Υποστηριξε το militaire
Άποψη
08/03/2018 | 06:00 (ενημερώθηκε 6 έτη πριν)
Militaire News

Πεσόντες Έπους 1940: ‹‹Η αλήθεια επιτρέπει στους νεκρούς να ακουστούν››

Πεσόντες Έπους 1940: ‹‹Η αλήθεια επιτρέπει στους νεκρούς να ακουστούν››

Του Κωνσταντίνου Δ. Δ. Καλαμπόκα 

Προέδρου του Ινστιτούτου Διεθνούς Ανάπτυξης Εν Ηπείρω 

Έφεδρου Ταγματάρχη Πεζικού

   

Το κείμενο που αναπτύσσεται εδώ αφορά την προσωπική οπτική και τη συνακόλουθη στάση μας, απέναντι στο ζωτικής σημασίας θέμα που αναδείχθηκε με την πρωτοβουλία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας και το οποίο σχετίζεται με την αναζήτηση, την εκταφή και τον προσδιορισμό της ταυτότητας των Ελλήνων Πεσόντων Στρατιωτικών σε Πολεμικές Επιχειρήσεις στην Αλβανία κατά τη διάρκεια του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου του 1940-41 και την κατασκευή κοιμητηρίων στο έδαφος της Δημοκρατίας της Αλβανίας για τον ενταφιασμό τους.

        Η τελική Συμφωνία με την Αλβανική Κυβέρνηση που επιτεύχθηκε και έχει αρχίσει να υλοποιείται, κρίνεται ως ιδιαίτερα σημαντική, γιατί αποκαθιστά, αφενός ένα σημαίνον ζήτημα υψηλής ηθικής τάξεως και αφετέρου την ίδια την ιστορική μνήμη που ζητά τη δικαίωσή της μέσα στα όρια της εθνικής μας συνείδησης. Πρόκειται για μια ιστορικής σημασίας απόφαση και πράξη της ελληνικής πολιτείας, που αποσκοπεί στο να εξάρει το ανθρωπιστικό πνεύμα και τον αλτρουισμό της θυσίας χιλιάδων στρατιωτών –που αγωνίστηκαν για την ελευθερία και έχασαν τη ζωή τους στα βουνά της Βορείου Ηπείρου κατά τη διάρκεια του Β′ Παγκοσμίου Πολέμου- όπως επίσης και να αποδώσει τη δέουσα τιμή στη μνήμη και στο ηθικό περιεχόμενο της συνεισφοράς τους στον καθολικό αγώνα για την εθνική αυτοδιάθεση και την ελευθερία. Συνιστά το επιστέγασμα μιας προσπάθειας που έχει ξεκινήσει ήδη από το 1997 και η οποία, μέσω της επιδιωκόμενης Συμφωνίας, αξιώνει μια δίκαιη και ουσιαστική αποκατάσταση της ιστορικής μνήμης των Ελλήνων Πεσόντων Στρατιωτικών του Ελληνοιταλικού Πολέμου στο Αλβανικό έδαφος, ακολουθώντας μια μακρόχρονη επιθυμία τόσο του Ελληνικού Κράτους όσο και των Ελλήνων πολιτών. 

        Η Συμφωνία αυτή λοιπόν, δεν είναι παρά μόνο η αρχή της υποχρέωσης της πατρίδας μας για μια αποκατάσταση ηθικού και ανθρωπιστικού περιεχομένου, που εκπληρώνει το χρέος της απέναντι στο ζήτημα της έρευνας, του εντοπισμού και της περισυλλογής των νεκρών στρατιωτικών και την αξίωση για το νόμιμο ενταφιασμό τους. Οι πρώτες προσπάθειες σχετικά με τη διαχείριση αυτής της κρίσιμης εκκρεμότητας χρονολογούνται από το 1977-78, χωρίς όμως να κατορθώσουν να επιφέρουν κάποιο αποτέλεσμα, λόγω της αρνητικής εκείνη την περίοδο στάσης του Αλβανικού Υπουργείου Εξωτερικών. Ωστόσο, το Μάρτιο του 1998, με τη συνδρομή της χρηματοδότησης του Γ.Ε.ΕΘ.Α, ιδρύθηκε ο αλβανικός σύλλογος ‹‹Οι Πεσόντες››, με σκοπό την ανεύρεση τάφων και οστών των Πεσόντων Ελλήνων Στρατιωτικών του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου.

