Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ
PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Οι εξελίξεις, μετά τη διάσκεψη του Βερολίνου και την κλιμάκωση της σύγκρουσης στην Ιντλίμπ, αναθερμαίνουν τις συμμαχικές σχέσεις Δύσης-Τουρκίας, δε διαρρηγνύουν τις συνεργατικές σχέσεις Τουρκίας-Ρωσίας και προκαλούν επιδείνωση του προσφυγικού-μεταναστευτικού προβλήματος. Πρόσθετα η έξαρση της επιδημίας του κορονοϊού βυθίζει στην αβεβαιότητα την ούτως η άλλως αναιμική-εύθραυστη ανάπτυξη της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, ενώ καταβαραθρώνει τις τιμές των υδρογονανθράκων (Υ/Α). Ως εκ τούτων οι Τουρκικές προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο (Αν.Με) θα συνεχίσουν να αντιμετωπίζονται με απραξία, ανοχή, ίσως και με περιορισμένη υποστήριξη από τις παγκόσμιες και περιφερειακές δυνάμεις. Αντίστοιχα υπονομεύεται η δυναμική της εγχώριας καπιταλιστικής ανάπτυξης, εντείνεται το αίτημα των πολυεθνικών πετρελαϊκών εταιρειών (IOCS) για ασφάλεια και αυξάνουν οι ροές ταλαιπωρημένων ανθρώπων στα Ελληνικά νησιά.
Η παραπάνω ζοφερή κατάσταση δεν είναι αναπόφευκτη για τη χώρα και το λαό της. Επίσης ευθύνη γι’ αυτή δεν έχουν μόνο η Τουρκία, που εγείρει παράνομες-προκλητικές αξιώσεις, και οι παγκόσμιες δυνάμεις, που αδικούν-αιματοκυλούν τους λαούς. Αντίθετα θέση της παρούσας ανάλυσης είναι, ότι το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται ο Ελληνικός λαός απορρέει, πρωτίστως από τη διαχρονική Στρατηγική των Ελληνικών κυβερνήσεων, η οποία απορρέει από την κατάσταση της Ελληνικής κεφαλαιοκρατικής οικονομίας. Η συγκεκριμένη τοποθέτηση θα επιχειρηθεί να αποδειχθεί παρακάτω, μέσω της συσχέτισης των κεντρικών επιλογών της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Ελληνικής οικονομίας, στο φόντο των βασικών χαρακτηριστικών και των εξελισσόμενων μεταβολών στο σύγχρονο Διεθνές Ιμπεριαλιστικό Σύστημα (ΔΙΣ).
Βασικό χαρακτηριστικό του ΔΙΣ είναι η ύπαρξη διεθνών σχημάτων συνεργασίας (ΔΣΣ). Αυτά συγκροτούνται γύρω από κράτη πυρήνες [ΗΠΑ στον “Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου (NATO)”]- ή συνεννοήσεις κρατών [Γαλλογερμανικός άξονας στην “Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ)”]. Στα πλαίσια αυτής της κατάστασης ο διακρατικός ανταγωνισμός δεν καταργείται, αλλά ανά περιόδους οξύνεται. Έτσι τα ΔΣΣ αδυνατούν να ενωθούν σε μία “Διεθνή Κοινότητα”, αλλά συνυπάρχουν ανταγωνιστικά, ενώ δε μπορούν να ολοκληρωθούν σε υπερεθνικές κοινότητες, καθώς τα κράτη συνυπάρχουν ανταγωνιστικά εντός τους. Συνεπώς το ΔΙΣ είναι άναρχο από τη φύση του. Αυτό οφείλεται στην οικονομική βάση, πάνω στην οποία οικοδομούνται τα κράτη & οι διεθνείς σχέσεις. Η οικονομία είναι η βάση των κοινωνιών, καθώς απ’ αυτή εξαρτάται η επιβίωση τους, η υλική τους ευημερία και η πολιτιστική τους ανάπτυξη. Συνεπώς προτεραιότητα των κρατών είναι η προστασία-διευκόλυνση της οικονομικής ανάπτυξης, γεγονός που καθοδηγεί την εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων.
Η σύγχρονη κεφαλαιοκρατική οικονομία χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ιδιωτικών μετοχικών εταιρειών. Αυτές για να ανταπεξέλθουν στο μεταξύ τους ανταγωνισμό ενώνονται σε εταιρικά σχήματα. Έτσι στο σύνολο σχεδόν των οικονομικών κλάδων, δραστηριοποιούνται λιγοστοί μεγάλοι ανταγωνιστές, γεγονός που ωθεί στη μεταξύ τους συνεννόηση. Αυτή η αντικατάσταση του ελεύθερου ανταγωνισμού των κεφαλαιοκρατών από τη συνεννόηση των εταιρικών σχημάτων, δημιουργεί συνθήκες μονοπώλησης των οικονομικών κλάδων και πλήρους υποταγής τους στα εταιρικά σχήματα -μονοπώλια. Συνακόλουθα τα μονοπώλια κυριαρχούν πλήρως στην οικονομία. Συνεπώς στις σύγχρονες κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες τα κράτη ταυτίζουν την οικονομική ανάπτυξη με την ανάπτυξη των μονοπωλίων.
