Υποστηριξε το militaire
Άποψη
28/08/2020 | 06:15 (ενημερώθηκε 4 έτη πριν)
Militaire News

Η κλιμάκωση της Τουρκικής επιθετικότητας και «ο ελέφαντας στο δωμάτιο»

Η κλιμάκωση της Τουρκικής επιθετικότητας και «ο ελέφαντας στο δωμάτιο»

Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ

PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας

Φωτογραφία ΝΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ

Η παράταση της δραστηριότητας του Oruc Reis, συνοδευόμενου από πολεμικά πλοία, στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα ,αποτυπώνει την αυτοπεποίθηση της Τουρκίας, σχετικά με τη δυνατότητα της να χρησιμοποιεί τη στρατιωτική ισχύ και την παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων για την απόσπαση πολιτικών & νομικών αποτελεσμάτων σε βάρος της Ελλάδας. Συγκεκριμένα υποδηλώνει την πίστη της, ότι η χρήση τέτοιων μέσων θα της επιτρέψει να αναγνωριστεί από τα κράτη της Αν. Μεσογείου και τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που δραστηριοποιούνται σε αυτή, ως ο παράγοντας που ασκεί de facto κυριαρχικά δικαιώματα ανατολικά του 28ου Μεσημβρινού (Ρόδος), προσβλέποντας ότι αυτό θα τους οδηγήσει να αποδεχθούν την κυριαρχία της σε αυτήν την περιοχή. Πρόσθετα αντανακλά την εκτίμηση της, ότι τέτοιες ενέργειες ωθούν όλους τους άλλους δρώντες στην Αν. Μεσόγειο να λαμβάνουν υπόψιν τα συμφέροντα της στις οποιεσδήποτε απόπειρες διευθετήσεων στην περιοχή, καθώς θεωρεί ότι τους υπενθυμίζουν πως τυχόν επιλογή τους να αγνοήσουν τις θέσεις της είναι επικίνδυνη.

Συνακόλουθα η Άγκυρα είναι πολύ πιθανό να εφαρμόσει ανάλογες τακτικές για να επεκτείνει τη διαπραγμάτευση με την Αθήνα, πέρα από την οριοθέτηση της μεταξύ τους ΑΟΖ, σε ζητήματα όπως η Θράκη, το καθεστώς μεταξύ 25ου-28ου Μεσημβρινού, η αιγιαλίτιδα ζώνη στο Αιγαίο κ.α. Άλλωστε οι φιλοδοξίες της να εδραιωθεί ως περιφερειακός ηγεμόνας με τη δική της σφαίρα επιρροής και να αναδειχτεί σε παγκόσμια δύναμη, για λογαριασμό του τουρκικού καπιταλισμού, συμβαδίζουν με τέτοιες αξιώσεις. Οι τελευταίες είναι σημαντικές για τον πολλαπλασιασμό της ναυτικής της ισχύος και τη μετατροπή γειτονικών της περιοχών σε «ζώνες ασφαλείας» (τουρκικής κυριαρχίας), μέσω των οποίων θα διευκολύνονται οι στρατιωτικές της δραστηριότητες σε όλη την Αν. Μεσόγειο, η υφαρπαγή του ενεργειακού της πλούτου, η κυριαρχία της στις οδούς διαμετακόμισης ενέργειας–εμπορευμάτων και η αύξηση των μεριδίων της στις αγορές. Συνεπώς δεν εκπλήσσει ο εμφατικός τρόπος με τον οποίο εγείρονται από τους Τούρκους αξιωματούχους, ενώ η έγερση τους είναι αδύνατο να μη συνδυαστεί από μία επιθετική και καταναγκαστική πολιτική.

Την ίδια στιγμή ο Ευρωατλαντικός συνασπισμός επιδεικνύει ανοχή στις φιλοδοξίες και την επιθετικότητα της Τουρκικής κυβέρνησης. Μόνο κατά την εξέλιξη της παρούσας ελληνοτουρκικής κρίσης, οι όποιες αντιδράσεις των ισχυρότερων παραγόντων της Δύσης εξαντλήθηκαν σε φραστικές επικρίσεις απέναντι στις Τουρκικές ενέργειες, ενώ αποτέλεσαν μέρος μιας ευρύτερης προσέγγισης, η οποία δεν είναι εχθρική προς την Άγκυρα. Συγκεκριμένα η Γερμανία μίλησε για «διαφιλονικούμενα ζητήματα δίκαιου της θάλασσας», οι ΗΠΑ προσφώνησαν τον Ερντογάν «σκακιστή» και χαρακτήρισαν «διεκδικούμενη» από την Αθήνα την περιοχή της Ελληνικής υφαλοκρηπίδας, ενώ η ΕΕ στη σύνοδο των υπ. Εξωτερικών στις 14/8 αρνήθηκε να εκδώσει καταδικαστική ανακοίνωση για τις Τουρκικές προκλήσεις. Ταυτόχρονα όλοι αυτοί οι παράγοντες καλούν Ελλάδα και Τουρκία να αποκλιμακώσουν τη μεταξύ τους ένταση και να εμπλακούν σε έναν διμερή διάλογο για την επίλυση των μεταξύ τους διαφορών, κάνοντας αμφιλεγόμενες αναφορές στο Διεθνές Δίκαιο και επί της ουσίας μη παίρνοντας θέση για το περιεχόμενο της ατζέντας. Αντίστοιχα πράττουν και δυνάμεις που αντιδρούν δυναμικότερα στις Τουρκικές ενέργειες, με γνώμονα τα δικά τους συμφέροντα, όπως η Γαλλία, η οποία επικροτεί τη διαμεσολαβητική πρωτοβουλία της Γερμανίας. Άλλωστε δεν πρέπει να λησμονείται ότι για το ΝΑΤΟ και την ΕΕ προτεραιότητα έχει ο ανταγωνισμός τους με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, όπως η Ρωσία και η Κίνα, στην έκβαση του οποίου η Τουρκία διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο.