        Το Νοέμβριο του 1998, μετά την άτυπη προφορική συμφωνία των δύο Υπουργών Άμυνας, άρχισε η εκταφή των οστών των Πεσόντων και η μεταφορά τους σε στρατιωτικά νοσοκομεία και εκκλησίες. Την περίοδο αυτή, η Αρχιεπισκοπή ξεκίνησε την κατασκευή νεκροταφείων στους Βουλιαράτες και την Κλεισούρα και σε χώρους που είχαν παραχωρηθεί γι αυτό το σκοπό. Το 2005, μετά από απόφαση της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Άμυνας, διατέθηκαν οι απαραίτητες πιστώσεις ύψους 1.000.000 € από το Γ.Ε.ΕΘ.Α., για την απρόσκοπτη και ταχεία ολοκλήρωση της κατασκευής των κοιμητηρίων στις περιοχές αυτές. Στις αρχές της ίδιας χρονιάς, το Υπουργείο Εξωτερικών έθεσε το θέμα της συμφωνίας για τη διεύρυνση και μεθόδευση των ενεργειών στον τότε Πρωθυπουργό της Αλβανίας Φάτος Νάνο, ο οποίος συμφώνησε, οπότε και ξεκίνησε η εν εξελίξει προσπάθεια για την κύρωση και υπογραφή αυτής της αμοιβαίας συμφωνίας μεταξύ των δύο πλευρών.

        Στην πορεία των σχετικών και αναγκαίων διακανονισμών, το Αλβανικό Υπουργείο Άμυνας αντιπρότεινε μια σειρά τροποποιήσεων. Κατά την εξέλιξη των σχετικών διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση του κειμένου μιας συμφωνίας κοινής αποδοχής, που πραγματοποιήθηκαν στα Τίρανα στις 12 και 13 Απριλίου του 2006 με τη συμμετοχή επιτροπών εμπειρογνωμόνων από τα Υπουργεία Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών των δύο πλευρών, η ελληνική αντιπροσωπεία έκανε δεκτές τις περισσότερες από τις προτάσεις της αλβανικής πλευράς, εμμένοντας όμως στη θέση της για την ανάγκη κατασκευής τριών κοιμητηρίων και την ανέγερσή τους σε χώρους που θα διέθετε η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας. Οι αντιρρήσεις που εμφανίστηκαν από τη μεριά της Αλβανικής Κυβέρνησης, αφορούσαν στην οικοδόμηση δύο μόνο κοιμητηρίων αντί τριών που είχε ζητήσει η ελληνική αντιπροσωπεία, και στη διάθεση των χώρων κατασκευής τους, όχι από την  Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας όπως είχε συζητηθεί αρχικά, αλλά από το αλβανικό κράτος σε περιοχές που θα απαλλοτρίωνε ειδικά για το σκοπό αυτό. Αυτή η αμετακίνητη στάση της αλβανικής πλευράς είχε ως αποτέλεσμα την αναβολή της προγραμματισμένης για τις αρχές Μαΐου του 2006 επίσκεψης του Υπουργού Εθνικής Άμυνας στα Τίρανα. Παρά την αρνητικότητα αυτών των θέσεων και την ψυχρή επιφυλακτικότητα απέναντι στα ελληνικά αιτήματα, η ελληνική πλευρά προσπάθησε να διατηρήσει μια μετριοπαθή διπλωματική πολιτική. 

