Υποστηριξε το militaire
Άποψη
11/11/2019 | 06:09 (ενημερώθηκε 4 έτη πριν)
Militaire News

Πιθανά σενάρια στην εξέλιξη της Συριακής κρίσης

Πιθανά σενάρια στην εξέλιξη της Συριακής κρίσης

Γράφει ο Γιάννης  Χουβαρδάς 

Η Τουρκική εισβολή στη β.α. Συρία, η “Κοινή δήλωση” ΗΠΑ-Τουρκίας και το “Μνημόνιο Κατανόησης” Ρωσίας-Τουρκίας, διαμόρφωσαν μία νέα ισορροπία ισχύος στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο που μαίνεται στη Συρία από το 2011. Παράλληλα η έναρξη των εργασιών της Συριακής “Συνταγματικής Επιτροπής (Σ.Ε)” στις εγκαταστάσεις του ΟΗΕ στη Γενεύη της Ελβετίας, υπό την παρουσία του Ειδικού Απεσταλμένου του Οργανισμού στη Συρία, G. Pedersen, δημιούργησε μια νέα πολιτική πραγματικότητα στη χώρα.

Με βάση όσα γνωρίζουμε η Ρωσία είναι ο μεγάλος κερδισμένος των εξελίξεων. Ο υποστηριζόμενος απ’ αυτή Συριακός Αραβικός Στρατός (SAA) του καθεστώτος Assad, εισήλθε στα αστικά κέντρα, Ράκκα, Χασάκα, Καμισλί, αν. του Ευφράτη και σε Τάμπκα, Μανμπίτζ, Τελ-Ριφάτ δυτ. του ποταμού, ενώ αναμένεται να αναλάβει την κυριότητα της Τουρκοσυριακής μεθορίου (κυριαρχεί σε μέρος της) σε βάθος 30 km αν. του Ευφράτη. Εξαίρεση θα αποτέσει το πεδίο όπου βασικά εξελίχθηκε η επιχείρηση “Operation Peace Spring (OPS)” (περίπου 110 km μήκος 30 km βάθος), η οποία αναγνωρίζεται ως Τουρκική “Ζώνη Ασφαλείας”, αλλά και τα πρώτα 7 km Συριακού εδάφους στην Τουρκοσυριακή μεθόριο (εκτός του Καμισλί), όπου θα διεξάγονται Ρωσοτουρκικές περιπολίες. Έτσι η Ρωσία αποκτά στρατιωτική παρουσία και πολιτική επιρροή και στις Κουρδικές περιοχές.

Πρόσθετα η Μόσχα αναμένει τη μείωση της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στη β.α. Συρία. Η Αμερικανική διοίκηση κατά την έναρξη της OPS εξήγγειλε την απομάκρυνση του συνόλου των στρατευμάτων της από την περιοχή, προχωρώντας στην απόσυρση τους από την Τουρκοσυριακή μεθόριο. Ωστόσο αργότερα ανασκεύασε, δηλώνοντας ότι θα διατηρήσει στρατεύματα, ώστε μαζί με τις “Συριακές Δημοκρατικές δυνάμεις (SDF)” [με κορμό το Κουρδικό “Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης” (PYD) και στρατιωτικό βραχίονα τις “Μονάδες Λαϊκής Προστασίας (YPG)”], να προστατεύσουν τις πετρελαιοπηγές στην Ντερ -Ες Ζορ. Παράλληλα μέρος των στρατευμάτων της παραμένει στη μεθόριο αν. του Καμισλί.

Επίσης η Ρωσία πετυχαίνει την εμβάθυνση της συνεργασίας της με την Τουρκία στη Συρία, η οποία πέρα από το Ιντλίμπ επεκτείνεται στα αν. του Ευφράτη, ενώ οι δυο τους και μαζί με το Ιράν στηρίζουν τη Σ.Ε. Αυτή η εξέλιξη μπορεί να αξιοποιηθεί συνολικότερα από τη Μόσχα, ως εργαλείο για τη συνεχή διατάραξη της συνοχής του ΝΑΤΟ, δεδομένου ότι η Τουρκία παραμένει μέλος της συμμαχίας, το οποίο μάλιστα η τελευταία, δε θέλει να χάσει.

