Του Κ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Διάλογος για την ΜΙΑ και ΜΟΝΑΔΙΚΗ διαφορά με την Τουρκία, σημαίνει και κυρίως προϋποθέτει, πως η Ελλάδα ΔΙΕΚΔΙΚΕΙ και ΕΠΙΒΑΛΕΙ τον πρωταγωνιστικό της ρόλο σε αυτόν τον διάλογο, ασκώντας ΠΛΗΡΗ και ΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΗ Εθνική κυριαρχία σε όλα τα υπόλοιπα επίπεδα τα οποία επιχειρεί να ενσωματώσει η Τουρκία στην ατζέντα με τις διμερείς διαφορές.
Ειλικρινά δεν αντιλαμβάνομαι τον λόγο για τον οποίο θα πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι ή πολύ περισσότερο να θεωρούμε πως μπορεί να αποτελεί μέρος μιας «επιτυχημένης» εξωτερικής πολιτικής, το γεγονός ότι με απαίτηση των «συμμάχων» μας και με διάχυτη την Ελληνική ανοχή, η πατρίδα μας θα παρακαθίσει σε έναν επιτηρούμενο διάλογο – διαπραγμάτευση με την Τουρκία, μόλις ολοκληρωθεί το κρεσέντο των ακραίων τουρκικών πειρατικών εκβιασμών…
Οι εκβιασμοί άλλωστε δεν μπορεί να επιβραβεύονται στο πλαίσιο της διεθνούς διπλωματίας, πολύ δε περισσότερο δεν είναι δυνατόν να νομιμοποιούνται, ως αποτελεσματικό εργαλείο άσκησης εξωτερικής πολιτικής. Αντιθέτως αυτό που επιβάλλεται είναι να τιμωρούνται, και επιβάλλεται να τιμωρούνται παραδειγματικά, ώστε να μην εκλαμβάνονται από κανέναν επίδοξο εκβιαστή, ως μέθοδος επιβολής τετελεσμένων, ικανοί να ανατρέπουν κανόνες αλλά και τα αυτονόητα στο διεθνές δίκαιο.
Οι «σύμμαχοί» μας – υπερατλαντικοί και μη – όχι μόνο δεν στήριξαν δια της διπλωματικής οδού την Ελλάδα ως προς τα αδιαπραγμάτευτα, τα οποία επ’ ουδενί μπορούν να συμπεριληφθούν στην ατζέντα ενός τέτοιου διαλόγου, αλλά αντιθέτως με τις αλλεπάλληλες αντιφατικές δηλώσεις τους και με την συνολική τους στάση, επιμένουν να προσφέρουν νομιμοποιητικά άλλοθι στον τουρκικό αναθεωρητισμό, μιλώντας πότε για «διαφιλονικούμενα ύδατα» και πότε για «αμφισβητούμενες περιοχές».
Η Ελλάδα από την άλλη μεριά, δια του υπουργείου των Εξωτερικών και με τον πρωθυπουργό της χώρας να πρωταγωνιστεί σε διμερείς συναντήσεις, δεν φρόντισε να καταστήσει σαφές έναντι πάντων, ότι ο επιδιωκόμενος διάλογος δεν πρόκειται να γίνει πλυντήριο ανομιών, και ότι διάλογος που θα αφήνει παράθυρα ανοικτά για αμφισβήτηση δεδομένων που θεμελιώνονται μέσα από διεθνείς συνθήκες, σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται να υπάρξει.
Αντ’ αυτού – και παρά τα επιμέρους βήματα τα οποία παραπέμπουν σε μια περισσότερο δραστήρια (αλλά όχι αυτόματα και ενεργητική) σε σχέση με το παρελθόν διπλωματία – η πατρίδα μας κατά βάση παραμένει προσκολλημένη…
Η επικοινωνιακή διαχείριση που επελέγη αναφορικά με την Ελληνική αντίδραση στην πρόσφατη κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας εντός των ορίων της Ελληνικής Υφαλοκρηπίδας, δεν πρέπει να μας παρασύρει συνολικά σε μια γενικευμένη κοινωνική αυταπάτη.
Από το «υπήρξε αντίδραση» μέχρι το «η αντίδραση που υπήρξε ήταν η ενδεδειγμένη» υπάρχει απόσταση… Υπάρχει θεμελιώδης ποιοτική διαφορά… Και οφείλουμε ως κοινωνία, ΚΑΙ την απόσταση να διανύσουμε, αλλά ΚΑΙ την ποιοτική διαφορά να διακρίνουμε με όρους νηφαλιότητας και εθνικής ευθύνης.
