Του Κ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ, κινήθηκε στο πνεύμα της στρατηγικής την οποία ενέκριναν οι Υπουργοί των Εξωτερικών στην σύνοδο του Δεκέμβρη και από αυτήν την άποψη το πολιτικό της στίγμα ήταν προδιαγεγραμμένο και εν πολλοίς αναμενόμενο…
Η διαχείριση των ισορροπιών ωστόσο, αν και δεν ήταν εμφανής και διακηρυγμένη προτεραιότητα της Συνόδου, εν τούτοις ήταν η πλέον κρίσιμη παράμετρος στην εξίσωση υπό τον γενικό τίτλο «Στρατηγική ΝΑΤΟ 2030», ενώ η δυσκολία στην διαχείρισή της, διαπερνά ΚΑΙ το κοινό ανακοινωθέν, παρά τις θριαμβολογίες και την ψευδαίσθηση αυτοπεποίθησης που επιχειρείται να εκπέμψει.
Η προσαρμογή της Ατλαντικής συμμαχίας στις νέες συνθήκες, δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, αφού πέρα από τα όποια επικοινωνιακά ταρατατζούμ, φαίνεται ότι αυτή η διαδικασία, σκοντάφτει σοβαρά, σε μια πλειάδα εσωτερικών ανταγωνισμών, αλλά στην ίδια την φυσιογνωμία των κυρίαρχων αντιθέσεων του σύγχρονου κόσμου.
Αυτός είναι και ο λόγος που στο πνεύμα του κοινού ανακοινωθέντος δεν τηρούνται πλέον ούτε τα προσχήματα. Οι ηγέτες των 30 χωρών, προσυπογράφοντας αυτό το ανακοινωθέν, επιβεβαίωσαν στην πράξη ότι έχουν αυτοεγκλωβιστεί στην λογική μιας πολυμερούς συνθήκης που γυρίζει την πλάτη στα οξυμμένα προβλήματα των κοινωνιών που εκπροσωπούν, ενώ ταυτόχρονα παραδίδουν τις χώρες τους σε τυχοδιωκτικές λογικές με ανυπολόγιστο βραχυμεσοπρόθεσμο κόστος.
Η κεντρική ιδέα αυτής της νέας πολυμερούς συνθήκης, συνίσταται σε μια διακήρυξη προθέσεων για την συλλογική στοίχιση των 30 πίσω από μια αμφιλεγόμενη Αμερικανική στρατηγική εμμονή που επιδιώκει να εργαλειοποιήσει πλήρως το ΝΑΤΟ, σε μια απέλπιδα προσπάθεια των Αμερικανών να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος και εντέλει την πολυπόθητη πλανητική ηγεμονία.
Τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη αυτής της επιδίωξης…
Είναι ένας συνδυασμός πολιτικών, διαχειριστικών, τεχνοκρατικών και στρατιωτικών εργαλείων, το μείγμα των οποίων απαιτεί προσεκτική ανάγνωση διότι αυτό που αποκαλύπτει, ΔΕΝ είναι η αίγλη της γνώριμης παραδοσιακής συμμαχικής συνοχής, αλλά οι πολλαπλές αντιθέσεις που αναζητούν νέα σημεία σύγκλισης και νέες γέφυρες προκειμένου να λειτουργήσουν αποτελεσματικά στις νέες συνθήκες.
Όλα τα παραπάνω, δεν συνιστούν απλά την πεμπτουσία ενός επικαιροποιημένου δόγματος στην βάση του οποίου επιχειρείται η προσαρμογή ενός παραδοσιακού συμμαχικού σχήματος στις νέες συνθήκες.
Αποτελούν μια εκβιαστική δομική παρέμβαση, που χορογραφείται από τους Αμερικανούς και με την οποία το ΝΑΤΟ της ψυχροπολεμικής εποχής, σταδιακά μεταλλάσσεται σε μια νέου τύπου συμβατική συνεργατική πλατφόρμα πολλών ταχυτήτων, σε μια προσπάθεια να συνδυάσει την διαχείριση αγεφύρωτων εσωτερικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών με την ανάγκη των ΗΠΑ να παρατάξουν ένα σοβαρό και υπολογίσιμο αντιστάθμισμα που θα μπορούσε να ανακόψει την επέλαση των στρατηγικών τους αντιπάλων.