Επιπλέον το Κρεμλίνο κατορθώνει να διευρύνει την επιρροή του επί των PYD/YPG. Αφενός γιατί λειτούργησε ως διαμεσολαβητής στην επίτευξη της συμφωνίας τους με τον Assad, χάρη στην οποία ο SAA εισήλθε στη β.α Συρία και διέκοψε την προέλαση του υποστηριζόμενου από την Τουρκία αντικαθεστωτικού “Εθνικού Συριακού Στρατού (SNA)”. Αφετέρου γιατί χάριν στο “μνημόνιο κατανόησης” του Σότσι κατέστη de facto εγγυητής της ασφάλειας των Κουρδικών πληθυσμών απέναντι στις “Τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις (TAF)” και τον SNA. Τα συγκεκριμένα γεγονότα δύσκολα μπορούν να αγνοηθούν από PYD & YPG, στις διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό του status των Κουρδικών περιοχών, δεδομένης και της στάσης των ΗΠΑ (βασικός τους σύμμαχος) στην OPS.

Παράλληλα η λειτουργία της Σ.Ε, της νέας και μοναδικής σε εξέλιξη πολιτικής διαδικασίας για τον τερματισμό της Συριακής σύγκρουσης, η οποία υφίσταται στα πλαίσια του “μηχανισμού Αστάνα-Σότσι”, επιτρέπει στη Μόσχα να αισιοδοξεί για τη γρήγορη και οριστική διευθέτηση του Συριακού ζητήματος. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η Ρωσία θα κεφαλαιοποιήσει τα κέρδη της “επένδυσης” της στη Συριακή σύγκρουση, εξαιτίας του συσχετισμού που έχει διαμορφωθεί στο έδαφος, αλλά και των καλών της σχέσεων με Τουρκία & Ιράν, ενώ θα μειωθεί το κόστος της στρατιωτικής της παρουσίας στη Σύρια.

Τέλος η Ρωσία αναβαθμίζει τη θέση της στη Μ. Ανατολή, κατορθώνοντας, οι περιφερειακές δυνάμεις και τα λιγότερο ισχυρά κράτη της περιοχής, να λαμβάνουν πολύ πιο σοβαρά υπόψιν τα συμφέροντα της. Στο παραπάνω γεγονός συνέβαλλε η απόφαση των ΗΠΑ, να επιτρέψουν τη διεξαγωγή της OPS εναντίον των συμμάχων τους SDF, σε αντίθεση με το Κρεμλίνο, το οποίο εμφανίζεται ως σταθερός προστάτης του Συριακού καθεστώτος. Να σημειωθεί ότι δεν είναι η πρώτη φορά που οι ΗΠΑ δυσαρεστούν συμμάχους τα τελευτά χρόνια. Το Ισραήλ, η Αίγυπτος, οι μοναρχίες του Περσικού Κόλπου και η Τουρκία, αντιμετώπισαν με οργή την πολιτική του Προέδρου Obama στην περιοχή, με την Αίγυπτο και ιδιαίτερα την Τουρκία να αμφισβητούν τις προθέσεις των ΗΠΑ και επί προεδρίας Trump.       

Ωστόσο για να κλίσει το κεφάλαιο της Συρίας, η Ρωσία πρέπει να συμβιβάσει ως ένα βαθμό τα αντιτιθέμενα συμφέροντα Τουρκίας-Συρίας, Τουρκίας-PYD, Συρίας-PYD, Συρίας-SNA και να μετριάσει τις ανησυχίες του Ισραήλ και του Βασιλείου της Σαουδικής Αραβίας (ΒΣΑ), όσον αφορά τα κέρδη του Ιράν, χωρίς ωστόσο να δυσαρεστήσει το τελευταίο. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η συνέχιση, πόσο μάλλον η ισχυροποίηση, της Αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας στη Συρία, θα καταστεί δύσκολη υπόθεση, καθώς, απουσία του απαραίτητου βαθμού περιφερειακής αντιπαράθεσης-έντασης, η παρουσία των ΗΠΑ θα μπορούσε να κριθεί απ’ τα παραπάνω μέρη περισσότερο ως αποσταθεροποιητική. Ταυτόχρονα θα ισχυροποιούσε εκείνα τα κέντρα στο εσωτερικό των ΗΠΑ, όπως ο Πρόεδρος Trump, τα οποία επιθυμούν μεγαλύτερη στρατιωτική απεμπλοκή των ΗΠΑ, από τη Μ. Ανατολή. Εφόσον οι ΗΠΑ αποχωρούσαν από τη χώρα, στο φόντο ενός μερικού συμβιβασμού με εγγυητή τη Μόσχα ανάμεσα στις ενδοσυριακές (Assad-PYD-SNA) και περιφερειακές (Τουρκία-ΒΣΑ-Ιράν-Ισραήλ) συνιστώσες της Συριακής σύγκρουσης, τότε η τελευταία θα μπορούσε να ολοκληρώσει τη νίκης της στη Συρία.