        Κατά τη συνάντησή τους στα Τίρανα το Φεβρουάριο του 2009, οι δυο πλευρές κατέληξαν στην υπογραφή μιας Συμφωνίας Συνεργασίας, που προέβλεπε την κατασκευή δύο κοιμητηρίων στις περιοχές Βουλιαράτες και Κλεισούρα. Οι όροι της συμφωνίας απέκλεισαν οποιαδήποτε συμμετοχή της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Αλβανίας στη διαχείριση του ζητήματος και παραχωρούσαν σε κοινή επιτροπή εμπειρογνωμόνων, τις απαιτούμενες αρμοδιότητες για τη εκτέλεση όλων των φάσεων της διεργασίας που περιελάμβανε την έρευνα, τον εντοπισμό, την εκταφή, τον εντοπισμό της ταυτότητας και τον ενταφιασμό των Ελλήνων Πεσόντων Στρατιωτικών. Προβλεπόταν επίσης η τέλεση σχετικής συμβολικής εορτής ανήμερα της 28ης Οκτωβρίου. Παρά τις αντιπροτάσεις και τις αντιθετικές τροποποιήσεις που παρουσίασε η αλβανική πλευρά, το Ελληνικό Κράτος έχει χρέος να καταβάλλει όλες τις απαραίτητες προσπάθειες, για να βελτιώσει το επίπεδο των διαπραγματεύσεων και να αποκαταστήσει τη δίκαιη φύση των διεκδικήσεων που εγείρει κατά έναν απολύτως νόμιμο τρόπο. Είναι μια παλιά και βαρυσήμαντη υποχρέωση της Ελληνικής Πολιτείας έναντι των Πεσόντων του Βορειοηπειρωτικού Έπους και η ίδια θέλει να πιστεύει πως σταδιακά θα καταφέρει να την εκπληρώσει, κάνοντας αρχή από αυτή τη συμφωνία, η οποία, έστω και μέσω δυσκολιών, τελικά επιτεύχθηκε σε διπλωματικό επίπεδο με το Αλβανικό Κράτος.

        Οφείλουμε να ομολογήσουμε πως υπήρξαν διακυμάνσεις στην πορεία των διπλωματικών μας επαφών,  που δυσκόλεψαν την ομαλή έκβαση των συνομιλιών γύρω από αυτή τη συμφωνία. Παρά την επίσημη άρση του εμπολέμου με τη γειτονική χώρα το 1987 με απόφαση του τότε Ελληνικού Υπουργικού Συμβουλίου και την συνακόλουθη εξομάλυνση των σχέσεών μας, εμφανιζόταν έκτοτε μια δυσκολία στο θέμα της αποδοχής των στοιχειωδών αιτημάτων της Ελλάδας. Αυτή ήταν συνδεδεμένη με τη δυσπιστία και την επιφυλακτικότητα που διέκριναν τη γείτονα χώρα, και οι οποίες είχαν προκληθεί από ένα είδος πολιτικής εκμετάλλευσης και πολιτικής προπαγάνδας που κυριάρχησαν κατά διαστήματα στο εσωτερικό της. Υπήρξε από μέρους της μια εσφαλμένη αντίληψη, που διαστρέβλωνε το νόημα της καθαρότητας και της νομιμότητας αυτών των διεκδικήσεων. Δημιουργήθηκε έτσι μια παρατεταμένη δυσκολία ως προς την αποδοχή του στοιχειώδους ανθρωπιστικού αιτήματος για την κατασκευή των κοιμητηρίων, αφού συνδέθηκε με μια άστοχη και αβάσιμη ανησυχία για πιθανές εθνικιστικές επιδιώξεις από μέρους του Ελληνικού κράτους. 

