Υποστηριξε το militaire
Άποψη
19/04/2022 | 06:05 (ενημερώθηκε 2 έτη πριν)
Militaire News

Οι ευθύνες της Δύσης στο Ουκρανικό ζήτημα

Οι ευθύνες της Δύσης στο Ουκρανικό ζήτημα
Γράφει ο
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΕΝΕΤΗΣ
Εκπαιδευτικό-πτυχ. Πολιτικών Επιστημών
Η κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ το 1991, με την παράλληλη εξαφάνιση του Συμφώνου της Βαρσοβίας θα έπρεπε να οδηγήσει στη διάλυση του ΝΑΤΟ, το οποίο δημιουργήθηκε για να αντιμετωπίσει τη «σοβιετική απειλή». Φαινόταν ότι ήταν η  κατάλληλη στιγμή. Ωστόσο, οι σχετικές προτάσεις, ιδίως της Γαλλίας, δεν ευοδώθηκαν  υπό την πίεση της Ουάσιγκτον. Οι  Ηνωμένες Πολιτείες εκμεταλλευόμενες  την αδυναμία στην οποία είχε περιέλθει η Ρωσία πίεσαν για την ανατολική διεύρυνση, προκειμένου να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην κεντρική Ευρώπη.

 

Υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν
Ήδη από το 1997 ξεκινά η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, παρόλο που οι δυτικοί ηγέτες είχαν υποσχεθεί στον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ότι δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ο Γκορμπατσόφ είχε ζητήσει από την Ουάσιγκτον να διαλύσει το ΝΑΤΟ,  με αντάλλαγμα τη διάλυση του Συμφώνου της Βαρσοβίας, ενώ ο Γέλτσιν είχε προτείνει  μια νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας που θα ενσωμάτωνε τη Ρωσία στην Ευρώπη, πρόταση που απορρίφθηκε. Ο ίδιος  προειδοποίησε μεταγενέστερα  τη Δύση, ότι ένας Ψυχρός Πόλεμος έδινε τη θέση του σε μια ψυχρή ειρήνη, με την επέκταση του ΝΑΤΟ να συνεπάγεται «τίποτα άλλο εκτός από ταπείνωση για τη Ρωσία».
Το Der Spiegel  αναφέρει ότι ο ΥΠΕΞ της Γερμανίας Ντίτριχ Γκένσερ, στην ομιλία του στις 31.1.1990 στο Tutzing της Βαυαρίας, δήλωσε: ότι και αν συμβεί με το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, η επέκταση του εδάφους του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς, δηλαδή πιο κοντά στα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης δεν θα πραγματοποιηθεί. Στα πρακτικά των συνομιλιών που έγιναν στις 9 Φεβρουαρίου 1990 μεταξύ του Γκορμπατσώφ   και του Αμερικανού ΥΠΕΞ Baker, ο τελευταίος λέει στον Σοβιετικό Γενικό Γραμματέα: «Κατανοούμε την ανάγκη διασφαλίσεων στα κράτη της Ανατολής. Εάν διατηρήσουμε μια παρουσία στην Γερμανία που είναι μέλος του ΝΑΤΟ, δεν θα υπάρξει επέκταση του ΝΑΤΟ ούτε ένα πόντο προς Ανατολάς». Ανάλογες διαβεβαιώσεις δόθηκαν και από την Γαλλία. Δεν υπήρξε και εχθρός τότε που να δικαιολογούν την επέκταση του ΝΑΤΟ η ακόμα και την ύπαρξη του. Η Γερμανία όμως ενώθηκε και το ΝΑΤΟ επεκτάθηκε και κάλυψε τις Βαλτικές Χώρες, τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, τα Βαλκάνια με στόχο να συνεχίσει με την Ουκρανία, Γεωργία κ.ο.κ.   Έγγραφα της κυβέρνησης των ΗΠΑ που αποχαρακτηρίστηκαν το 2017 φαίνεται να επιβεβαιώνουν ότι δόθηκαν διαβεβαιώσεις, περί μη επέκτασης. Σύμφωνα με αυτά οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία, είχαν διαβεβαιώσει την Ρωσία, ότι η ένταξη στο ΝΑΤΟ χωρών όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχική Δημοκρατία ήταν εκτός συζήτησης. Τον Μάρτιο του 1991, ο Βρετανός πρωθυπουργός Τζον Μέιτζορ υποσχέθηκε κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης στη Ρωσία ότι «τίποτα τέτοιο δεν θα συμβεί».