Οι υποτελείς φτωχοδιάβολοι και οι περιφερειακοί δορυφόροι, θα πληρώσουν πανάκριβα αυτήν την προσαρμογή. Πρώτο θύμα θα είναι οι εθνικοί αμυντικοί σχεδιασμοί. Η φιλοδοξία ωστόσο του εν λόγω τερατουργήματος να «καταπιεί» χώρες με σχετικά ασαφές γεωπολιτικό αποτύπωμα δεν κρύβεται, ενώ είναι φανερό ότι η δυναμική που επιχειρεί να εγκαινιάσει, αυτό που θα καταφέρει μακροπρόθεσμα θα είναι να τροφοδοτήσει αστάθεια, ακόμη και αλλαγές συνόρων, στους κόλπους αυτής της ερμαφρόδιτης συμμαχίας.
Είναι λοιπόν φανερό ότι στο περιβάλλον αυτής της αντίληψης θα πρέπει να αξιολογηθούν και όλα όσα συντελέστηκαν στο παρασκήνιο αυτής της Συνόδου.
Ο Μπάιντεν εγκατέλειψε -χωρίς να κρατά ούτε καν τα προσχήματα– την αντιτουρκική ρητορική των προηγούμενων ημερών και έσπευσε να διαμηνύσει στον Ερντογάν την πρόθεσή του να επαναπροσδιορίζει τις Αμερικανοτουρκικές σχέσεις στην βάση της αναπροσαρμοσμένης αμερικανικής στρατηγικής. Πρόκειται για μια πολιτική συμπεριφορά που αποπνέει ηττοπάθεια, η οποία βεβαίως δεν περνά απαρατήρητη ούτε από τους Ρώσους αλλά ούτε και από τους Κινέζους επιτελείς, ενώ αποθρασύνει έτι περαιτέρω την Τουρκία και συμβάλει στην ενδυνάμωση των φιλοδοξιών που αποσκοπούν στην ευρύτερη γεωπολιτική της χειραφέτηση.
Ο Μακρόν, έχοντας αποκομίσει μια σαφή εικόνα για τις πραγματικές διαθέσεις των «συμμάχων» του, επιχειρεί να δημιουργήσει νέα επίπεδα ισορροπίας και με τους φιλόδοξους περιφερειακούς του ανταγωνιστές. Η διαφαινόμενη επαναπροσέγγιση με την Τουρκία, είναι μέσα στην επιδιώξεις και του Ερντογάν, διαμορφώνει ένα νέο πολύ ενδιαφέρον πεδίο για έξυπνη και στοχευμένη στρατηγική διαχείριση και ενδέχεται να παράξει εκπλήξεις και ανατροπές που μπορεί να εντυπωσιάσουν.
Ο Ερντογάν φαίνεται πως είναι ο μεγάλος κερδισμένος του παρασκηνίου. Στρίμωγμα από τον Μπάιντεν δεν προέκυψε. Επαναπροσέγγιση με τον Μακρόν φαίνεται ότι δρομολογείται βάσιμα. Οι κατ’ ιδίαν συνομιλίες του με τον Έλληνα πρωθυπουργό, ήταν μάλλον μια εύκολη υπόθεση αφού εργαλειοποίησε με καταφανή ευκολία τις Ελληνικές αυταπάτες και αναβαθμίζει συνολικά τόσο το συμμαχικό αποτύπωμα της Τουρκίας όσο και την περιφερειακή της θέση, ισχυροποιώντας, μεταξύ άλλων, και το ειδικό βάρος των τετελεσμένων τα οποία επέβαλε κατά την διάρκεια της προηγούμενης περιόδου.