Σε αυτά τα πλαίσια ορισμένα αιτήματα των αντικαθεστωτικών/SNA στις εργασίες της Σ.Ε αναμένεται να τύχουν της αποδοχής του Κρεμλίνου. Άλλωστε εκπρόσωποι αυτών στη Σ.Ε, η οποία είναι επιφορτισμένη με την τροποποίηση του υπάρχοντος  συντάγματος, προτού αυτό τεθεί σε δημοψήφισμα για να πάρει την έγκριση του λαού, έσπευσαν να δηλώσουν ότι το 70% αυτού, θα μπορούσε να διατηρηθεί. Ταυτόχρονα, όπως λένε, εστιάζουν στην ανάγκη τροποποίησης εκείνων των διατάξεων που επιβάλουν τον έλεγχο του Προέδρου πάνω στο στρατό, τα νομοθετικά σώματα, την κυβέρνηση, τα σώματα ασφαλείας, το δικαστικό σώμα κ.α. Αντίστοιχα θα μπορούσαν να υποστηριχθούν και ορισμένα από τα αιτήματα του PYD, το οποίο σημειωτέων δεν εκπροσωπείται στη Σ.Ε και το οποίο διεκδικεί την αυτονομία της “Rojava”-της περιοχής που ελέγχουν οι SDF, στα πλαίσια μιας ομοσπονδιακής Συρίας. Συνεπώς η Μόσχα δεν αποκλείεται να πιέσει το καθεστώς, το οποίο εστιάζει στη διατήρηση του Αραβικού χαρακτήρα της χώρας και του συγκεντρωτικού τρόπου διακυβέρνησης, προκειμένου να υπάρξει συμβιβασμός.

Ωστόσο η Ρωσία δύσκολα θα ρισκάρει την κυριαρχία του καθεστώτος, η οποία κρίθηκε στο πεδίο της μάχης και διά της οποίας η Μόσχα διασφαλίζει τον έλεγχο της Συριακής επικράτειας. Αντίστοιχα θα προτιμούσε να μην υποσκάψει την εδαφική ακεραιότητα και την πολιτική ενότητα της Συρίας, για την οποία δεσμεύτηκε, τόσο στο κείμενο της τριμερούς “Συνάντησης της Άγκυρας” με την Τουρκία και το Ιράν, όσο και στο  “μνημόνιο κατανόησης” με την Τουρκία. Ως εκ τούτου, ενώ κάποια αποκέντρωση στο σύστημα διακυβέρνησης της Συρίας, στο οποίο οι Κούρδοι θα κατοχύρωναν διευρυμένη αυτοδιοίκηση, θα μπορούσε να προσφερθεί στους αντικαθεστωτικούς/SNA και στο PYD, αυτή δύσκολα θα έφτανε σε επίπεδα, όπου οι Κούρδοι θα αποκτούσαν πλήρη αυτονομία.