 

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, γεωπολιτικοί αναλυτές  εξέφραζαν τη διαφωνία τους για την επέκταση. Ο Τζορτζ Κένναν, ο οποίος θεωρείται ο αρχιτέκτονας της πολιτικής ανάσχεσης της ΕΣΣΔ, προέβλεψε τις συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης:: «Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ θα ήταν το πιο μοιραίο λάθος στην αμερικανική πολιτική από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Είναι αναμενόμενο ότι η απόφαση αυτή θα αναζωπυρώσει εθνικιστικές, αντιδυτικές και μιλιταριστικές τάσεις στη ρωσική κοινή γνώμη, θα αναζωπυρώσει την ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα στις σχέσεις Ανατολής-Δύσης και θα κατευθύνει τη ρωσική εξωτερική πολιτική προς μια κατεύθυνση που θα είναι αντίθετη με τις επιθυμίες μας». Επιπρόσθετα  οι περισσότεροι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής των ΗΠΑ  και ο αμερικανικός στρατός αντιτάχθηκαν στην επέκταση της συμμαχίας. Έγινε λόγος μάλιστα,  για διάλυση του ΝΑΤΟ. Είχε εξυπηρετήσει τον σκοπό του,  να συγκρατήσει τη Σοβιετική Ένωση . Αυτό άλλαξε στα πρώτα χρόνια της κυβέρνησης Κλίντον. Η  αλλαγή ήρθε από δύο κατευθύνσεις, από  μια ομάδα εντός του συμβουλίου εθνικής ασφάλειας του Κλίντον και  από  τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης.

 

Διεύρυνση του ΝΑΤΟ

Μετά το 1991, οι μετακομμουνιστικές χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, ιδιαίτερα η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Τσεχοσλοβακία, βρέθηκαν σε ένα αβέβαιο περιβάλλον ασφαλείας. Δεν πίστευαν ότι η Ρωσία θα παρέμενε αδύναμη για πάντα. «Δεν εμπιστευόμαστε τους Ρώσους» έλεγαν και ήθελαν να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, όσο ακόμη ήταν εφικτό.  Το 1999, όταν το ΝΑΤΟ γιόρταζε  την 50ή επέτειό του, πραγματοποίησε την πρώτη του διεύρυνση προς τα ανατολικά (Ουγγαρία, Πολωνία και Τσεχική Δημοκρατία) και ανακοίνωσε, ότι η διαδικασία θα συνεχιζόταν μέχρι τα ρωσικά σύνορα. Η Ρωσία ήταν πολύ αδύναμη και ακόμα πολύ εξαρτημένη από τα δάνεια της Δύσης, για να κάνει οτιδήποτε εκτός από διαμαρτυρίες, παρακολουθώντας  το ΝΑΤΟ   να επεκτείνεται. Το 2000, η Ρωσία άλλαξε επίσημα το στρατιωτικό της δόγμα, λέγοντας ότι θα μπορούσε, εάν απειληθεί, να καταφύγει στη χρήση τακτικών πυρηνικών όπλων. Ένας από τους συντάκτες του δόγματος είπε στη ρωσική στρατιωτική εφημερίδα «Krasnaya Zvezda», ότι η επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά ήταν απειλή για τη Ρωσία και ότι αυτός ήταν ο λόγος θα ενεργοποιούσε το υπαρξιακό Δόγμα της.

Ο δεύτερος μετασοβιετικός γύρος επέκτασης του ΝΑΤΟ ήταν ο μεγαλύτερος. Συμφωνήθηκε το 2002 και επισημοποιήθηκε το 2004 και έφερε στη Συμμαχία, τη Βουλγαρία, την Εσθονία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, τη Ρουμανία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία. Σχεδόν όλα αυτά τα κράτη ήταν μέρος του σοβιετικού μπλοκ και η Εσθονία, η Λετονία και η Λιθουανία ήταν κάποτε μέρος της Σοβιετικής Ένωσης. Τώρα είχαν ενταχθεί στη Δύση. Αυτό ουσιαστικά απογύμνωσε την Ρωσία από την επιρροή της στο “εγγύς εξωτερικό”.