        Πέρα από τη νομιμοποίηση και επέκταση των δύο στρατιωτικών κοιμητηρίων που ήδη υπάρχουν στις περιοχές Κλεισούρα και Βουλιαράτες, είναι απαραίτητο να ληφθεί σοβαρά υπόψη η ανάγκη της κατασκευής περισσότερων, ώστε να διευκολυνθεί ο ενταφιασμός του μεγάλου αριθμού των Πεσόντων που υπάρχουν. Διέξοδο σε αυτό το πολύ λεπτό ζήτημα της συλλογικής χωροθέτησης, θα προσέφερε και η ευγενής παραχώρηση από την Αλβανική Κυβέρνηση διαθέσιμων εδαφικών της εκτάσεων προς ενίσχυση αυτού του σκοπού. Τα τελευταία χρόνια, υπήρξε μια εντατικοποίηση των προσπαθειών από τα Υπουργεία Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών της χώρας μας για αύξηση των κοιμητηρίων, αλλά στο μήκος των διαβουλεύσεων υπήρξαν συχνές διακυμάνσεις, με αποτέλεσμα να μην έχουμε καταλήξει ακόμη σε έναν ακριβή αριθμό τους. Ελπίζουμε, πως με την καλή βούληση της γειτονικής χώρας, το κρίσιμο αυτό ζήτημα θα κινηθεί προοδευτικά προς την κατεύθυνση  της επίλυσής του. 

        Έχει επίσης ιδιαίτερη σημασία να τονιστεί η ανάγκη αξιοποίησης των σύγχρονων επιστημονικών μεθόδων του DNA για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των Ελλήνων Πεσόντων. Είναι μια διαδικασία που πρέπει να ενεργοποιηθεί άμεσα, γιατί θα απαιτήσει δεκαετίες ώσπου να ολοκληρωθεί μια πλήρης εξακρίβωση, λόγω του γεγονότος ότι οι γονείς τους έχουν πλέον χαθεί και δεν είναι διαθέσιμο το γενετικό υλικό που θα βοηθούσε στην ταυτοποίηση του DNA.

         Από την πλευρά μας, θεωρούμε πως είναι άκρως απαραίτητη η έναρξη της επιστημονικής συνεργασίας με το περίφημο Ινστιτούτου Γενετικής που εδρεύει στην Κύπρο και με το οποίο το Γενικό Επιτελείο Στρατού έχει έως τώρα συνεργαστεί αποδοτικά στο θέμα της ταυτοποίησης ενός μεγάλου αριθμού από τους πεσόντες των γεγονότων του καλοκαιριού του 1974 στη Μεγαλόνησο. Η ΔΥΓ/ΓΕΣ που έχει αναλάβει την ευθύνη γι αυτή τη συνεργασία πρόκειται να διευρυνθεί και η επίσπευση της οργάνωσης, μεθόδευσης και συστηματοποίησης των αντίστοιχων εργασιών αποτελεί τη μοναδική εγγύηση για την επίτευξη των επιθυμητών στόχων.

        Με την τακτοποίηση και τη νομιμοποίηση που επιδιώκουμε στο πλαίσιο της διαχείρισης και επίλυσης των καίριων αυτών ζητημάτων, στοχεύουμε στο να δημιουργήσουμε ένα καθεστώς νομιμότητας και συνεργασίας με την Αλβανία στο θέμα της αποκαταστάσεως που, ομολογουμένως, έχει καθυστερήσει δραματικά. Η προσπάθεια για την ανεύρεση μιας τελικής λύσης έχει, πάνω απ’ όλα μια ηθική διάσταση γιατί εκπληρώνει το χρέος μας στη μνήμη των Πεσόντων και δικαιώνει έναν αγώνα που κινητοποιήθηκε αρχικά από την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας, από τοπικούς συλλόγους, αλλά μεθοδεύτηκε αργότερα χάρη στις γενναίες πρωτοβουλίες και τις ενέργειες των υπηρεσιών, στις οποίες το ΓΕΕΘΑ ανέθεσε την κατασκευή και συντήρηση των στρατιωτικών νεκροταφείων στην Αλβανία (ΓΕΑ/Γ5, ΓΕΣ/ΔΥΠΟ, ΓΔΟΣΥ/ΥΠΕΘΑ), συνυπολογίζοντας βέβαια και την ευγενή συμβολή του ΑΚΑΜ Τιράνων που ανέλαβε το συντονισμό όλων των σχετικών ενεργειών και δραστηριοτήτων,   Η επίσημη και καθολική αναγνώριση που του αναλογούσε και που δεν είχε καταφέρει να κερδίσει μέχρι σήμερα, νομιμοποιείται επίσημα τώρα με τη συνδρομή της παρούσας Αλβανικής Κυβέρνησης.

        Υπερβαίνοντας τις δυσκολίες που είχαν εμφανιστεί στο αρχικό στάδιο των διαβουλεύσεων και, χάρη στις συστηματικές προσπάθειες για την ευθυγράμμιση των διμερών στάσεων, όπως και για την ανάπτυξη μιας αμοιβαίας συμφωνίας αναφορικά με το ανθρωπιστικό αυτό ζήτημα που έχει μια εξέχουσα ιστορική και συναισθηματική σημαία για ολόκληρο τον ελληνικό λαό, φτάνουμε σήμερα σε μια περισσότερο εξελιγμένη μορφή της αρχικής Συμφωνίας. Στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς, η Αλβανική Κυβέρνηση υπέγραψε Σύμφωνη Απόφαση για την εντατικοποίηση των διεργασιών του εντοπισμού, της ταυτοποίησης και του μεθοδικά οργανωμένου ενταφιασμού και την κατασκευή περισσότερων κοιμητηρίων από τα δύο που ήδη υπάρχουν, η οποία, παρότι δε διασαφηνίζει τον ακριβή αριθμό τους, αναφέρεται ρητά σε διαφορετικές περιφέρειες που μπορούν να αξιοποιηθούν γι αυτό το σκοπό, τόσο στην αλβανική όσο και στην ελληνική επικράτεια.

        Στις 22 Ιανουαρίου 2018 και μέσα σε κλίμα βαθιάς συγκίνησης, ξεκίνησαν από την περιοχή Ντράγκοτ του Τεπελενίου, οι εργασίες αναζήτησης, εκταφής, προσδιορισμού της ταυτότητας και ενταφιασμού των Ελλήνων Πεσόντων Στρατιωτικών. Οι εργασίες αυτές πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της υλοποίησης σχετικής διακρατικής Συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας, καθώς και των όσων συμφωνήθηκαν στις 20 Δεκεμβρίου 2017 από τη Μικτή Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων. ‹‹Αποτελεί ιστορική στιγμή διότι πρόκειται για τους τελευταίους άταφους Πεσόντες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου››, τόνισε η παριστάμενη Πρέσβις της Ελλάδας στα Τίρανα Ελένη Σουρανή. Τα λείψανα θα ταυτοποιηθούν και θα ενταφιαστούν με την τιμή που τους αρμόζει σε νεκροταφεία των χωριών Βουλιαράτες και Κλεισούρα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ο αριθμός των Ελλήνων στρατιωτών που έπεσαν επί αλβανικού εδάφους και, είτε ετάφησαν προσωρινά είτε δεν ανευρέθηκαν, ανέρχεται σε περίπου 8000. Η διαδικασία ταυτοποίησης των εντοπιζόμενων οστών θα βασίζεται στην ανίχνευση δειγμάτων αίματος,  που θα λαμβάνονται τόσο από την οικογενειακή γραμμή της μητέρας όσο και από αυτή του πατέρα.

