Υποστηριξε το militaire
Άποψη Διεθνή
03/02/2020 | 06:00 (ενημερώθηκε 4 έτη πριν)
Militaire News

Ο εύθραυστος συμβιβασμός ΗΠΑ-Κίνας

Ο εύθραυστος συμβιβασμός ΗΠΑ-Κίνας

Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ

PhD©

Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας

Στις 15 Ιανουαρίου ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Donald Trump και ο αντιπρόεδρος της Κινεζικής κυβέρνησης Liu He υπέγραψαν στην Ουάσιγκτον την επονομαζόμενη “Πρώτη Φάση” της νέας “Εμπορικής Συμφωνίας” ΗΠΑ-Κίνας. Το γεγονός εκτυλίχθηκε στο “Ανατολικό Δωμάτιο (East Room)” του “Λευκού Οίκου“ παρουσία πλήθους εκπροσώπων Αμερικανικών εταιριών, υψηλόβαθμων κρατικών υπαλλήλων και διπλωματών, αντανακλώντας το μεγάλο ενδιαφέρον των κυρίαρχων οικονομικών & πολιτικών κύκλων σε Ουάσιγκτον και Πεκίνο για την εξέλιξη της εμπορικής σχέσης των δύο μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη. Με την υπογραφή της “Πρώτης Φάσης” της συμφωνίας τα δύο κράτη κήρυξαν “ανακωχή”, αποφασίζοντας να απέχουν από ενέργειες που θα μπορούσαν να δώσουν συνέχεια στον εμπορικό πόλεμο που μαίνεται μεταξύ τους από το 2018 και ο οποίος έχει προκαλέσει Αμερικανικούς δασμούς σε Κινέζικα προϊόντα ύψους μεγαλύτερου από 360 bn $, αλλά και Κινεζικούς δασμούς σε Αμερικανικά προϊόντα ύψους μεγαλύτερου από 110 bn $. Της συμφωνίας είχαν προηγηθεί δύο συναντήσεις και εφτά τηλεφωνήματα μεταξύ των “Αρχηγών” των δύο χωρών, του Αμερικάνου Προέδρου D. Trump και του Κινέζου Προέδρου Xi jinping, δεκατρείς γύροι οικονομικών και εμπορικών διαπραγματεύσεων σε επίπεδο υψηλόβαθμων αξιωματούχων, αλλά και είκοσι τηλεφωνήματα ανάμεσα στους επικεφαλής της κάθε πλευράς στον μεταξύ τους “περιεκτικό οικονομικό διάλογο”. Όλες τις παραπάνω αλληλεπιδράσεις απασχόλησε ο τρόπος, με τον οποίο οι δύο κυβερνήσεις, θα κατόρθωναν να ξεπεράσουν τις μεταξύ τους εμπορικές διαφορές. 

Μολαταύτα η “Πρώτη Φάση” της Σινοαμερικανικής “Εμπορικής Συμφωνίας” υπογράφηκε σε μία εποχή, όπου οι σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας παρουσιάζουν γενικότερη επιδείνωση. Ο Σινοαμερικανικός ανταγωνισμός οξύνεται διαρκώς, εξαιτίας των προσπαθειών των ΗΠΑ να ανακόψουν τη ραγδαία καπιταλιστική ανάπτυξη της Κίνας, η οποία αποτελεί απειλή για τη μεσοπρόθεσμη πρωτοκαθεδρία τους στο “Διεθνές Ιμπεριαλιστικό Σύστημα (ΔΙΣ)”. Συνακόλουθα η Ουάσιγκτον επιχειρεί να παρεμποδίσει την υλοποίηση της Κινεζικής “Πρωτοβουλίας Belt & Road (BRI)” και του Κινεζικού project “Made in China 2025”, μέσω των οποίων το Πεκίνο φιλοδοξεί να αποκτήσει καταλυτική επιρροή στην “Παγκόσμια Νήσο (Ευρασία-Αφρική)”, αλλά και να πετύχει παγκόσμια τεχνολογική κυριαρχία. Για να πετύχει το στόχο της η Αμερικανική ηγεσία αυξάνει το στρατιωτικό της αποτύπωμα στη λεγόμενη “περιοχή του Ινδοειρηνικού” και τη “Νότια Κινεζική Θάλασσα”, ενώ πολλαπλασιάζει τις οικονομικές και διπλωματικές πιέσεις προς τις χώρες που μετέχουν στη BRI, αλλά και τις κυβερνήσεις που αναπτύσσουν σχέσεις με τον Κινεζικό τεχνολογικό κολοσσό Huawei και φιλοδοξούν να εγκαταστήσουν το δικό του “Δίκτυο 5G” στις τηλεπικοινωνίες τους. Πρόσθετα προσπαθεί να επιβάλλει στην Κινεζική ηγεσία μέσω οικονομικών μέτρων, την άρση από μέρους της του κρατικού ή δημόσιου ιδιοκτησιακού καθεστώτος, αλλά και των προστατευτικών και υποστηρικτικών μέτρων, που διατηρεί σε ορισμένους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας της, αλλά και την ιδιωτικοποίηση τους και το «άνοιγμα» τους σε Αμερικανικές εταιρείες, επιχειρώντας να πλήξει αυτό που θεωρεί ως «καρδιά» της ραγδαίας Κινεζικής καπιταλιστικής ανάπτυξης.