Παράλληλα η Ελληνική κυβέρνηση δείχνει προσηλωμένη στην προσπάθεια επίτευξη ενός συμβιβασμού με την Τουρκία. Αυτό επιβεβαιώνεται από τη διάθεση της να εμπλακεί σε διάλογο μαζί της, εφόσον το Oruc Reis και ο τουρκικός στόλος αποχωρήσουν από την Ελληνική υφαλοκρηπίδα, αλλά και από την προβολή των συμφωνιών σχετικά με τις θαλάσσιες ζώνες Ελλάδας-Ιταλίας & Ελλάδας-Αιγύπτου, ως παράδειγμα μιας μελλοντικής συμφωνίας Ελλάδας-Τουρκίας. Μέσω αυτών των συμφωνιών η Αθήνα δηλώνει την πρόθεση της να διαπραγματευτεί την ΑΟΖ και την υφαλοκρηπίδα της στην περιοχή ανατολικά του 28ου Μεσημβρινού, λαμβάνοντας υπόψιν τα συμφέροντα της Τουρκίας, καθώς με αυτές αποδέχεται μειωμένη επήρεια για τα μεγάλα νησιά του Αιγαίου και ελάχιστη ή καθόλου επήρεια για μικρά νησιά της Ελληνικής επικράτειας, παραχωρεί αλιευτικά δικαιώματα στην Ιταλία εντός της Ελληνικής ΑΟΖ και των μελλοντικών Ελληνικών χωρικών υδάτων, υιοθετεί την «αναλογικότητα» ως κριτήριο για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών και αφήνει έξω απ’ αυτήν την περιοχή ανατολικά του 28ου Μεσημβρινού. Πρόσθετα η εξαγγελία Μητσοτάκη για την επέκταση των Ελληνικών χωρικών υδάτων στο Ιόνιο στα 12 ν.μ, αλλά και η επαναλαμβανόμενη αναφορά των Ελλήνων κυβερνητικών αξιωματούχων, ότι η Ελλάδα αναγνωρίζει ως διαφορά και ως ζήτημα προς διαπραγμάτευση με την Τουρκία τις θαλάσσιες ζώνες γενικώς, στέλνουν μήνυμα στην Άγκυρα ότι η Αθήνα δέχεται να διαπραγματευτεί μαζί της το μονομερές δικαίωμα της για επέκταση των χωρικών της υδάτων στα 12 ν.μ. στο Αιγαίο. Άλλωστε ο διαχρονικός στόχος της Αθήνας να πετύχει την αναβάθμιση τη θέσης του Ελληνικού καπιταλισμού στην περιοχή, μέσω της επίτευξης ενός ευρύτερου συμβιβασμού με την Άγκυρα, ο οποίος θα αναγνωρίσει ορισμένα από τα συμφέροντά αυτού σε Βαλκάνια-Αν. Μεσόγειο και θα διευκολύνει την περιφερειακή διακρατική οικονομική συνεργασία, εξυπηρετείται από τις παραπάνω κινήσεις. Ωστόσο η Τουρκία και στην παρούσα κρίση, όπως και καθ’ όλη τη διάρκεια του σύγχρονου ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, αξιοποιεί τη συγκεκριμένη πολιτική της Αθήνας, προκειμένου να κλιμακώσει τις προκλήσεις και τις αξιώσεις της εις βάρος της. Έτσι η Άγκυρα επέλεξε να επεκτείνει τις παράνομες δραστηριότητες της στην Ελληνική υφαλοκρηπίδα και μετά τις 23/8, ενώ οι αξιωματούχοι της προβαίνουν σε ανοιχτές πολεμικές απειλές.