Άλλωστε στο ενδεχόμενο πλήρους Κουρδικής αυτονομίας θα προκαλούνταν η έντονη αντίδραση της Τουρκίας (οργή), του Ιράν και του Ιράκ (υπάρχει αυτόνομο Κουρδιστάν, του οποίου η ηγεσία το 2017 προέβη σε αποτυχημένο δημοψήφισμα για ανεξαρτησία), χώρες με συμπαγείς και γειτονεύοντες Κουρδικούς πληθυσμούς. Μάλιστα η ρήξη στις σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας θα συντελούνταν σε μία περίοδο όπου η Τουρκία αναγνωρίζεται, τόσο από τις ΗΠΑ, όσο και από τη Ρωσία, ως χώρα με την οποία δεσμεύονται στην από κοινού προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητας και της πολιτικής ενότητας της Συρίας (“κοινή δήλωση”, “μνημόνιο κατανόησης”), ενώ η Μόσχα φιλοδοξεί να «αγκαλιάσει» συνολικά την Άγκυρα, προκειμένου να δημιουργήσει νέα προβλήματα στη “Δύση” (Βαλκάνια κ.α).

Συνακόλουθα δεν πρέπει να ξαφνιστούμε αν το Κρεμλίνο τελικώς αποδεχτεί, ότι σε ορισμένες περιοχές της βόρεια Συρίας, ο SAA είτε δε θα εισέλθει, είτε η δράση του θα περιορίζεται σημαντικά από την παρουσία Ρωσικών, ίσως και Τουρκικών στρατιωτικών δυνάμεων-βάσεων. Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Τουρκία στα πλαίσια του “Μηχανισμού Αστάνα-Σότσι” έχει αναγνωριστεί από τη Ρωσία ως “προστάτης” των αντικαθεστωτικών ομάδων που εδρεύουν στην επαρχία Ιντλίμπ. Στην τελευταία και στις υπό Τουρκική κατοχή περιοχές του Αφρίν και της Αλ-Μπάμπ υπολογίζεται ότι ζούνε 3 έως 5 εκατομμύρια άνθρωποι, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους μετείχαν ή προέρχονται από οικογένειες που ενεπλάκησαν στη δράση αντικαθεστωτικών ομάδων. Συνεπώς αυτοί οι πληθυσμοί, δύσκολα θα εμπιστευτούν τη ζωή τους στη “συμφιλιωτική” διάθεση του καθεστώτος και ιδιαίτερα των παραστρατιωτικών του ομάδων. Στο ενδεχόμενο επιστροφής των περιοχών αυτών στην αποκλειστική κυριότητα της Δαμασκού, πιθανότατα θα επιλέξουν το δρόμο της προσφυγιάς, κάτι που θα προκαλέσει δυσαρέσκεια μεταξύ άλλων και στις Βρυξέλλες. Αντίθετα η ύπαρξη «τέτοιου είδους» περιοχών θα διευκόλυνε την τοποθέτηση, ίσως και εκατομμυρίων Σύριων προσφύγων, την οποία επίσης δεσμεύεται να διευκολύνει από κοινού με την Τουρκία η Ρωσία (“μνημόνιο κατανόησης”), προς ανακούφιση της ΕΕ. Τέλος αυτές οι περιοχές, παρότι θα στερούσαν από το καθεστώς την πλήρη ανάκτηση της εδαφικής του κυριαρχίας, εντούτοις θα το απάλλασσαν απ’ όλο ή μέρους του κόστους συντήρησης ενός μεγάλου πληθυσμού, τον οποίο θεωρεί “ύποπτο” ή “εχθρικό” και το οποίο γνωρίζει ότι δε μπορεί να ενσωματώσει, ούτε όμως να εξοντώσει ή να εξαναγκάσει σε προσφυγιά.    