Συνακόλουθα οι Αμερικανικές ενέργειες προκαλούν την αντίδραση του Πεκίνου, το οποίο προχωρά ταχέως στον εκσυγχρονισμό του στρατιωτικού του οπλοστασίου, επιχειρεί να ανακατευθύνει εντονότερα τον προσανατολισμό της οικονομίας του από την εξαγωγή εμπορευμάτων, προς την αύξηση της εσωτερικής κατανάλωσης και την εξαγωγή κεφαλαίων, ενώ εργάζεται προκειμένου να περιορίσει τη σημασία των ΗΠΑ ως οικονομικού του εταίρου, αναζητώντας νέους ή εμβαθύνοντας τη σχέση του με παλιούς οικονομικούς συνεργάτες. Παράλληλα εστιάζει στην κατοχύρωση ενός διευρυμένου χώρου αποκλειστικής οικονομικής του επιρροής στην Ευρασία, απόλυτα εξαρτημένου από το Κινεζικό τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό σύστημα, το Κινεζικό εμπόριο, τις Κινεζικές εφοδιαστικές αλυσίδες και τις Κινεζικές επενδύσεις στις υποδομές και τα project συνδεσιμότητας. Τέλος στοχεύει στην «πρόσδεση» περισσότερων χωρών στο «άρμα» των δικών του τεχνολογικών καινοτομιών.          

Ωστόσο και για τις δύο παγκόσμιες δυνάμεις η μετεξέλιξη του ανταγωνισμού τους σε «θερμή» ή «ψυχρή» αντιπαράθεση, για την ώρα δεν είναι προτιμητέα επιλογή. Η ηγεσία των ΗΠΑ θεωρεί ότι υπάρχουν ακόμη περιθώρια, ώστε μέσω της άσκησης οικονομικών πιέσεων, να τιθασευτεί η Κινεζική «άνοδος» και εν τέλει να μην είναι απειλητική για τη θέση του Αμερικανικού καπιταλισμού στο ΔΙΣ, δίχως να χρειαστεί να λάβει το ρίσκο μιας κατακόρυφης στρατιωτικοποίησης του μεταξύ τους ανταγωνισμού.

Από την άλλη μεριά το Πεκίνο δίνει έμφαση στη διατήρηση της σταθερότητας του ΔΙΣ, ώστε να μη διαταραχθεί η τάση υποχώρησης της ισχύος των ΗΠΑ και η τάση αύξησης της δικής του ισχύος, παράγοντες που του επιτρέπουν να καλπάζει προς την πλανητική πρωτοκαθεδρία. Σε αυτά τα πλαίσια το 2017 ο Πρόεδρος Xi διατύπωσε στη Γενική Συνέλευση (ΓΣ) του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) την Κινέζικη πρόταση για μια “κοινότητα ενός κοινού μέλλοντος για την ανθρωπότητα (CSFM)”. Αυτή υποστηρίζει την αποκέντρωση των διαδικασιών λήψης αποφάσεων στους διεθνείς (ΔΟ) και υπερεθνικούς οργανισμούς (ΥΟ), την παύση των μονομερών ενεργειών στο ΔΙΣ και την αναγνώριση των ιδιαίτερων προτεραιοτήτων που ιεραρχεί ο καπιταλισμός κάθε χώρας, όπως και των αντίστοιχων κυβερνητικών ενεργειών που απορρέουν απ’ αυτές. Αφορά το πως θα έπρεπε, σύμφωνα με την Κινεζική ηγεσία, να δομούνται οι διεθνείς σχέσεις στην εποχή της υποχώρησης της Αμερικανικής ηγεμονίας και της ισχυροποίησης άλλων κέντρων στο ΔΙΣ, μεταξύ αυτών και η Κίνα, επιχειρώντας ταυτόχρονα να εντάξει ομαλά σε αυτό το πλαίσιο και τις ΗΠΑ.

Την ίδια στιγμή τα περιθώρια κλιμάκωσης των οικονομικών πιέσεων προς το Πεκίνο εκ μέρους της Ουάσιγκτον επίσης δεν είναι ανεξάντλητα. Περιορίζονται, αφενός από τη μεγάλη αλληλεξάρτηση που εξακολουθούν να έχουν οι δύο οικονομίες, γεγονός που στην περίπτωση των Αμερικανικών πιέσεων δυσχεραίνει την καπιταλιστική ανάπτυξη των ΗΠΑ, ενώ προκαλεί αντιδράσεις από ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα που διατηρούν ισχυρές διασυνδέσεις με την Κινεζική αγορά, αφετέρου από τις αρνητικές επιπτώσεις που επιφέρουν στην παγκόσμια οικονομία, η οποία με τη σειρά της επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη στις ΗΠΑ.

Από την άλλη μεριά όμως περιορισμένη είναι και η αντίσταση που μπορεί να προβάλλει το Πεκίνο στις Αμερικανικές οικονομικές πιέσεις. Η ηγεσία της Κίνας είναι αντιμέτωπη με τους χαμηλότερους ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης εδώ και δεκαετίες, ενώ η οικονομία της παραμένει απογοητευτικά πολύ, αλλά και ανισόμετρα, συνδεδεμένη με την οικονομία των ΗΠΑ, της χώρας εκείνης που ελέγχει τις παγκόσμιες χρηματοοικονομικές ροές. Ακόμη χειρότερα το Πεκίνο δεν έχει καταφέρει να μετρήσει επαρκή βήματα στην ανακατεύθυνση της οικονομίας του, στην κατοχύρωση μιας ζώνης αποκλειστικής οικονομικής επιρροής και στην τεχνολογική σύνδεση του με άλλες χώρες.

Συνακόλουθα επιβεβαιώνεται ότι ένας ορισμένος συμβιβασμός, ιδιαίτερα ένας οικονομικός συμβιβασμός, ανάμεσα σε Πεκίνο και Ουάσιγκτον είναι ζητούμενο για τις κυβερνήσεις και στις δύο χώρες. Παράλληλα η κυβέρνηση της Κίνας παρουσιάζεται πιο τρωτή στο ενδεχόμενο κλιμάκωσης ενός Σινοαμερικανικού οικονομικού πολέμου, καθώς αυτός θα διατάραζε εντονότερα την υποχωρούσα καπιταλιστική της ανάπτυξη. Όλα τα παραπάνω αποτυπώθηκαν στις διαπραγματεύσεις για την υπογραφή της “Πρώτης Φάσης” της μεταξύ τους “Εμπορικής Συμφωνίας”. Η ηγεσία της Κίνας από το Φθινόπωρο, πιθανά επηρεασμένη και από την απότομη πτώση που σημείωσαν οι Κινεζικές εξαγωγές το μήνα Αύγουστο, την οποία αρκετοί ειδικοί αποδίδουν στους Αμερικανικούς δασμούς, εκδήλωσε μια πιο συγκαταβατική προσέγγιση στις διαπραγματεύσεις της με τις ΗΠΑ, γεγονός που δεν έμεινε αναξιοποίητο από το Λευκό Οίκο. Συνακόλουθα και μετά από ένταση των διπλωματικών επαφών οδηγηθήκαμε στη συμφωνία της 15ης Γενάρη.