Τα μονοπώλια δραστηριοποιούνται στις διεθνείς αγορές. Μάλιστα η λειτουργία τους στα πλαίσια πολυεθνικών σχημάτων ανάγεται σε προτεραιότητα, καθώς στην εποχή της παγκόσμιας αγοράς, πρώτιστης σημασίας ζήτημα είναι η εισαγωγή-εξαγωγή κεφαλαίων. Ωστόσο η αύξηση της συνεργασίας ανάμεσα στα μονοπώλια, δεν καταργεί τον ανταγωνισμό ανάμεσα τους, ούτε στο εσωτερικό τους. Αυτό συμβαίνει διότι τα εταιρικά σχήματα είναι ατομική ιδιοκτησία μεγαλομετόχων, οι οποίοι έχουν ανταγωνιστικά συμφέροντα. Αυτοί αντιλαμβάνονται ως θετική την εταιρική συνεργασία, μόνο εφόσον θωρακίζει-ενισχύει τη θέση τους ως μεγαλομετόχους. Σε αυτά τα πλαίσια προτεραιότητα των κρατών είναι η ανάπτυξη των «εθνικών» μονοπωλίων. Αυτή καθορίζει την εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεων. Έτσι οι διεθνείς σχέσεις είναι περισσότερο συνεργατικές, χωρίς να πάψουν να είναι ανταγωνιστικές, και περισσότερο ανταγωνιστικές, δίχως να σταματούν να είναι συνεργατικές, ανάλογα με το τι απαιτεί κάθε φορά το συμφέρον των «εθνικών» μονοπωλίων. Αντίστοιχα καθορίζονται οι διεθνείς συνεργάτες & οι διεθνείς ανταγωνιστές κάθε χώρας.
Ο ανταγωνισμός ανάμεσα και μέσα στα ΔΣΣ χωρίζει τον πλανήτη σε σφαίρες επιρροής, στη βάση της ισορροπίας ισχύος που υπάρχει ανάμεσα στα κράτη. Σήμερα ξεχωρίζουν 2 ΔΣΣ με δυνατότητες προβολής παγκόσμιας ισχύος. Η Δύση με πυρήνα την Ουάσιγκτον και ισχυρό κέντρο τις Βρυξέλλες και ένα σχήμα με πυρήνα τη Ρωσία στην πρώην ΕΣΣΔ.
Ωστόσο η ισορροπία ισχύος μεταβάλλεται συνεχώς, ως συνέπεια του νόμου της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης -της τάσης του κεφαλαίου να αναπτύσσεται περισσότερο σε περιοχές με τη μέγιστη, ασφαλέστερη και αμεσότερη προοπτική κέρδους- και της επακόλουθης ανισόμετρης ανάπτυξης της ισχύος των κρατών. Έτσι εμφανίζονται άλλα δύο, εν δυνάμει, ΔΣΣ με παγκόσμια ισχύ. Ένα γύρω από την Κίνα στην κεντροανατολική Ασία, εφόσον το Πεκίνο οριοθετήσει αυστηρότερα τη σφαίρα επιρροής του, και ένα στο χώρο του Ισλάμ, αν ο ανταγωνισμός μεταξύ των φιλόδοξων ηγετών του καταλήξει σε νικητή ή συμβιβασμό. Παράλληλα ξεπροβάλλουν και ΔΣΣ με φιλοδοξίες περιφερειακής ηγεμονίας. Στο χώρο της Λατινικής Αμερικής γύρω από τη Βραζιλία, στη Μέση Ανατολή (Μ.Αν)-Αν.Με, η αδελφότητα του πολιτικού Ισλάμ (ηγείται η Τουρκία), ο σαλαφιστικός συνασπισμός [ηγείται το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας (ΒΣΑ)], ο Σιιτικός άξονας (ηγείται το Ιράν) και το Αραβομιλιταριστικό μπλοκ (ηγείται η Αίγυπτος), ενώ η Νότιος Αφρική και η Ινδία κινούνται προς ανάλογη κατεύθυνση στην Αφρική & στις Ινδίες.
