Υποστηριξε το militaire
Άποψη
02/09/2020 | 06:06 (ενημερώθηκε 4 έτη πριν)
Militaire News

Στρατιωτική Δικαιοσύνη: “Δικαιοσύνη a la carte?”- Η ώρα των αποφάσεων

Στρατιωτική Δικαιοσύνη:

Γράφει ο

Γεώργιος Δουβλέκας*

Στρατιωτικός Δικαστής Α΄

     

«Κάπου μεταξύ Τρίτη και Τετάρτη

 πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα».

                                                                             Οδ. Ελύτης-Μαρία Νεφέλη

        Παραφράζοντας τον παραπάνω στίχο του Ελύτη, μπορώ να πω ότι κάπου μεταξύ Έβρου, ΑΟΖ και κορωνοϊού παράπεσε η αληθινή μέρα της στρατιωτικής δικαιοσύνης. Και εξηγούμαι:

        Δεν είμαι σίγουρος εάν η κατάσταση, που σήμερα επικρατεί στο χώρο της στρατιωτικής δικαιοσύνης (των τακτικών στρατιωτικών δικαστηρίων του άρθρου 167 παρ. 1 του νυν ισχύοντος ΣΠΚ) είναι, σχηματικά έστω, γνωστή σε ένα ευρύτερο κοινό πέραν της νομικής κοινότητας (ενδεχομένως δε, όχι και σε όλα τα μέλη της τελευταίας). Φρονώ όμως ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν εμφανίζεται ως ήσσονος σημασίας, αφού συνάπτεται της ποιότητας του παραγόμενου από τα δικαστήρια αυτά δικαιοδοτικού έργου, επιπροσθέτως δε, καθίσταται ενδεικτική της αξίας, την οποία προσδίδει σήμερα η πολιτεία στο θεσμό της στρατιωτικής δικαιοσύνης, στη δικαιοδοτική αρμοδιότητα της οποίας πάντως, παρά τη γενικότερη τάση για αριθμητική συρρίκνωση του ενεργού στρατού, υπάγονται ακόμα ευάριθμες ομάδες προσώπων.     

        Η θεσμική αλλαγή στο πεδίο της στρατιωτικής δικαιοσύνης αποτέλεσε μια από τις προμετωπίδες της αναθεωρητικής διαδικασίας, που ξεκίνησε επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και ολοκληρώθηκε επί διακυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας, όταν σε μια σπάνια για τα κοινοβουλευτικά χρονικά επίδειξη πολιτικής και νομικής συναίνεσης, αποφασίστηκε και ολοκληρώθηκε με το από 25-11-2019 ψήφισμα της Θ’ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων το οποίο δημοσιεύθηκε την 28-11-2019 (ΦΕΚ Α΄ 187),  η αναθεώρηση της διάταξης του άρθρου 96 παρ. 5 του Συντάγματος, ώστε να επιτευχθεί η ολοκλήρωση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των μελών του δικαστικού σώματος ενόπλων δυνάμεων. Επιγραμματικά σημειώνω ότι η μεταρρύθμιση στο χώρο της στρατιωτικής δικαιοσύνης, η οποία στηρίχθηκε κατ’ ουσίαν στην εμπνευσμένη πολιτική βούληση του τότε δίδυμου στο χώρο του ΥΠΕΘΑ Γ. Αρσένη-Μ. Μπεντενιώτη, και εκφράστηκε με την ψήφιση του νέου ΣΠΚ-Ν. 2287/95 (που αντικατέστησε τον εκ των πραγμάτων αναχρονιστικό ΑΝ 2803/41), καθώς και του συμπληρωματικού Ν. 2304/95 «Κώδικας Δικαστικού Σώματος Ενόπλων Δυνάμεων» (Κ.Δ.Σ.Ε.Δ),  ο οποίος εκδόθηκε κατ’  επιταγή του άρθρου 96 παρ. 5 του Συντάγματος,  δυστυχώς παρέμεινε ανολοκλήρωτη, ελλιποβαρής, νομικά ημιτελής και κοινωνικά αδικαίωτη. Δεν ακολουθήθηκε από παρεμφερείς συμπληρωματικές ρυθμίσεις κρίσιμων παραμέτρων της υπηρεσιακής κατάστασης των στρατιωτικών δικαστών, καθώς και από συναφείς θεσμικές παρεμβάσεις στο πεδίο απονομής της στρατιωτικής δικαιοσύνης, με αποτέλεσμα η τελευταία να παραμένει εν πολλοίς δικαιοσύνη μέσα στο στρατό, και όχι δικαιοσύνη για το στρατό.

        Με τη νέα διατύπωση του άρθρου 96 παρ.5, που επιτάσσει την πλήρη εξομοίωση των στρατιωτικών δικαστών με τους δικαστές της κοινής δικαιοσύνης, κάποιες διατάξεις των ως άνω νομοθετημάτων αντίκεινται στο Σύνταγμα και πρέπει άμεσα να τροποποιηθούν.