Το κρίσιμο ζήτημα λοιπόν, δεν είναι να αποτιμήσουμε με τρόπο αποσπασματικό το εύρος της αντίδρασης που επιδείχτηκε απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα, αλλά η ανάγκη να αξιολογήσουμε με τρόπο ενιαίο, με διπλωματικοπολιτικούς και επιχειρησιακούς όρους, την αποτελεσματικότητά της, και το εάν τελικά οι Ελληνικές αντιδράσεις υπήρξαν απλώς παρακολούθημα της τουρκικής προκλητικότητας ή μέρος ενός ολοκληρωμένου σχεδίου ικανού να αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού…
Από αυτήν την άποψη, δεν είναι διόλου βέβαιο ότι δικαιολογούνται οι υπέρμετροι πανηγυρισμοί. Πολύ δε περισσότερο που την ώρα του ταμείου, το αποτέλεσμα δεν θα κριθεί στις ανθυπολεπτομέρειες των επιμέρους χειρισμών, αλλά στα πραγματικά δεδομένα που διαμορφώνουν το παζλ της επόμενης μέρας. Τα δεδομένα λοιπόν που διαμορφώνονται, πολύ συνοπτικά έχουν ως εξής:
Όχι μονάχα γιατί στο όνομα της μη σύγκρουσης υποβαθμίσαμε συνειδητά τον βιασμό τους από την τουρκική αλητεία (πότε ισχυριζόμενοι ότι το ερευνητικό το παρέσυραν οι άνεμοι και πότε ότι λόγω θορύβων τα συμπεράσματα των Τούρκων θα ήταν επισφαλή)… Αλλά κυρίως γιατί επί της ουσίας ΔΕΝ τα ασκήσαμε…
Επομένως, ακόμη και αυτές οι ανεμικές διμερείς συμμαχίες, τελούν υπό την διαρκή αίρεση των Ευρωατλαντικών απαιτήσεων, γι αυτό και ΔΕΝ διαθέτουν στρατηγικό βάθος και η πατρίδα μας ΔΕΝ διεκδικεί στρατηγικό ρόλο μέσα σε αυτές.
Έτσι, ο πολυσυζητημένος «διάλογος» γύρω από τον οποίο όλα δείχνουν πως θα παιχτεί η τελευταία πράξη του δράματος, ΔΕΝ επεβλήθη από την χειραφετημένη πατρίδα μας ως εργαλείο επιβεβαίωσης του αναβαθμισμένου ιστορικού και γεωπολιτικού της ρόλου, αλλά της επιβλήθηκε από εχθρούς και συμμάχους, πακέτο με τους όρους του, και η πολιτική ηγεσία του τόπου φαίνεται πως αρκείται σε μια επικοινωνιακή διαχείριση των όρων του συμβιβασμού.
Οι διαβεβαιώσεις πως δήθεν το μοναδικό ζήτημα που παραπέμπεται στον διάλογο είναι η μοναδική διαφορά δηλαδή αυτή της συμφωνίας για την οριοθέτηση ΑΟΖ – Υφαλοκρηπίδας, είναι έωλες και αποπροσανατολιστικές.
Πρόκειται για διαβεβαιώσεις που ροκανίζονται και εντέλει αποδυναμώνονται εν τη γενέσει τους, από την ίδια την πρακτική στην οποία παγιδεύεται η Ελληνική κυβέρνηση. Και ο λόγος είναι απλός…
Δεν μπορεί από την μία μεριά η Ελληνική κυβέρνηση να προσπαθεί να επενδύσει σε μια επίπλαστη εικόνα της δήθεν αποφασισμένης, που διαβεβαιώνει τον λαό της ότι το μοναδικό πράγμα που είναι διατεθειμένη να συζητήσει είναι την ΜΙΑ και ΜΟΝΑΔΙΚΗ διαφορά (Υφαλοκρηπίδα) και την ίδια στιγμή να κλείνει το μάτι στον τούρκικο επεκτατισμό αρνούμενη να ασκήσει ΠΛΗΡΩΣ τα λοιπά κυριαρχικά δικαιώματα που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο και τα συμπεφωνηθέντα.
Εν ολίγοις… διάλογος για την ΜΙΑ και ΜΟΝΑΔΙΚΗ διαφορά με την Τουρκία, σημαίνει και κυρίως προϋποθέτει, πως η Ελλάδα ΔΙΕΚΔΙΚΕΙ και ΕΠΙΒΑΛΕΙ τον πρωταγωνιστικό της ρόλο σε αυτόν τον διάλογο, ασκώντας ΠΛΗΡΗ και ΑΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΗ Εθνική κυριαρχία σε όλα τα υπόλοιπα επίπεδα τα οποία επιχειρεί να ενσωματώσει η Τουρκία στην ατζέντα με τις διμερείς διαφορές.
Χωρίς την άσκηση αυτών των δικαιωμάτων ως αδιαπραγμάτευτο προαπαιτούμενο, κάθε συζήτηση για διάλογο ισοδυναμεί με προάγγελο για καινούριες εθνικές μειοδοσίες…