Σύμφωνα με αυτήν η Κίνα προβλέπεται έως το 2021να αυξήσει κατά 200 bn $ τις εισαγωγές Αμερικανικών αγαθών και υπηρεσιών σε σχέση με το 2017. Ξεχωρίζουν οι εισαγωγές γεωργικών προϊόντων και ορυκτών καυσίμων. Ταυτόχρονα το Πεκίνο οφείλει να «ανοίξει» τον αγροτικό τομέα και τον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στις Αμερικανικές επιχειρήσεις, αλλά και να λάβει μέτρα προστασίας υπέρ των Αμερικανικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, όσον αφορά την πνευματική ιδιοκτησία και τη μεταβίβαση τεχνολογίας. Πρόσθετα η Κινεζική ηγεσία καλείται να πάψει να χειραγωγεί το Γιουάν, καθώς η κυβέρνηση των ΗΠΑ εκτιμά πως μέρος του εμπορικού της ελλείματος έναντι της Κίνας, οφείλεται στην επιτηδευμένη υποτίμηση του Κινεζικού νομίσματος από τις Κινεζικές αρχές, προκειμένου να αποκτούν πλεονέκτημα οι Κινεζικές επιχειρήσεις στο διεθνή ανταγωνισμό. Παράλληλα ο Λευκός Οίκος θα εξακολουθήσει την επιβολή δασμών 25% σε εισαγωγές από την Κίνα αξίας ύψους 250 bn $ και 7,5% σε εισαγωγές αξίας ύψους 110 bn $, ωστόσο δεσμεύεται να μην προωθήσει κάποιο άλλο πακέτο δασμών. Την ίδια στιγμή οι Αμερικανικές χρηματαγορές ανοίγουν για τα Κινεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τις Κινεζικές εταιρείες τεχνολογίας. Τέλος η τήρηση της συμφωνίας θα παρακολουθείται από μια επιτροπή και ένα σώμα επίλυσης διαφορών, όπου οι δύο χώρες θα μετέχουν ισότιμα. 

Συνεπώς προκύπτει ότι η παρούσα συμφωνία μάλλον ωφελεί περισσότερο τον Αμερικάνικο παρά τον Κινέζικο καπιταλισμό. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί ότι στο, 90 και πλέον σελίδων, κείμενο της συμφωνίας υπάρχουν 105 αναφορές ότι η “Κίνα θα”, ενώ υπάρχουν μόνο πέντε αναφορές ότι οι “ΗΠΑ θα” και 27 αναφορές ότι οι “ΗΠΑ επιβεβαιώνουν”. Πρόσθετα η υπογραφή της συμφωνίας από τον Κινέζο αντιπρόεδρο και όχι τον Κινέζο Πρόεδρο, παρότι ο τελευταίος είχε προσκληθεί στο Λευκό Οίκο, αποτυπώνει ως ένα βαθμό και τη δυσαρέσκεια της Κινεζικής ηγεσίας για την έκβαση των διαπραγματεύσεων. Άλλωστε το προηγούμενο διάστημα Κινέζοι αξιωματούχοι και κρατικά μέσα ενημέρωσης της χώρας, έκαναν λόγο για «εθνική ταπείνωση» στην περίπτωση μιας συμφωνίας χωρίς την κατάργηση των Αμερικανικών δασμών και με συγκεκριμένες υποχρεώσεις αγοράς για την Κίνα. Η “Πρώτη Φάση” της συμφωνίας περιέχει και τα δύο.

Επίσης είναι γεγονός πως με τη διατήρηση των δασμών το Κινεζικό κράτος αναγκάζεται να μεταφέρει μέρος των αξιών που δημιουργούνται ως αποτέλεσμα της δικής του καπιταλιστικής ανάπτυξης στις ΗΠΑ, συμβάλλοντας τελικά στην καπιταλιστική ανάπτυξη των τελευταίων και αποδυναμώνοντας τη δική του. Αντίστοιχο αποτέλεσμα έχουν και οι υποχρεωτικές Κινεζικές αγορές, οι οποίες μάλιστα δυσχεραίνουν την ενδυνάμωση των εμπορικών σχέσεων της Κίνας με άλλους εταίρους, καθώς περιορίζουν το «χώρο» για την εισαγωγή εμπορευμάτων απ’ άλλες χώρες, όπως ήδη έχουν παραδεχθεί Κινέζοι αναλυτές ότι θα συμβεί για τη Βραζιλιάνικη σόγια.

