Υποστηριξε το militaire
Άποψη ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ
18/02/2021 | 06:15 (ενημερώθηκε 2 έτη πριν)
Militaire News

Οι πρώτες κινήσεις της Προεδρίας Μπάιντεν και η στάση της Τουρκίας

Οι πρώτες κινήσεις της Προεδρίας Μπάιντεν και η στάση της Τουρκίας

Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ

PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας

Ο πρώτος μήνας της Προεδρίας Biden προσφέρει σημαντικές ενδείξεις για την πορεία που θα ακολουθήσει η Αμερικανική εξωτερική πολιτική. Αντίστοιχα αυτές οι ενδείξεις συμβαδίζουν με την άποψη, ότι οι όποιες διαφορετικές οπτικές της νέας Αμερικανικής διοίκησης σε σχέση με την προηγούμενη, δεν πρόκειται να διαφοροποιήσουν επί της ουσίας τη γενικότερη φιλοσοφία της Ουάσιγκτον σε αυτό το ζήτημα.

Παρά λοιπόν το ενδιαφέρον που δείχνει ο Λευκός Οίκος για τη διερεύνηση της δυνατότητας συνεργασίας με την Κίνα σε θέματα που κατανοεί ως κοινές απειλές, όπως η πανδημία, η κλιματική αλλαγή και η μη διάδοση όπλων μαζικής καταστροφής, αλλά και της διάθεσης του να μην εμπλακεί με το Πεκίνο σε εμπορικές-οικονομικές εχθροπραξίες, οι οποίες επιβαρύνουν την ήδη προβληματική παγκόσμια κεφαλαιοκρατική οικονομία, εντούτοις επιβεβαιώνει την Κινεζική κυβέρνηση ως τη σημαντικότερη απειλή που διαισθάνονται οι ΗΠΑ. Ταυτόχρονα η Ουάσιγκτον ανεβάζει τους τόνους και έναντι της Μόσχας, δηλώνοντας ότι πλέον δε θα μένουν αναπάντητες οι προκλήσεις της, χωρίς ωστόσο να παραιτείται από την πρόθεση διερεύνησης της συνεργασίας μαζί της σε περιφερειακά ζητήματα ή στην προστασία συνθηκών που περιορίζουν τους εξοπλισμούς. Αντίστοιχα η διάθεση της νέας διοίκησης να χρησιμοποιήσει περισσότερο το καρότο για να επιτύχει έναν συμβιβασμό με το Ιράν, δεν συνοδεύεται από άρση των κυρώσεων προτού η Τεχεράνη αποδεχθεί τις βασικές της απαιτήσεις. Μάλιστα οι τελευταίες συνεχίζουν να αφορούν τον οικειοθελή περιορισμό της επιρροής της στη Μέση Ανατολή και την καταστροφή του πυραυλικού της οπλοστασίου. Αντίστοιχα οι ΗΠΑ ως μείζον ζήτημα στις σχέσεις τους με τη Ρωσία επαναπροτάσσουν την κατάσταση στην Ουκρανία, ενώ όσο αφορά την Κίνα εξακολουθούν την προσοχή τους στη νότια και ανατολική Κινεζική θάλασσα, αλλά και στην Ταιβάν.  