Παράλληλα στα πλαίσια της προσπάθειας της να αποσπάσει τη συναίνεση ή την ανοχή του Ισραήλ και του ΒΣΑ στις ενέργειες της στη Συρία, η Ρωσία ασκεί πιέσεις και προς την πλευρά του Ιράν. Να σημειωθεί ότι το ΒΣΑ ασκεί επίσης ορισμένη επιρροή στην προσκείμενη στους αντικαθεστωτικούς πτέρυγα της Σ.Ε. Έτσι η Μόσχα φαίνεται ότι έχει έλθει σε συμφωνία με την Τεχεράνη, ώστε η τελευταία να μην αναπτύσσει τις παραστρατιωτικές της ομάδες κοντά στα κατεχόμενα από το Ισραήλ υψίπεδα του Γκολάν. Ταυτόχρονα η αποσταθεροποίηση του Ιράκ και του Λιβάνου, δύο φιλοιρανικών τα τελευταία χρόνια κρατών, εξαιτίας λαϊκών κινητοποιήσεων, αλλά και οι σκληρότατες κυρώσεις που επέβαλαν οι ΗΠΑ στην Ιρανική οικονομία, περιορίζουν τις δυνατότητες ελιγμού της Τεχεράνης απέναντι στη «φίλη» Μόσχα. Την ίδια ώρα η Ρωσία επιτρέπει στο Ισραήλ να βομβαρδίζει Ιρανικούς στόχους ή δυνάμεις της Χεσμπολάχ στην επικράτεια της Συρίας, αν κρίνει ότι το επιτάσσει η «εθνική του ασφάλεια», ενώ οι επαφές σε επίπεδο κορυφής Μόσχας-Τελ-Αβίβ είναι τακτικές. Τέλος η Ρωσία πολλαπλασιάζει τις διμερείς συνεννοήσεις και συμφωνίες με το ΒΣΑ, όπως αποτυπώθηκε και στο πρόσφατο ταξίδι του Προέδρου Putin στο Ριάντ.

Από την άλλη μεριά οι ΗΠΑ συνεχίζουν να παρουσιάζουν μια ευμετάβλητη και πολλές φορές αντιφατική πολιτική στη Συριακή κρίση. Τα χαρακτηριστικά αυτής σχετίζονται με τη δυσκολία της Ουάσιγκτον να διαχειριστεί τα αντιτιθέμενα συμφέροντα των συμμάχων της, καθώς προσπαθεί να τους συσπειρώσει πλάι της στον ανταγωνισμό της με τη Ρωσία, την Κίνα και το Ιράν. Επίσης αφορούν την πολιτική διαμάχη στο εσωτερικό των ΗΠΑ σχετικά με την επιλογή εκείνης της στρατηγικής στην εξωτερικής τους πολιτική, η οποία θα εκφράσει με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του Αμερικανικού καπιταλισμού και η οποία διεξάγεται μέσα και ανάμεσα στα διάφορα τμήματα του Αμερικανικού κεφαλαίου και τα διάφορα κέντρα άσκησης εξουσίας και διαμόρφωσης πολιτικής σκέψης.

Ξεχωρίζουν οι απόψεις που ζητούν την εφαρμογή “απομονωτικής” εξωτερικής πολιτικής, ώστε οι ΗΠΑ να παρεμβαίνουν μόνο σε ζητήματα που τους επηρεάζουν άμεσα, οι οποίες εμφανίζουν αυξημένη δυναμική. Παράλληλα υπάρχουν αυτές που τάσσονται υπέρ της επανιεράρχησης των προτεραιοτήτων, της αποτελεσματικότερης χρήσης των συμμαχιών, της αναδιάταξης των συντελεστών της Αμερικανικής ισχύος και της πιο λελογισμένης χρήσης τους, στα πλαίσια διεκδίκησης της διατήρησης της πρωτοκαθεδρίας των ΗΠΑ στην Ιμπεριαλιστική πυραμίδα. Οι συγκεκριμένες απόψεις είναι κυρίαρχες εδώ και περίπου μία δεκαετία, ωστόσο στο εσωτερικό τους υπάρχουν έντονες διαφωνίες ως προς τον τρόπο υλοποίησης τους. Π.χ. Αν είναι προτιμητέες οι διμερής συμφωνίες απ’ ότι οι υπερκρατικοί ή ακόμα και οι διακρατικοί οργανισμοί, ποια θα είναι η στάση των ΗΠΑ απέναντι στη Ρωσία, το Ιράν, την Τουρκία κ.α. Επιπλέον υπάρχουν οι απόψεις που θεωρούν ότι πρέπει να επανεπιβεβαιωθεί η Αμερικανική πλανητική ηγεμονία μέσω της άσκησης “επεκτατικής” και επιθετικότερης πολιτικής, οι οποίες διατηρούν σημαντική επιρροή. Τέλος στην αντιπαράθεση παρεμβαίνουν και μεμονωμένα υποκείμενα ή ομάδες τους (επιχειρηματίες, εταιρικά σχήματα, πολιτικοί, αξιωματούχοι, γραφειοκρατίες κ.α), τα οποία αξιοποιούν την ισχύ τους, προκειμένου να αποσπάσουν πολιτικές αποφάσεις για άμεσο και ιδίων όφελος.