        Εντούτοις, παρά την εκ της νέας διατύπωσης του άρθρου 96 παρ. 5 Σ επιβαλλόμενη υποχρέωση της πολιτείας να προβεί στην έκδοση εκτελεστικού νόμου, που θα ρυθμίζει ζητήματα που άπτονται της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών της στρατιωτικής δικαιοσύνης, το θέμα (μοιάζει να) έχει παραπεμφθεί στις ελληνικές καλένδες, με συνέπεια να ακυρώνονται στην πράξη οι δεσμεύσεις των εισηγητών της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, αλλά και της αξιωματικής αντιπολίτευσης, καθώς και εξεχόντων μελών αμφότερων των πλευρών (ομιλούντων και υπό την επιστημονική τους ιδιότητα, αυτή του καθηγητή της νομικής επιστήμης) περί θωράκισης της υπηρεσιακής κατάστασης των μελών της στρατιωτικής δικαιοσύνης (βλ. ιδίως τα πρακτικά της υπ’ αριθ. ΝΓ’ από 22-11-2019 συνεδρίασης της ολομέλειας της Βουλής), με γνώμονα τη συνταγματική επιταγή της κατοχύρωσης και περαιτέρω διεύρυνσης της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας τους. Αν και οι στρατιωτικοί δικαστές θεωρούσαν ότι είναι ευνοϊκή συγκυρία η ύπαρξη στην ηγεσία του ΥΠΕΘΑ ενός ανθρώπου με την παράλληλη ιδιότητα του εγνωσμένης αξίας νομικού, στον οποίο δεν θα είναι αναγκασμένοι να επιχειρούν να εξηγούν τα αυτονόητα, όπως τόσον καιρό ματαίως έπρατταν με τους προκατόχους του, εντούτοις στην πράξη τα μέχρι σήμερα ισχύοντα στο πεδίο της στρατιωτικής δικαιοσύνης θεσμικά κείμενα, στο μέτρο που αντιστρατεύονται σε βασικές πτυχές της νέας ρύθμισης του άρθρου 96 παρ. 5 Σ, συνεχίζουν να παράγουν υπηρεσιακά αποτελέσματα, που προσβάλλουν ευθέως το πνεύμα, αλλά και το γράμμα της αναθεωρηθείσας διάταξης, στο βαθμό που:

        Α) Διατηρούνται ακόμα σε ισχύ όλες οι διατάξεις του ΣΠΚ και του Ν. 2304/95 που σήμερα υποδηλώνουν κάποιας μορφής στρατιωτική ιδιότητα, όπως είναι η δόση του στρατιωτικού όρκου από τους νεοπροσλαμβανομένους παρέδρους, η πρόβλεψη τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος λόγω πράξεως που αντίκειται στην ιδιότητα του αξιωματικού, η απονομή αποστρατευτικού βαθμού, η εξάρτηση του βαθμού του προέδρου από το βαθμό του κατηγορουμένου κ.λ.π. Η κατάργησή τους είναι το βασικό προαπαιτούμενο για να πάψουν οι στρατιωτικοί δικαστές να καταδυναστεύονται από έναν ερμαφρόδιτο υπηρεσιακό προσδιορισμό, και να αποκτήσουν επιτέλους σαφή προορισμό και πυξίδα επαγγελματικής δράσης απολύτως όμοια με την αντίστοιχη των λοιπών συναδέλφων τους.

Β) Συνεχίζει να εφαρμόζεται για τις αποδοχές των στρατιωτικών δικαστών το μισθολόγιο των στρατιωτικών. Επισημαίνεται πως  στοιχείο της προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών   αποτελεί η απονομή σε αυτούς αποδοχών ικανών  να  εξασφαλίσουν την αξιοπρεπή διαβίωση τους, κατά τρόπο συνάδοντα προς το κύρος του λειτουργήματος που ασκούν και της αποστολής τους. Υπό την έννοια αυτή η εξακολούθηση της σημερινής μισθολογικής διαφοροποίησης, προσβάλλει το δικαίωμα μιας κατηγορίας Ελλήνων πολιτών (όσων υπάγονται στα στρατιωτικά δικαστήρια) σε «δίκαιη δίκη», στο μέτρο που στους  φυσικούς δικαστές τους,  παρέχονται μειωμένα εχέγγυα προσωπικής ανεξαρτησίας.