Εκ των υστέρων, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι αν το ΝΑΤΟ είχε προχωρήσει πιο γρήγορα και αποδεχόταν την Ουκρανία και τη Γεωργία πολύ νωρίτερα, ίσως τίποτα από αυτά που ακολούθησαν δεν θα είχε συμβεί, γιατί η  Ρωσία δεν ήταν ακόμη σε θέση να αντιδράσει. Αυτό το επιχείρημα έχει μία βάση, καθότι  οι χώρες της Βαλτικής μπήκαν στο ΝΑΤΟ και παρόλο που ήταν πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, έχουν βιώσει σχετικά μικρή παρενόχληση από τη Ρωσία. Βέβαια η Ουκρανία  έχει άλλη γεωπολιτική και συναισθηματική σημασία για το Κρεμλίνο. Να σημειωθεί ότι  η υποψηφιότητα της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, σε μεγάλο βαθμό δεν ήταν δημοφιλής εντός της Ουκρανίας, επειδή οι Ουκρανοί γνώριζαν πώς ένιωθε η Ρωσία, γι’ αυτό και δικαίως ανησυχούσαν. Εκείνο που θα έπρεπε να επιδιωχθεί ήταν να  δημιουργηθεί μια σχέση ασφάλειας, μετά την  οποία, η Ουκρανία δεν θα ερχόταν ποτέ αντιμέτωπη με μια τόσο μοιραία επιλογή.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι Ηνωμένες Πολιτείες εκδήλωσαν  την πρόθεσή τους να εγκαταστήσουν τμήματα της αντιπυραυλικής τους ασπίδας στην Ανατολική Ευρώπη, κατά παράβαση της συμφωνίας Ρωσίας-ΝΑΤΟ (που υπογράφηκε το 1997), η οποία εγγυήθηκε στη Μόσχα, ότι η Δύση δεν θα εγκαθιστούσε νέες μόνιμες στρατιωτικές υποδομές. Επιπρόσθετα, η Ουάσινγκτον αμφισβήτησε τις συμφωνίες πυρηνικού αφοπλισμού και αποσύρθηκε από τη Συνθήκη για αντιβαλλιστικούς πυραύλους τον Δεκέμβριο του 2001.

 

Ανάληψη της εξουσίας από τον Πούτιν
Παραδόξως, η ανάληψη της εξουσίας από τον Πούτιν τον επόμενο χρόνο αντιστοιχούσε μάλλον σε μια περίοδο σταθεροποίησης των σχέσεων μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Ο νέος Ρώσος πρόεδρος πολλαπλασίασε τις πράξεις καλής θέλησης προς την Ουάσιγκτον μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Αποδέχθηκε την προσωρινή εγκατάσταση αμερικανικών βάσεων στην Κεντρική Ασία και αποφάσισε ταυτόχρονα, το κλείσιμο των βάσεων στην Κούβα, καθώς και την αποχώρηση των Ρώσων στρατιωτών που βρίσκονταν στο Κόσσοβο. Σε αντάλλαγμα, η Ρωσία ήθελε η Δύση να αποδεχθεί την ιδέα, ότι ο χώρος, τον οποίο ορίζει ως το εγγύς εξωτερικό της, εμπίπτει στη σφαίρα ευθύνης της. Αλλά ενώ οι σχέσεις με την Ευρώπη ήταν αρκετά καλές, ιδίως με τη Γαλλία και τη Γερμανία, υπήρχε  καχυποψία από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 2003, η επέμβαση στο Ιράκ από τον αμερικανικό στρατό χωρίς την έγκριση του ΟΗΕ αποτελεί μια ακόμα παραβίαση του διεθνούς δικαίου, την οποία κατήγγειλαν συντονισμένα, το Παρίσι, το Βερολίνο και η Μόσχα. Η κοινή αυτή αντίθεση των τριών μεγαλύτερων δυνάμεων της ευρωπαϊκής ηπείρου επιβεβαιώνει τους φόβους της Ουάσιγκτον για τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την αμερικανική ηγεμονία από μία συνεργασία της Ρωσίας με την Ευρώπη.