Αντίστοιχα η Τουρκική επιθετικότητα δεν κάμπτεται ούτε από τις επιλογές της Αθήνας να πρωτοστατήσει στα σχέδια των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ, ευελπιστώντας μεταξύ άλλων κα σε υποστήριξη αυτών στον ανταγωνισμό της με την Τουρκία. Αυτή η κίνηση παραγνωρίζει ότι η απόπειρα αυτών των δυνάμεων να συσπειρώσουν τους συμμάχους τους στην Αν. Μεσόγειο (η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ και σημαντικότατος εταίρος της ΕΕ), πυροδοτώντας και εποπτεύοντας ένα «ανατολίτικο παζάρι» μεταξύ των χωρών της περιοχής, σχετίζεται με τη θέληση τους να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά άλλα κέντρα, αλλά και με την επιθυμία τους να διευκολύνουν τη συμμετοχή των εταιρειών τους στην εκμετάλλευση των φυσικών της πόρων. Συνακόλουθα προωθούν διευθετήσεις στη βάση της συνεκμετάλλευσης-συνδιαχείρισης της περιοχής υπό τη δική τους κηδεμονία. Δεδομένου ότι μια τέτοια εξέλιξη είναι εξαιρετικά δύσκολη χωρίς τη συναίνεση της Τουρκίας, όλοι αυτοί οι παράγοντες τείνουν να ανέχονται ή να στηρίζουν σημαντικό μέρος των Τουρκικών θέσεων. Παράλληλα η τακτική της Αθήνας αγνοεί ότι διακρατικές ενώσεις και συμμαχίες, όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ, χαρακτηρίζονται επίσης από ανταγωνιστικά συμφέροντα μεταξύ των μελών τους και ως εκ τούτου η πολιτική τους ευνοεί πάντοτε περισσότερο τα συμφέροντα των ισχυρότερων εξ’ αυτών. Έτσι η πολιτική του ΝΑΤΟ ταυτίζεται περισσότερο με τα συμφέροντα των ΗΠΑ, ενώ η πολιτική της ΕΕ διαμορφώνεται στη βάση μιας γαλλογερμανικής συνεννόησης, η οποία εξυπηρετεί περισσότερο τα συμφέροντα του Βερολίνου και λιγότερο του Παρισιού. Συνεπώς το κάλεσμα του Έλληνα υπ. Εξωτερικών προς το Γερμανό ομόλογο του, να υπερασπίσει η ΕΕ τα κυριαρχικά της δικαιώματα -δηλαδή της Ελλάδας, όπως και το αίτημα του Έλληνα Πρωθυπουργού προς το Γ.Γ. του ΝΑΤΟ να μην κρατά ίσες αποστάσεις στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, έχουν ρεαλιστική βάση μόνο στο βαθμό που εξυπηρετούν τις προτεραιότητες της γαλλογερμανικής συνεννόησης και τα συμφέροντα των ΗΠΑ. Για την ώρα ο βαθμός αυτός δεν επαρκεί για να προκαλέσει κάτι περισσότερο από μέρος τους πέρα από μία αμφιλεγόμενη φραστική στήριξη προς την Ελληνική κυβέρνηση, η οποία όπως ήδη γράφτηκε συνοδεύεται από έντονες προτροπές για αποκλιμάκωση και παραινέσεις για την έναρξη του ελληνοτουρκικού διαλόγου. Η συγκεκριμένη πραγματικότητα φαίνεται πως έχει περιέλθει στην αντίληψη της Άγκυρας, η οποία επιχειρεί σταθερά να «φουσκώσει» την ατζέντα του επικείμενου ελληνοτουρκικού διαλόγου, εκμεταλλευόμενη τις πιέσεις που δέχεται η Αθήνα.         

Στη βάση όλων των παραπάνω προκύπτει ότι την Τουρκική επιθετικότητα θρέφουν τρεις παράγοντες.

1) Η ανοχή που επιδεικνύει απέναντι της ο Ευρωατλαντικός συνασπισμός.

2) Ο στόχος των Ελληνικών κυβερνήσεων να ισχυροποιήσουν τη θέση του Ελληνικού καπιταλισμού στην περιοχή μέσω ενός ελληνοτουρκικού συμβιβασμού.

3) Η επιλογή των Ελληνικών κυβερνήσεων να πρωτοστατήσουν στα σχέδια των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-ΕΕ σε Βαλκάνια-Αν. Μεσόγειο, ευελπιστώντας μεταξύ άλλων σε υποστήριξη αυτών των δυνάμεων στον ανταγωνισμό τους με την Τουρκία.

Σαφέστατα οι Τουρκικές φιλοδοξίες ενισχύονται και από την ύπαρξη άλλων παραμέτρων, όπως η οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ισχυροποίηση του Τουρκικού καπιταλισμού τις προηγούμενες δεκαετίες, η η πολιτική άλλων παγκόσμιων και περιφερειακών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην περιοχή, οι οποίες επιχειρούν να διευρύνουν ή να αξιοποιήσουν τις αντιθέσεις εντός της Ευρωατλαντικής συμμαχίας κ.α. Ωστόσο αυτές οι παράμετροι θα επιδρούσαν σε μικρότερο βαθμό αν δεν υπήρχαν οι τρεις παράγοντες που αναλύθηκαν στο άρθρο. Δεδομένου πλέον των άμεσων κινδύνων που αντιμετωπίζουν η ειρήνη και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, είναι ανάγκη ο Ελληνικός λαός να δει και να αντιμετωπίσει τον «ελέφαντα στο δωμάτιο» που ευθύνεται γι’ αυτή την κατάσταση.

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο Facebook Twitter LinkedIn Email Pinterest
booksandtoys

Δείτε επίσης