Ωστόσο ο χαρακτηρισμός «ταπείνωση», μάλλον δεν ανταποκρίνεται στο αποτέλεσμα της “Πρώτης Φάσης” της συμφωνίας. Αρχικά διότι το άνοιγμα του Κινεζικού χρηματοπιστωτικού τομέα έχει επιλεχθεί εδώ και καιρό από την ίδια την Κινεζική ηγεσία, ως μέσο για την προσέλκυση κεφαλαίων που θα διευκολύνουν την ανακατεύθυνση της Κινεζικής οικονομίας. Πρόσθετα επειδή η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και της μεταβίβασης τεχνολογίας, για λογαριασμό των Αμερικανικών εταιρειών που δραστηριοποιούνται στην Κίνα, δεν αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά τα τεχνολογικά σχέδια της Κίνας. Σήμερα η τεχνολογική ανάπτυξη της Κίνας περισσότερο βασίζεται στις δικές της «δυνάμεις», παρά σε «δυνάμεις» τρίτων. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε το Πεκίνο, επίσης εδώ και καιρό βλέπει όχι αρνητικά τέτοιο είδους μέτρα. Επιπλέον η Κινεζική κυβέρνηση έχει σταματήσει εδώ και ορισμένο διάστημα την επιτηδευμένη υποτίμηση του Γιουάν, πιθανά γιατί θέλει να προσαρμόσει τη νομισματική της πολιτική στην ανακατεύθυνση της οικονομίας της, η οποία εξυπηρετείται από ένα ισχυρότερο νόμισμα. Τελευταίο και σημαντικότερο όμως είναι το στοιχείο, ότι στη συμφωνία δεν υπάρχουν δεσμεύσεις της Κίνας ως προς τη μείωση της κρατικής υποστήριξης που παρέχει σε ορισμένες εταιρείες της ή του δημόσιου και κρατικού ελέγχου σε κάποιες απ’ αυτές, το οποίο θεωρείται και «κόκκινη γραμμή» για την Κινεζική κρατική ηγεσία. Το αντίθετο μάλιστα, η υποχρεωτική αγορά από την Κίνα τόσο μεγάλων ποσοτήτων Αμερικανικών εμπορευμάτων, το πιο πιθανό είναι ότι θα ενισχύσει το ρόλο του Κινεζικού κράτους στη ρύθμιση των εμπορικών συναλλαγών, καθώς πολύ δύσκολα οι «δυνάμεις της αγοράς» θα φέρουν εις πέρας αυτήν την υποχρέωση από μόνες τους και μάλιστα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.    

Στη βάση όλων των παραπάνω μπορούμε να συμπεράνουμε πως η τελεσφόρηση των συνομιλιών για την υπογραφή της “Δεύτερης Φάσης” της συμφωνίας, η οποία θα περιλαμβάνει την κατάργηση των δασμών, ως αντάλλαγμα του περιορισμού της ανάμειξης του Κινεζικού κράτους στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας και της ακύρωσης των τεχνολογικών του φιλοδοξιών, είναι πιο δύσκολη έως και αμφίβολη υπόθεση. Ακριβώς γιατί «αγγίζει» το πιο κρίσιμο σημείο του Σινοαμερικανικού ανταγωνισμού. Αυτό όπου και τα δύο μέρη πολύ δύσκολα θα υποχωρήσουν, καθώς πιστεύουν ότι απ’ αυτό εξαρτάται η τύχη της θέσης τους στο ΔΙΣ. Χωρίς όμως τη “Δεύτερη Φάση”, η “Πρώτη” έχει μόνον πρόσκαιρα οικονομικά οφέλη να προσφέρει στις ΗΠΑ, ενώ περισσότερο οικονομικά βάρη δημιουργεί στο Πεκίνο. Συνακόλουθα δεν αποκλείεται η κατάργηση της τελευταίας στο ενδεχόμενο μιας προσπάθειας των ΗΠΑ να μεγιστοποιήσουν τις πιέσεις προς την Κινεζική ηγεσία, ιδιαίτερα στην περίπτωση που αποκαλυφθεί η περιορισμένη χρησιμότητα της στην «τιθάσευση» της Κινεζικής «ανόδου». 

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο Facebook Twitter LinkedIn Email Pinterest
booksandtoys

Δείτε επίσης