώθησης σε χώρα όπου απειλείται η ζωή ή η ελευθερία του.
Αντίθετη προς την άποψη αυτή, που είναι και κρατούσα, είναι η εικόνα ορισμένων ευρωπαϊκών Συνταγμάτων, όπως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλίας, τα οποία προάγουν το δικαίωμα του αλλοδαπού για χορήγηση πολιτικού ασύλου σε συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα.
Ειδικότερα στο προοίμιο του γαλλικού Συντάγματος του 1946 και 1958 ορίζεται: «Κάθε άνθρωπος που διώκεται λόγω της δράσης του υπέρ της ελευθερίας έχει δικαίωμα ασύλου στα εδάφη της Δημοκρατίας». Επίσης ο Θεμελιώδης Νόμος της Βόννης του 1949 στο άρθρο 16 παρ.2 προβλέπει ότι « οι πολιτικοί πρόσφυγες απολαμβάνουν το δικαίωμα του ασύλου ».Και η Ιταλία αλλά και η Ε.Σ.Σ.Δ. διαθέτουν στα Συντάγματά τους διατάξεις ανάλογες που κατοχυρώνουν άμεσα και ρητά το δικαίωμα πολιτικού ασύλου.
Όμως το μαζικό κύμα εισροής οικονομικών μεταναστών στους κόλπους της Ευρώπης τα τελευταία χρόνια, οι οποίοι φαίνεται να οδηγούν σε νόθευση της έννοιας του πολιτικού πρόσφυγα, έχει προκαλέσει τη στροφή των νομοθεσιών αυτών προς μια αναθεώρηση των πρακτικών που άλλοτε ακολουθούσαν, μια στροφή που κατέληξε σε σημαντικούς περιορισμούς στη χορήγηση πολιτικού ασύλου.
Τέλος υποστηρίζεται και στην Ελλάδα από κάποιους νομικούς η άποψη ότι το πολιτικό άσυλο αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα του αλλοδαπού και μάλιστα συνταγματικά κατοχυρωμένο. Η άποψη αυτή στηρίζεται στην ερμηνεία που δίνεται στο άρθρο 5 παρ.2, εδάφιο β του Συντάγματος του 1975/86, ότι δηλαδή με την εν λόγω διάταξη καθιερώνεται όχι μόνο η απαγόρευση της έκδοσης του αλλοδαπού για δράση του υπέρ της ελευθερίας, αλλά ότι αναγνωρίζεται ταυτόχρονα το θεμελιώδες δικαίωμα του πολιτικού ασύλου..
Η άποψη αυτή όμως, δεν φαίνεται να κερδίζει έδαφος, αφού διεθνώς αναγνωρίζεται ότι η προστασία που παρέχεται στους αλλοδαπούς με τη μορφή χορήγησης πολιτικού ασύλου, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του κράτους υποδοχής.

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο Facebook Twitter LinkedIn Email Pinterest
booksandtoys

Δείτε επίσης