Επιπλέον η μεγαλύτερη προσοχή που φαίνεται να αποδίδει η Ουάσιγκτον στην αξιοποίηση των διεθνών οργανισμών και ιδιαίτερα αυτών που ηγείται, για την επίτευξη των στόχων της εξωτερικής της πολιτικής, πηγαίνει παράλληλα με την ενδυνάμωση των διμερών σχέσεων συνεργασίας ή των διαφόρων σχημάτων συνεργασίας που αναπτύσσει με παραδοσιακούς και νέους συμμάχους της, την οποία είχε ακολουθήσει και η διοίκηση Trump. Αυτή η πολιτική αποτυπώνεται στον προσανατολισμό του ΝΑΤΟ να ενισχύσει τις επιχειρησιακές του δυνατότητες στο ανατολικό τμήμα της συμμαχίας, να μην επιτρέψει τον έλεγχο κρίσιμων υποδομών των μελών του (λιμάνια, τηλεπικοινωνίες κ.α) από ανταγωνιστικούς παράγοντες, αλλά και να επεκτείνει τις συνεργασίες του ή να αποκτήσει νέα μέλη σε όλο τον πλανήτη, κινήσεις που είναι προφανές ότι στοχεύουν να πλήξουν την ισχύ και την επιρροή της Κίνας, της Ρωσίας και του Ιράν. Μάλιστα σε αυτά τα πλαίσια ήδη γίνονται επεξεργασίες για τη δικαιολόγηση της παράτασης και ενίσχυσης της Νατοϊκής παρουσίας στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, οι οποίες κατά διαβολική σύμπτωση συμπίπτουν με την άνοδο της δραστηριότητας του ISIS σε Συρία-Ιράκ και με την αύξηση της έντασης στις Κουρδικές περιοχές του βορείου Ιράκ. Παράλληλα όμως αυτή η πολιτική εκδηλώνεται και με την επαναδέσμευση της Ουάσιγκτον για τη διαφύλαξη του στρατηγικού χαρακτήρα των συμμαχιών της με την ΕΕ και τις δυνάμεις που πρωτοστατούν σε αυτή, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ιαπωνία, στην οποία εντάσσεται η απόφαση της να ακυρώσει την απόφαση Trump για τη μείωση της στρατιωτικής παρουσίας στη Γερμανία και η δήλωση της ότι θα υπερασπιστεί την Ιαπωνική κυριαρχία στα νησιά Senkaku, αλλά και με την προσπάθεια της να ενσωματώσει την Ινδία, την Αυστραλία, την Νότιο Κορέα και την Ιαπωνία σε αντί-Κινεζικά σχήματα περιφερειακής συνεργασίας, στο πνεύμα αντίστοιχων συνεργασιών με αντί-Ιρανικό και αντί-Ρωσικό πρόσημο σε ανατολική Ευρώπη, ανατολική Μεσόγειο και Μέση Ανατολή.

Η επιτυχία της παραπάνω πολιτικής προϋποθέτει την επίτευξη συμβιβασμών τόσο μεταξύ των κατά τόπους συμμάχων ή εταίρων των ΗΠΑ, όπως και των αντίστοιχων περιφερειακών συνεργασιών που αυτοί μετέχουν, όσο και με τις ίδιες. Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να εξεταστεί και η εξακολούθηση της επιδίωξης τους από τη νέα Αμερικανική ηγεσία. Η τελευταία αποτυπώνεται στις πιέσεις που άσκησε η Ουάσιγκτον για το σχηματισμό νέας μεταβατικής κυβέρνησης στη Λιβύη, οι οποίες και τελεσφόρησαν ενισχύοντας μάλιστα τη δύναμη της περισσότερο φιλονατοϊκής και μη επηρεαζόμενης από τη Ρωσία GNA. Αντίστοιχα καταγράφεται στις παροτρύνσεις της προς Αθήνα και Άγκυρα για συνέχιση των διερευνητικών επαφών, στη στήριξη που προσφέρει στην πρωτοβουλία του ΟΗΕ για τη διεξαγωγή μιας νέας 5μερούς διάσκεψης για το Κυπριακό, αλλά και στην ανακοίνωση της υποστήριξης στις ¨συμφωνίες του Αβραάμ¨. 

Στην εξέλιξη της παραπάνω διαδικασίας οι ΗΠΑ καλούνται να διαχειριστούν τις ιδιαίτερες και πολλές φορές ανταγωνιστικές φιλοδοξίες των συμμάχων τους, όπως και το διαφορετικό βαθμό διαπραγματευτικής ισχύος που ο κάθε ένας απ’ αυτούς κατέχει. Αυτό επιχειρεί να πράξει και η νέα ηγεσία τους στα πλαίσια όμως μίας εξωτερικής πολιτικής που επηρεάζεται από τη δική της οπτική. Συνακόλουθα εκφράζονται διαφοροποιήσεις όσον αφορά τη στάση του Λευκού Οίκου σε ορισμένα πεδία διαπραγμάτευσης μαζί τους, μετατοπίζοντας την διαχειριστική προσέγγιση των ΗΠΑ, είτε προς το καρότο, είτε προς το μαστίγιο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα δύο τους δε συνυπάρχουν πολλές φορές. 