        Η Ελληνική Κυβέρνηση εκφράζει την ικανοποίησή της, αφού μετά την εννιάχρονη καθυστέρηση εφαρμογής της αρχικής Συμφωνίας του 2009, είναι πλέον σε θέση να επιτελέσει το καθήκον και το χρέος της, τόσο απέναντι στις οικογένειες των Πεσόντων όσο και απέναντι στην Ιστορία. Τα ζητήματα της εκταφής των πρόχειρα ενταφιασμένων σε χωράφια και βουνά της Αλβανίας στρατιωτών και της μεταφοράς τους σε οργανωμένα κενοτάφια, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία και αξία γιατί αφενός αποκαθιστούν τη μνήμη τους και αφετέρου χαρίζουν συναισθηματική ανακούφιση στις οικογένειες που για δεκαετίες στερήθηκαν τη δυνατότητα να προσκυνήσουν τους τάφους των αγαπημένων τους προσώπων. Οδηγούμαστε έτσι στην επιτυχή ολοκλήρωση ενός ιδιαίτερα σημαντικού ηθικού ζητήματος για τη χώρα μας, που τονώνει τα αισθήματα της εθνικής περηφάνιας και αξιοπρέπειας, ενώ ταυτόχρονα διαμορφώνει δεσμούς ανάμεσα στην ιστορική μνήμη του ελληνικού λαού και την ηθική συνδρομή της γειτονικής χώρας στο θέμα της διεκπεραίωσής του.

        Οι υποχρεώσεις που δημιουργεί το τελικό πλαίσιο της Συμφωνίας στα συνεργαζόμενα μέρη, καθώς και οι προβλεπόμενοι μηχανισμοί που την συνοδεύουν προς επίλυση των προβλημάτων που τυχόν ανακύπτουν, δημιουργούν ένα καίριο πια πλαίσιο, το οποίο ισχυροποιεί και τις διμερείς σχέσεις των Κρατών-Μελών έναντι της Αλβανίας. Καταλήγουμε σε αυτή τη διαπίστωση, λαμβάνοντας συμπληρωματικά υπόψη και τους κύριους μηχανισμούς για την εμπέδωση σχέσεων ανταλλαγής και συνεργασίας με τα κράτη μη μέλη των Δυτικών Βαλκανίων, έτσι όπως προβλέπονται στο πλαίσιο της Διαδικασίας Σταθεροποίησης και Σύνδεσης αλλά και γενικότερα στα επίσημα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βασικός στόχος του πλαισίου Συνεργασίας που υιοθετήθηκε από τα κράτη-μέλη το 1999, ήταν η σταθεροποίηση των χωρών της περιοχής μέσω του εκδημοκρατισμού, της εδραίωσης του κράτους δικαίου, της παγίωσης των ειρηνικών σχέσεων μεταξύ τους και τη μακροπρόθεσμη ενσωμάτωσή τους στις ευρωπαϊκές δομές.

        Ο ρυθμός της πορείας των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων προς την ΕΕ, θα εξαρτηθεί από την ικανότητα κάθε χώρας να υλοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις, που θα ανταποκρίνονται στα κριτήρια τα οποία έθεσε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης το 1993 και στους όρους που τέθηκαν από τη Διαδικασία Σταθεροποίησης και Σύνδεσης. Αν και προβλέπονται ειδικοί όροι για κάθε χώρα, ανάλογα με τα χαρακτηριστικά και το επίπεδο των σχέσεών της με την ΕΕ, έχουν καθοριστεί και γενικές αρχές που ισχύουν για όλες. Ως γενικές αρχές σημειώνονται –πέραν των γενικών πολιτικών κριτηρίων της Κοπεγχάγης- ο σεβασμός των διεθνών υποχρεώσεων, η περιφερειακή συνεργασία και οι σχέσεις καλής γειτονίας. Στις 6 Φεβρουαρίου 2018, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε στρατηγική για ‹‹Μια αξιόπιστη προοπτική διεύρυνσης για τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων και μια ενισχυμένη δέσμευση της ΕΕ προς τις χώρες αυτές››, επιβεβαιώνοντας το ευρωπαϊκό μέλλον της περιοχής ως γεωστρατηγική επένδυση σε μια σταθερή, ισχυρή και ενωμένη Ευρώπη στη βάση κοινών αξιών. Η Στρατηγική παραθέτει τις προτεραιότητες κοινής ενισχυμένης συνεργασίας και ιδίως την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις και σχέσεις καλής γειτονίας. Η πρόοδος στην ευρωπαϊκή πορεία αποτελεί αντικειμενική και αξιοκρατική διαδικασία, η οποία εξαρτάται από τα συγκεκριμένα αποτελέσματα κάθε επιμέρους χώρας. Στο πλαίσιο αυτό, πέραν της πολιτικής στήριξης που προσφέρει η Ελλάδα στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Αλβανίας, η διμερής Συμφωνία που έχει επιτευχθεί επιτρέπει στη χώρα αυτή να αποδείξει ότι η πρόοδος που επικαλείται είναι ουσιαστική και ότι η προσπάθεια που καταβάλλει στην οδό των μεταρρυθμίσεων και των αλλαγών είναι ορατή και συγκεκριμένη. Με τον τρόπο αυτό, θα είναι σε θέση να ατενίζει αισιόδοξα την ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής της προοπτικής. 