        Με βάση την παραδοχή ότι οι στρατιωτικοί δικαστές (πρέπει να) απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία, ασφαλώς όμοια με αυτή που έχουν όλοι οι λοιποί δικαστές (καθόσον η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία των δικαστών δεν απονέμεται σ’ αυτούς χάριν των ιδίων, αλλά των πολιτών που τίθενται υπό την κρίση τους), ανακύπτει ευθέως η ανάγκη η πολιτεία να ενσκήψει στα θεσμικά προβλήματα της στρατιωτικής δικαιοσύνης, εφαρμόζοντας το Σύνταγμα και εκδίδοντας τον κατά το άρθρο 96 παρ. 5 αυτού προβλεπόμενο νόμο, ώστε να αναβαθμίσει την υπηρεσιακή κατάσταση των μελών της σύμφωνα με όσα αναλυτικά προεκτέθηκαν. Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας, θα μπορούσαν να αναληφθούν και έτερες σημαντικές πρωτοβουλίες, προς την ακόλουθη κατεύθυνση:

        α) Της κατάργησης των σημερινών βαθμών των στρατιωτικών δικαστών, που βρίσκονται σε απόλυτη αντιστοιχία με αυτούς των στρατιωτικών, και της καθιέρωσης δικαστικών βαθμών ανταποκρινόμενων στην πραγματική ύλη των στρατιωτικών δικαστηρίων (πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιου), με παράλληλη καθιέρωση του δικαστικού μισθολογίου με βάση τους βαθμούς αυτούς,

        β) Της χορήγησης στα στρατιωτικά δικαστήρια πλήρους ποινικής ύλης, με κατάργηση όλων των περιπτώσεων εξαίρεσης από τη δικαιοδοτική αρμοδιότητα των στρατιωτικών δικαστηρίων, εκτός από αυτές που αφορούν τη συμμετοχή ιδιωτών και την τέλεση εξακολουθούντος ή διαρκούς εγκλήματος από πρόσωπο, που μέρος της πράξης τέλεσε ως στρατιωτικός και μέρος αυτής τέλεσε ως ιδιώτης, ή όσες με ειδικούς νόμους υπάγονται στα εφετεία. Κατά την άποψή μου τούτο συνιστά κομβικό σημείο για το μέλλον του θεσμού. Ενδεχόμενη προσπάθεια περιορισμού της δικαιοδοτικής αρμοδιότητας με λειτουργικά κριτήρια (πχ διατήρηση αυτής μόνο για τα στρατιωτικά αδικήματα) υπονομεύει τη βιωσιμότητα του θεσμού, τον θέτει στο νομικό περιθώριο, και αποδυναμώνει κάθε επιχείρημα περί της σκοπιμότητας διατήρησής του.

        γ) Της εισαγωγής και αποφοίτησης των παρέδρων της στρατιωτικής δικαιοσύνης από την Εθνική Σχολή Δικαστών,

        Κατά την προσωπική μου άποψη η διατήρηση της ύπαρξης ξεχωριστού σώματος στρατιωτικών δικαστών ως ειδικών δικαστών στο χώρο των ΕΔ, μπορεί ασφαλώς να αμφισβητηθεί με ισχυρά νομικά, κοινωνικά και δικαιοπολιτικά επιχειρήματα. Εφόσον όμως στις συζητήσεις, που κατά καιρούς προκλήθηκαν με αφορμή τις εκάστοτε προτάσεις συνταγματικής αναθεώρησης, αλλά και στην μόλις υλοποιηθείσα τελευταία, δεν τέθηκε μέχρι τώρα θέμα κατάργησης του θεσμού της στρατιωτικής δικαιοσύνης, η πολιτεία έχει υποχρέωση να θωρακίσει την υπηρεσιακή κατάσταση των μελών της, με γνώμονα τη συνταγματική επιταγή της κατοχύρωσης και περαιτέρω διεύρυνσης της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας τους. Οι στρατιωτικοί δικαστές αγαπούν το λειτούργημά τους και συνεχίζουν να ονειρεύονται την πλήρη εξομοίωσή τους με τους συναδέλφους τους της κοινής δικαιοσύνης, σε υλοποίηση της σχετικής συνταγματικής πρόβλεψης. Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα καταδείξει εάν στη σημερινή κρίσιμη καμπή για την επιλογή των περαιτέρω ουσιαστικών ρυθμίσεων, που θα καθορίσουν το μέλλον του θεσμού και των προσώπων, που τον υπηρετούν, οι προσδοκίες τους για θεσμική αναβάθμιση του δικαστικού σώματος των ΕΔ και της υπηρεσιακής τους κατάστασης θα δικαιωθούν, ή τα αυτονόητα θα συνεχίσουν (ως συνήθως) να είναι και ζητούμενα στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα, και θα επιβεβαιωθεί τελικά ο άλλος, μάλλον απαισιόδοξος στίχος του Ελύτη, πάλι από τη Μαρία Νεφέλη, κατά τον οποίο: «Είναι διγαμία να αγαπάς και να ονειρεύεσαι».

*Ο Γεώργιος Δουβλέκας είναι Στρατιωτικός Δικαστής Α΄, διατέλεσε επί σειρά ετών μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Ένωσης Δικαστικών Λειτουργών Στρατιωτικής Δικαιοσύνης και υπηρετεί στο Ναυτοδικείο Πειραιά.

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο Facebook Twitter LinkedIn Email Pinterest
booksandtoys

Δείτε επίσης