 

Οι φόβοι της Ρωσίας
Η συνεχής επέκταση του ΝΑΤΟ, δημιούργησε δικαιολογημένο φόβο. Η Μόσχα  διέβλεπε ότι όλες αυτές οι κινήσεις στον  μετασοβιετικό χώρο αποσκοπούσαν στην εγκαθίδρυση φιλοδυτικών καθεστώτων στη γειτονιά της.  Όντως, τον Απρίλιο του 2008 η Ουάσιγκτον άσκησε ισχυρές πιέσεις στους Ευρωπαίους συμμάχους της να επικυρώσουν την πρόσκληση της Γεωργίας και της Ουκρανίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ, παρόλο που η συντριπτική πλειοψηφία των Ουκρανών ήταν αντίθετη σε κάτι τέτοιο. Ταυτόχρονα, οι Ηνωμένες Πολιτείες πίεζαν για την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσσόβου, η οποία αποτελούσε περαιτέρω παραβίαση του διεθνούς δικαίου, καθώς νομικά πρόκειται για σερβική επαρχία.

Η ρωσική ενόχληση έφτασε σε σημείο χωρίς επιστροφή με την ουκρανική κρίση. Στα τέλη του 2013, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί υποστήριξαν τις διαδηλώσεις που οδήγησαν στην ανατροπή του προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, η εκλογή όμως του οποίου το 2010 είχε αναγνωριστεί ως σύμφωνη με τα δημοκρατικά πρότυπα. Για τη Μόσχα, η Δύση υποστήριξε ένα πραξικόπημα προκειμένου να πετύχει, πάση θυσία, την προσάρτηση της Ουκρανίας στο δυτικό στρατόπεδο. Έκτοτε, η ρωσική παρέμβαση στην Ουκρανία, η προσάρτηση δηλαδή της Κριμαίας και η ανεπίσημη στρατιωτική υποστήριξη των αυτονομιστών του Ντονμπάς, παρουσιάζονται από το Κρεμλίνο ως νόμιμη απάντηση στη κατάληψη της εξουσίας από φιλοδυτικούς στο Κίεβο και στην επεμβατική πολιτική της Δύσης.

 

Η πολιτική των ΗΠΑ

Όταν αναφερόμαστε στη πολιτική του ΝΑΤΟ, εννοείται ότι πίσω απ’ αυτήν υποκρύπτονται οι επιδιώξεις των ΗΠΑ. Υπάρχουν αποδείξεις ότι οι ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1970 απεργάζονταν τη διάλυση της τότε Σοβιετικής ένωσης, υπάρχουν αναλυτές  που υποστηρίζουν ότι  η εισβολή στο Αφγανιστάν ήταν απόρροια παγίδας που είχαν στήσει οι Αμερικανοί.  Πριν από 24 χρόνια ο Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι, πρώην σύμβουλος ασφαλείας αρκετών Αμερικανών προέδρων, έκανε μια αποκάλυψη: Πώς η Ουάσιγκτον έστησε παγίδα στους Σοβιετικούς το 1979, για να τους ωθήσει να εισβάλουν στο Αφγανιστάν.  Ο Μπρεζίνσκι, μιλώντας στο γαλλικό περιοδικό Nouvel Observateur τον Ιανουάριο του 1998, ομολογούσε ότι είχε πείσει τον τότε πρόεδρο Τζίμι Κάρτερ να παρασύρουν τους Σοβιετικούς ώστε να αντιμετωπίσουν το δικό τους «Βιετνάμ». Η αποτυχία της Σοβιετικής Ένωσης στο Αφγανιστάν, συνετέλεσε εν τέλει τα μέγιστα στη διάλυσή της.

Έκθεση της RAND Corporation

Τελειώνοντας να αναφέρω την έκθεση της RAND Corporation η οποία είναι ένας  μη κερδοσκοπικός ερευνητικός οργανισμός.  Στην  έκθεση της φανερώνεται,  ότι πάγια επιδίωξη ορισμένων  κέντρων εξουσίας στην Ουάσιγκτον  είναι  να πλήξουν την οικονομία και τις ένοπλες δυνάμεις της Ρωσίας, καθώς και το πολιτικό  καθεστώς στο  Κρεμλίνο. Διαπιστώνεται, ότι η Ρωσία παραμένει μια ισχυρή χώρα που εξακολουθεί να είναι ισότιμος ανταγωνιστής των ΗΠΑ σε ορισμένους βασικούς τομείς. Ένα τρωτό της σημείο είναι η οικονομία της, η οποία είναι σχετικά μικρή και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές ενέργειας.

Το αμερικανικό think tank δημοσίευσε το 2019 την  έκθεση, σχετικά με το πρόγραμμα αποδυνάμωσης της Ρωσίας. Στα πλαίσια της έκθεσης ερευνήθηκαν διάφορες μεθοδεύσεις προκειμένου να πλήξουν τη Ρωσία. Εν προκειμένω να αναφέρω ορισμένες:

Οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να οδηγήσουν τη Ρωσία σε μια δαπανηρή κούρσα εξοπλισμών.

Η μείωση της δημοτικότητας του Πούτιν θα ήταν δύσκολη λόγω του κρατικού ελέγχου στα περισσότερα ΜΜΕ. Μια τέτοια προσπάθεια θα αύξανε  τη δυσαρέσκεια για  το καθεστώς, αλλά θα υπήρχαν σοβαροί κίνδυνοι  το Κρεμλίνο να αυξήσει την καταστολή ή να επιδιώξει για  αποπροσανατολισμό, μια σύγκρουση στο εξωτερικό που μπορεί να είναι αντίθετη με τα δυτικά συμφέροντα.

Η υπονόμευση της εικόνας της Ρωσίας στο εξωτερικό θα είχε σαν σκοπό τη μείωση  της επιρροής της Ρωσίας,  ακυρώνοντας την προσπάθεια  του καθεστώτος για επαναφορά της Ρωσίας στην παλιά της δόξα. Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσε να επιδιωχθεί η απομάκρυνση της Ρωσίας από διεθνή φόρουμ, εκτός του ΟΗΕ, αποκλεισμός της από εκδηλώσεις, όπως το Παγκόσμιο Κύπελλο, οι Ολυμπιακοί αγώνες  με απώτερο σκοπό  να πληγεί το ρωσικό κύρος.           

Η παροχή ισχυρής βοήθειας στην Ουκρανία που είναι το μεγαλύτερο σημείο εξωτερικής ευπάθειας της Ρωσίας. Αλλά οποιαδήποτε αύξηση της αμερικανικής  αποστολής οπλικών συστημάτων προς την Ουκρανία θα πρέπει να αξιολογηθεί προσεκτικά ώστε να αυξηθεί το κόστος για τη Ρωσία, δίχως όμως να προκληθεί μια πολύ ευρύτερη σύγκρουση στην οποία η Ρωσία, λόγω γειτνίασης, θα είχε στρατηγικό πλεονέκτημα.                                        

 Η ενθάρρυνση της μετανάστευσης εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και καλά μορφωμένων νέων από τη Ρωσία έχει μικρό κόστος και θα ενίσχυε τις οικονομίες των Ηνωμένων Πολιτειών  και των άλλων χωρών  υποδοχής, στερώντας  τους από τη   Ρωσία.

Η απεξάρτηση της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο με αναζήτηση προμηθευτών εκτός της Ρωσίας θα μπορούσε να πλήξει οικονομικά τη Ρωσία και να προστατεύσει την Ευρώπη έναντι της ρωσικής  ενεργειακής εξάρτησης.

Εν κατακλείδι οι ΗΠΑ από το απώτερο παρελθόν απεργάζοντο σχέδια, έχοντας στόχο να πλήξουν οικονομικά, στρατιωτικά, διπλωματικά τη Μόσχα. Μεθοδικά και με την ανοχή των «θεραπαινίδων» Ευρωπαίων συμμάχων τους, επιτυγχάνουν του σκοπού τους, με τον πόλεμο δια αντιπροσώπου στην Ουκρανία. Το ζητούμενο είναι η έκβαση του πολέμου, το ένστικτο αυτοσυντήρησης της ρώσικης αρκούδας, το πλήγμα στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα και  οι αντιδράσεις των λαών στην οικονομική εξαθλίωση. Μήπως  όλα τα ανωτέρω αποβούν μπούμεραγκ;

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο Facebook Twitter LinkedIn Email Pinterest
booksandtoys

Δείτε επίσης