Με αυτά τα δεδομένα τίποτα δε μπορεί να θεωρείται δεδομένο στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Όσον αφορά τη Συρία οι Αμερικάνοι ενδέχεται να καταλήξουν στην επιλογή της απεμπλοκής. Σε αυτό το ενδεχόμενο θα διευκολυνόταν η γενικότερη προσέγγιση της Ρωσίας, αλλά και η γενικότερη αναθέρμανση των Αμερικανοτουρκικών σχέσεων, καθώς, πέραν της οριστικής “παράδοσης” των SDF/PYD στην “κυριότητα” της Ρωσίας και του Assad,  θα αποδυναμωνόταν και η διαπραγματευτική θέση της Τουρκίας στη σχέση της με τη Ρωσία, ωθώντας την προς τις ΗΠΑ. Αυτό θα μπορούσε να υλοποιηθεί άτακτα, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του Ισραήλ και του ΒΣΑ και πλήττοντας πρόσθετα το κύρος και την αξιοπιστία των ΗΠΑ στους συμμάχους τους. Θα μπορούσε όμως και να υλοποιηθεί αργά και σχεδιασμένα, ίσως και με τη διατήρηση ορισμένων δυνάμεων, στα πλαίσια ενός συμβιβασμού με τη Ρωσία, στον οποίο οι ΗΠΑ θα εξασφάλιζαν ορισμένες εγγυήσεις σε σχέση με το Ιράν, αλλά και ορισμένη επιρροή στη μεταπολεμική Συρία, μέσω μιας διευρυμένης Κουρδικής αυτοδιοίκησης. Στη δεύτερη περίπτωση η γενικότερη προσέγγιση της Ρωσίας θα γινόταν δυσκολότερη, ενώ τα σύννεφα θα παρέμεναν στις Αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Επίσης οι ΗΠΑ ενδέχεται να μην πάρουν κάποια πρωτοβουλία, είτε στη λογική βλέποντας και κάνοντας, είτε από παραλυσία λόγω της εσωτερικής τους διαμάχης. Σε αυτή την περίπτωση η Ρωσία μπορεί να εκμεταλλευτεί την αδράνεια των ΗΠΑ, προκειμένου να οδηγήσει σε συμβιβασμό τις αντιτιθέμενες δυνάμεις στη Συρία, δυσχεραίνοντας πρόσθετα τις Αμερικανικές θέσεις και τελικά εξαναγκάζοντας τους σε σχεδιασμένη ή άτακτη απεμπλοκή.

Εφόσον οι ΗΠΑ οδηγηθούν στην απεμπλοκή τους από τη Συρία, άτακτα ή σχεδιασμένα, το ενδεχόμενο τερματισμού της Συριακής σύγκρουσης αποκτά ρεαλιστικές προοπτικές, επιτρέποντας στη Ρωσία, την Τουρκία και το Ιράν να κεφαλαιοποιήσουν σημαντικά οφέλη. Συνακόλουθα η γραμμή της σκληρής αντιπαράθεσης μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην Ευρασία, θα μεταφερθεί νότια προς τον Περσικό Κόλπο και την Αραβική χερσόνησο και Δυτικά προς την αν. Μεσόγειο, τα Βαλκάνια, την Ουκρανία.

Ωστόσο υπάρχει και το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να επιλέξουν την ανατροπή της διαμορφωθείσας ισορροπίας ισχύος στη Συρία προς δικό τους όφελος και εις βάρος της Ρωσίας, του Ιράν και του Assad, εργαλειοποιώντας τις αυτονομιστικές διαθέσεις των SDF/PYD και τις πετρελαιοπηγές αν. του Ευφράτη. Τότε μία νέα ανάφλεξη στη Μ. Ανατολή είναι πολύ πιθανή, καθώς αυτή τους η κίνηση θα συναντούσε την εχθρότητα της Ρωσίας και την οργή της Τουρκίας και του Ιράν, σπρώχνοντας τους σε στενότερη συνεργασία.

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο Facebook Twitter LinkedIn Email Pinterest
booksandtoys

Δείτε επίσης