Η Ελλάδα προφανώς υπήρξε ο μεγάλος χαμένος αυτής της Συνόδου. Χαμένη στο προσκήνιο, αφού φρόντισε δια του ιδίου του πρωθυπουργού της να πλειοδοτήσει στα προαιτούμενα της Αμερικανικής ατζέντας… Χαμένη όμως και στο παρασκήνιο, με τον πρωθυπουργό της να συμπεριφέρεται ως ένας άβουλος γεωπολιτικός «Πάρτα Όλας» απέναντι στον βουλιμικό Ερντογάν ο οποίος προσέφερε υποσχέσεις για ένα «ήσυχο καλοκαίρι», και απέσπασε έτσι έτσι, έναντι ελαχίστου τουριστικού συναλλάγματος, την απαραίτητη Ευρωατλαντική ανοχή στην πειρατική του δράση, τον απαραίτητο χρόνο για να «κλειδώσει» περαιτέρω τα τετελεσμένα της Τουρκολιβυκής πατσαβούρας, αλλά και της νομιμοποίησης του Αττίλα στην Κύπρο και φυσικά μια σειρά καινούριων ευκαιριών για να κλιμακώσει περαιτέρω την αναθεωρητική του ατζέντα σε Θράκη, Αιγαίο και ΝΑ Μεσόγειο, αξιοποιώντας την δυνατότητά του για απροκάλυπτες παρεμβάσεις σε όλο το εύρος των Βορείων συνόρων μας, το περιεχόμενο των συζητήσεων του με τον Έλληνα πρωθυπουργό και φυσικά την διπλωματικοπολιτική ανοχή που επιδεικνύει στον νεο-οθωμανικό παραλογισμό, σύμπασα η πολιτική ελίτ του τόπου.
Επίλογος…
Η συγκεκριμένη Σύνοδος Κορυφής, επιβεβαίωσε στο ακέραιο την πρόβλεψή μας, ότι οι ΗΠΑ παρά τις μεγαλοστομίες των εκπροσώπων τους, στην ουσία βουλιάζουν στην περιδίνηση ενός ιδιότυπου στρατηγικού μεταπρατισμού και από αυτήν την πορεία της γεωστρατηγικής απαξίωσης, επιστροφή ΔΕΝ υπάρχει.
Παράλληλα, η συγκεκριμένη Σύνοδος Κορυφής, ήταν μια πολλαπλή διπλωματικοπολιτική ήττα για την Ελλάδα. Η πατρίδα μας δια του πρωθυπουργού της, προσέφερε θετική ψήφο στο Αμερικανικό σχέδιο του πλανητικού τυχοδιωκτισμού και την ίδια στιγμή εισέπραξε την χλεύη του Ερντογάν, την περιθωριοποίηση από τους «συμμάχους» της, την προκλητικά απαξιωτική αντιμετώπισή της τόσο από την Γερμανία όσο και από τις ΗΠΑ και φυσικά το πέρας της Συνόδου, την βρίσκει με καταφανώς περιορισμένες – έως πλήρως εκμηδενισμένες – τις δυνατότητες να αξιοποιήσει στρατηγικά την ευνοϊκή προδιάθεση την οποία είχαν ήδη επιδείξει οι Γάλλοι κατά την διάρκεια της προηγούμενης περιόδου.
Άλλη μια κρίσιμη ιστορική ευκαιρία χάθηκε και δεν πρόκειται να επανέλθει… Στην Συγκεκριμένη Σύνοδο Κορυφής, η Ελλάδα παρέδωσε την αξιοπρέπειά της και την εναπομείνασα στρατηγική της υποδομή για να στηρίξει το νέο Ευρωατλαντικό τυχοδιωκτικό όραμα των Αμερικανών, προσυπέγραψε την υποταγή της στο νεο-οθωμανικό όραμα του Σουλτάνου και έναντι όλων αυτών απέσπασε την χλεύη και μερικές ήσυχες ξαπλώστρες στον Ήλιο του Καλοκαιριού, πουλώντας στους πολίτες της ένα απαράδεκτο και προκλητικό παραμύθι.
Από την στιγμή που αποδεχτήκαμε η νέα εθνική μας στατηγική να φέρει την κωδική ονομασία ‘Ήσυχο καλοκαίρι», είναι φανερό ότι αυτός ο τόπος δεν μπορεί να έχει μέλλον και η ευθύνη γι αυτήν την κατάντια ανήκει σε όλους μας.