        Πέρα, ωστόσο, από τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η ανάγκη συνεργασίας και σταθερότητας στην περιοχή, είναι απαραίτητο να γίνει απόλυτα συνειδητή η σημασία της εκπλήρωσης ενός ηθικού χρέους απέναντι στην αποκατάσταση της μνήμης όλων αυτών που χάθηκαν και έχουν παραμείνει έως σήμερα άγνωστοι μέσα στη μοναχικότητα της απώλειάς τους. Για να αποκτηθεί αυτή η τόσο πολύτιμη ενσυναίσθηση, θα ήταν χρήσιμο να παραδειγματιστούμε από τις υποδειγματικές πρωτοβουλίες ανθρώπων, που συναισθάνθηκαν βαθιά αυτή την υποχρέωση και αφιέρωσαν τη ζωή τους στην επίτευξη ενός ανάλογου σκοπού. Πρόκειται για τους ιατροδικαστές, που προσφέρουν την πολύτιμη βοήθειά τους στην προσπάθεια αναγνώρισης των χιλιάδων νεκρών που άφησαν πίσω τους καταστροφικοί πόλεμοι, όπως αυτοί που έλαβαν χώρα στη Γιουγκοσλαβία και στο Ιράκ.

        Εξέχουσα είναι η περίπτωση του κορυφαίου ιατροδικαστού, επικεφαλής του Κέντρου Διεθνούς Ιατροδικαστικής Αρωγής και διάσημου για την πρωτοποριακή δουλειά του σε μια σειρά διεθνών υποθέσεων Πήτερ Βανέζη, ο οποίος συνέβαλε στη διερεύνηση γενοκτονιών που προκάλεσαν οι πολεμικές συρράξεις στη Ρουάντα, στη Βοσνία και στο Κόσσοβο. Ανάλογης σπουδαιότητας είναι και η συμβολή της ανθρωπολόγου και ιατροδικαστού του ΟΗΕ Κλίας Κοφ, η οποία έχει ανασκάψει μαζικούς τάφους στη Ρουάντα, την Κροατία, τη Βοσνία και το Κόσσοβο. Όπως αναφέρει στο περίφημο βιβλίο της Μνήμη των οστών, ‹‹Η αλήθεια δεν κάνει τους νεκρούς να ξαναζήσουν, αλλά τους επιτρέπει να ακουστούν››. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρούσε κάποτε ο Δανός φιλόσοφος Κίρκεγκωρ, ‹‹Τη ζωή πρέπει να τη ζεις κοιτάζοντας προς τα εμπρός, αλλά μπορείς να την καταλάβεις μόνο κοιτάζοντας προς τα πίσω››.    

         

                

                

             

           

          

  

  

      

             

         

             

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο Facebook Twitter LinkedIn Email Pinterest
booksandtoys

Δείτε επίσης