Έτσι το καρότο της παραμονής των Αμερικανών στρατιωτών στη Γερμανία, το οποίο έλαβε το Βερολίνο, συνδυάζεται από νέες Αμερικανικές πιέσεις για τη μη υλοποίηση του Nord Stream 2. Αντίστοιχα η συνέχιση της αναγνώρισης της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ και οι νέες Αμερικανικές δεσμεύσεις για την ασφάλεια του, συνεπικουρούνται από κινήσεις που προμηνύουν κάποια εκ νέου προσέγγιση της Παλαιστινιακής ηγεσίας και ορισμένη χαλιναγώγηση της επιθετικότητας του Τελ-Αβίβ έναντι των Παλαιστινίων, δίνοντας τροφή σε σενάρια σχετικά με την επαναφορά της προοπτικής δημιουργίας Παλαιστινιακού κράτους, πολύ διαφορετικού όμως σε σχέση με αυτό για το οποίο αγωνίζεται ο Παλαιστινιακός λαός.  Επίσης οι Αμερικανικές εγγυήσεις για την ασφάλεια της Σαουδικής Αραβίας και η δήλωση των προθέσεων τους να θέσουν τις σχέσεις τους μαζί της σε νέες βάσεις, συνοδεύονται από τη διακοπή της στήριξης τους στην, υπό την ηγεσία του Βασιλείου και των ΗΑΕ, επέμβαση ενός Αραβικού συνασπισμού κρατών εναντίον του φίλο-Ιρανικού κινήματος των Χούθι στην Υεμένη, απόφαση που πιθανά σχετίζεται και με τις γέφυρες που θέλει να ρίξει εκ νέου η Ουάσιγκτον προς την πλευρά του Ιράν. Πρόσθετα όμως συνδυάζονται και από την απόφαση τους να παγώσουν τις συμφωνίες πώλησης όπλων σε Σαουδική Αραβία και ΗΑΕ αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η προμήθεια 50 F-35 από τα ΗΑΕ. 

Τέλος ακόμη ένα χαρακτηριστικό στοιχείο της μέχρι τώρα εξωτερικής πολιτικής της νέας Αμερικανικής ηγεσίας είναι η εκ νέου εργαλειοποίηση της Αμερικανικής αντίληψης για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, προκειμένου να ασκηθούν πιέσεις σε εχθρούς, εταίρους και συμμάχους των ΗΠΑ και να διευκολυνθεί η προώθηση των Αμερικανικών συμφερόντων. Σε αυτή την κατεύθυνση η Ουάσιγκτον συντηρεί το θέμα Navalny σε βάρος της Ρωσίας, το ζήτημα του Χονγκ Κονγκ και των Ουιγούρων έναντι της Κίνας, ενώ στο στόχαστρο φαίνεται να βρίσκονται και ορισμένες πολιτικές επιλογές συμμάχων τους, όπως τα ΗΑΕ και η Σαουδική Αραβία. Παρόλα αυτά όμως η Ουάσιγκτον φαίνεται να διατηρεί σημαντική ευελιξία και σε αυτό το πεδίο εφόσον διακυβεύονται σπουδαία γι’ αυτήν συμφέροντα, όπως στην περίπτωση των  πολιτικών επιλογών του Κατάρ όπου δε φαίνεται να την απασχολούν και τόσο οι πολιτικές του επιλογές.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής εκδηλώνονται και στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας. Η Άγκυρα δέχεται την κριτική της Ουάσιγκτον για την πορεία που έχει πάρει το πολιτικό της σύστημα, ωστόσο η βασική πηγή πίεσης που ασκείται στην Τουρκική ηγεσία από την Αμερικανική διπλωματία παραμένει η παραλαβή εκ μέρους της του Ρωσικού πυραυλικού συστήματος S-400. Την ίδια ώρα οι ΗΠΑ δυσαρεστούν την Τουρκία και με την απόφαση τους να αναβαθμίσουν εκ νέου τη συνεργασία τους με τις Κουρδικές οργανώσεις της Συρίας, οι οποίες είναι φιλικές προς το PKK, χρησιμοποιώντας τες ως μέσο για την υπονόμευση του καθεστώτος Assad και της Ρωσικής επιρροής. 

Παράλληλα όμως η ανοχή και η σιωπή τους διευκολύνει τις νέες Τουρκικές επιχειρήσεις εναντίον του PKK και των συμμάχων του στο βόρειο Ιράκ, ενώ η οργή που προκάλεσε στην Άγκυρα η αμφιβολία που εξέφρασε το υπ. Εξωτερικών των ΗΠΑ σχετικά με τον ισχυρισμό της για τη δολοφονία 13 υπηκόων της από το PKK σε μία σπηλιά στην επαρχία Γκάρα, έγινε προσπάθεια να περιοριστεί από τον ίδιο τον υπ. Εξωτερικών των ΗΠΑ, ο οποίος στην τηλεφωνική επικοινωνία με τον Τούρκο ομόλογο του υιοθέτησε δημόσια την Τουρκική άποψη επί του θέματος. Η συγκεκριμένη στάση των ΗΠΑ πιθανά να σχετίζεται και με μία μεγαλύτερη επιδιωκόμενη προώθηση των ίδιων και του NATO στο βόρειο Ιράκ, η οποία θα υποβοηθηθεί αν η νέα πιο φίλο-Αμερικανική κυβέρνηση του Ιράκ και η φίλο-Αμερικανική και ανεκτή από την Τουρκία Αυτόνομη Κουρδική Διοίκηση, σε συνεργασία ή όχι με την Άγκυρα, κατορθώσουν να εκδιώξουν από την περιοχή το PKK και τους ντόπιους συμμάχους του, αλλά και τους επίσης συμμάχους του φίλο-Ιρανούς Ιρακινούς πολιτοφύλακες. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η πρόσβαση στη Συρία θα γίνει πιο δύσκολη τόσο για το Ιράν και τους συμμάχους του, όσο και για το PKK, διευκολύνοντας την Αμερικανική παρουσία στη χώρα, αλλά και τον έλεγχο των ΗΠΑ επί των Κουρδικών οργανώσεων της περιοχής. Αντίστοιχα και στη Λιβύη η Ουάσιγκτον δεν έβαλε εμπόδια στη διατήρηση της επιρροής της Άγκυρας και στη νέα μεταβατική κυβέρνηση, ενώ η Αμερικανική απαίτηση για την απόσυρση των ξένων δυνάμεων από τη χώρα δε φαίνεται να την απασχολεί, αφενός γιατί αφορά πρωτίστως τη Μόσχα, αφετέρου γιατί η υλοποίηση της προϋποθέτει την εναρμόνιση του Κρεμλίνου με αυτή. Πρόσθετα οι Αμερικάνοι αξιωματούχοι συνεχίζουν να τονίζουν την αξία της Τουρκίας ως συμμάχου και ως χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, όπως και τη σημασία των καλών σχέσεων μαζί της. Τέλος από τις επικοινωνίες των συμβούλων εθνικής ασφαλείας και των υπ. Εξωτερικών των δύο χωρών προκύπτει ότι  Ουάσιγκτον και Άγκυρα βρίσκονται σε επικοινωνία για μια σειρά από περιφερειακά ζητήματα, όπως η Λιβύη, η Συρία το Ναγκόρνο-Καραμπάχ και το Αφγανιστάν.  

Την ίδια περίοδο η Τουρκία ξεδιπλώνει τη δική της τακτική, επιχειρώντας να φέρει τη διαπραγμάτευση της με τις ΗΠΑ και τη γενικότερη αναδιάταξη της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στα δικά της μέτρα. Συνακόλουθα προσπαθεί να μειώσει το βαθμό επικινδυνότητας παραγόντων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από την Ουάσιγκτον ως μοχλός πίεσης εναντίον της, γεγονός που εξηγεί και τη χρονική συγκυρία των επιχειρήσεων της εναντίον του PKK στο βόρειο Ιράκ. Παράλληλα εμφανίζεται συγκαταβατική και διαλλακτική σε φλέγοντα για το Λευκό Οίκο θέματα, όπως οι S-400, ενώ σε υψηλά ιεραρχούμενα ζητήματα για την Ουάσιγκτον, όπως η παρουσία του ΝΑΤΟ σε Αφγανιστάν και Ιράκ, αλλά και η συγκράτηση της επιρροής της Ρωσίας και του Ιράν σε Λιβύη, Συρία, Καύκασο, προβάλλεται ως η κύρια δύναμη που μπορεί να συνεισφέρει τις προσπάθειες του. Τέλος κινητοποιείται για τη συσπείρωση των περιφερειακών της συμμάχων, πραγματοποιώντας στρατιωτικά γυμνάσια με το Πακιστάν και το Αζερμπαϊτζάν και διαβουλεύσεις με το Ομάν, το Κουβέιτ, την Αιθιοπία και το Κατάρ, στέλνοντας μήνυμα ότι μία απόπειρα αγνόησης των συμφερόντων της θα είχε ευρύτερες γεωπολιτικές συνέπειες. Ιδιαίτερο ρόλο ως προς το τελευταίο φαίνεται να έχει η σχέση της με το Κατάρ, καθώς μέσω του Εμιράτου η Τουρκία θα αποπειραθεί να παρουσιαστεί ως διαμεσολαβητής μεταξύ του Ιράν και των ΗΠΑ. 

Σε αυτά τα πλαίσια γίνεται εύκολα κατανοητό ότι η διαπραγμάτευση ΗΠΑ-Τουρκίας είναι μία σύνθετη και πιθανά όχι σύντομη διαδικασία, δεδομένου ότι περιλαμβάνει δύο ευαίσθητα για τις δύο κυβερνήσεις ζητήματα όπως είναι το Κουρδικό για την Τουρκία και οι S-400 για τις ΗΠΑ, αλλά και εξαιτίας του αποθέματος διαπραγματευτικής ισχύος που φαίνεται να παρουσιάζουν οι δύο πλευρές. Παράλληλα η προθυμία και των δύο να καταλήξουν σε συμφωνία τους δίνει τη δυνατότητα να συγκρατούν τις αντιδράσεις τους στα ζητήματα που διαφωνούν σε διαχειρίσιμα επίπεδα, καθιστώντας τις όποιες εκρήξεις τους διαπραγματευτικό κόλπο ή επικοινωνιακό τρικ για εσωτερική κατανάλωση. Τέλος αν επιβεβαιωθεί η διαδικασία κλιμάκωσης του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού Ρωσίας-ΗΠΑ σε περιοχές του Καυκάσου, της Μαύρης Θάλασσας, της Ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής και της Κεντρικής Ασίας, τότε μπορεί να διευκολυνθούν οι περιφερειακές συνεργασίες Άγκυρας-Ουάσιγκτον, ακριβώς γιατί η Τουρκία αποτελεί το βασικό ή έναν από τους βασικούς και ιστορικούς γεωπολιτικούς ανταγωνιστές της Ρωσίας σε όλες αυτές τις περιοχές. Αυτή η ευκαιρία φαίνεται να έχει γίνει αντιληπτή από την Άγκυρα και μάλλον αυτός είναι ο λόγος που επανήλθε στην Τουρκική τηλεόραση ο χάρτης Αμερικανικού ινστιτούτου του 2014 που εμφανίζει την Τουρκία του 2050 παγκόσμια δύναμη και περιφερειακό γίγαντα εις βάρος της Ρωσίας. 

Όλα αυτά πρέπει να βρίσκονται στο νου μας, καθώς εξελίσσονται οι διερευνητικές επαφές Ελλάδας-Τουρκίας και προετοιμάζεται η νέα 5μερή για το Κυπριακό. Άλλωστε η Άγκυρα έχει θέσει ήδη στις διαπραγματεύσεις της με τις ΗΠΑ τις αξιώσεις της για τη Θράκη, το Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο Facebook Twitter LinkedIn Email Pinterest
booksandtoys

Δείτε επίσης