Συνακόλουθα οι αλλαγές στην ισορροπία ισχύος, κάποτε καθιστούν ανεπαρκή την παλιά κατανομή των πόρων-σφαιρών επιρροής μέσα & ανάμεσα στα ΔΣΣ. Τότε ξεκινά μία εποχή ανακατανομής, οπού ο ανταγωνισμός υπερισχύει της συνεργασίας στις διεθνείς σχέσεις. Ο τελευταίος οξύνεται σε περιόδους αναιμικής ανάπτυξης-κρίσης, καθώς εντείνονται οι αλλαγές στην ισορροπία ισχύος. Έτσι η αποδυνάμωση ΗΠΑ-Γαλλίας-Ιταλίας-ΒΣΑ, σε συνδυασμό με την οικονομική ισχυροποίηση Κίνας-Γερμανίας, τη στρατιωτική ανάκαμψη της Ρωσίας, την προσέγγιση Ρωσίας-Κίνας-Ιράν, την ενδυνάμωση Τουρκίας-Ιράν, και η κρίση με την επακόλουθη αναιμική ανάκαμψη, προκαλούν σημαντικές διεργασίες στη Δύση και στην περιοχή Βαλκάνια-Μ.Αν-Αν.Με: Α) Στη Δύση εκφράζονται ρήγματα στη σχέση ΗΠΑ-ΕΕ, το Ηνωμένο Βασίλειο (ΗΒ) εγκατέλειψε την ΕΕ και στην ΕΕ οξύνεται ο γαλλογερμανικός-γερμανοιταλικός & ο ανταγωνισμός Visegrád-Βρυξελών. Β) Σε Μ.Αν-Αν.Με γενικεύονται οι συγκρούσεις, καθώς ΗΠΑ-ΒΣΑ αντιδρούν ή προβληματίζονται στην πρωτοφανή αύξηση της Ρωσικής-Κινεζικής επιρροής, οργίζονται με τον Ιρανικό άξονα επιρροής Ινδικός-Μεσόγειος, προβληματίζονται ή αντιδρούν στις Τουρκικές ηγεμονικές φιλοδοξίες και καλωσορίζουν την αύξηση της δράσης Η.Β-Γαλλίας-ΝΑΤΟ. Γ) Στα Βαλκάνια σωρεύονται εκρηκτικά υλικά, καθώς ΗΠΑ-Γερμανία αντιδρούν στη Ρωσική-Κινεζική διείσδυση, προωθώντας τη διευθέτηση διενέξεων, γεγονός που προβληματίζει Γαλλία-Τουρκία.
Ιστορικά η περιοχή Βαλκάνια-Αν.Με-Μ.Αν συγκεντρώνει σφοδρές αντιπαραθέσεις. Αυτό οφείλεται στη διαχρονική της σημασία στη διαμόρφωση της παγκόσμιας ισορροπίας ισχύος, ως κόμβος μεταφοράς εμπορευμάτων, στρατηγικός χώρος για τον έλεγχο της Ευρασίας και παράγοντας τροφοδοσίας της διεθνούς οικονομίας με Υ/Α. Σήμερα, ωστόσο, η συντελούμενη ανακατανομή των πόρων-σφαιρών επιρροής και το αρνητικό οικονομικό περιβάλλον, προκαλούν μια ποιοτική αναβάθμιση των συγκρούσεων στην περιοχή.
Σε αυτά τα πλαίσια το Ελληνικό κράτος διαμόρφωσε τη δική του στρατηγική. Αυτή υπαγορεύτηκε από το στόχο της εκτίναξης της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ύστερα από μια παρατεταμένη περίοδο κρίσης-αναιμικής ανάκαμψης, η οποία αποδυνάμωσε τη θέση των Ελληνικών μονοπωλίων στο διεθνή ανταγωνισμό. Συνακόλουθα εστίασε στις ανάγκες των κλάδων ατμομηχανών της Ελληνικής οικονομίας (τουρισμός, logistics, εξαγωγικές βιομηχανίες, μεταφορές), στενά συνδεδεμένων με τις διεθνείς αγορές, στην αυξανόμενη, εξαιτίας των δανειακών συμβάσεων, εξάρτηση της από ΕΕ-ΗΠΑ και την ανάγκη χαλάρωσης των δημοσιονομικών μέτρων, στην ανάγκη εισροής Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) στην οικονομία, στο Δυτικό προσανατολισμό της (εισροή-εκροή ΑΞΕ, εισαγωγές-εξαγωγές), στο ποσοστό των εισαγωγών-εξαγωγών στο Ελληνικό ΑΕΠ, στη στροφή της ενεργειακής κατανάλωσης της ΕΕ προς τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) με ενδιάμεσο καύσιμο το εισαγόμενο φυσικό αέριο (φ.α).
Υπό το πρίσμα των παραπάνω προτεραιοτήτων η Ελληνική στρατηγική κλήθηκε να διαχειριστεί την Τουρκική ηγεμονική συμπεριφορά. Σε αυτήν την κατεύθυνση ασχολήθηκε με τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Ρωσίας, με την επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας, τον ανταγωνισμό της Τουρκίας με Ισραήλ-Αίγυπτο, το προσφυγικό-μεταναστευτικό πρόβλημα, τις αντιθέσεις στην ΕΕ, ενώ δεν αγνόησε τη διαχρονική στρατιωτική σχέση Ελλάδας-ΗΠΑ. Παράλληλα επηρεάστηκε από τη γεωγραφική θέση-μορφολογία της χώρας, η οποία διαφημίζεται στη Δύση, ότι μπορεί να αντικαταστήσει την άτακτη Τουρκία, ως βάση στρατιωτικών επιχειρήσεων και ως χώρος ελέγχου-διέλευσης Υ/Α, εμπορευμάτων και ανθρώπων.
Με βάση τα παραπάνω η Ελληνική στρατηγική εστιάζει:
Ωστόσο τα αποτελέσματα της Ελληνικής στρατηγικής είναι τελείως διαφορετικά: