Του Δημητρίου Δρόσου*
Η «Φινλανδοποίηση» είναι διεθνής όρος που υποδηλώνει την κατάσταση στην οποία περιήλθε η Φινλανδία μετά το πέρας του Β’ ΠΠ, δηλαδή τη διατήρηση της εδαφικής της ακεραιότητας με αντάλλαγμα αφενός την ευμενή ουδετερότητά της και αφετέρου την πειθήνια στάση της στην τότε Σοβιετική Ένωση. Ως όρος στη διεθνή πολιτική σκηνή υποδηλώνει ότι μία ισχυρή χώρα πειθαναγκάζει μία μικρότερή της γειτονική χώρα να συμμορφώνεται με τους κανόνες της εξωτερικής πολιτικής της ισχυρής χώρας, επιτρέποντας με αυτό τον τρόπο να διατηρεί η μικρότερη χώρα μία «οιονεί» ανεξαρτησία και το δικό της οικονομικό και πολιτικό σύστημα. Η «Φινλανδοποίηση» είναι δημιούργημα του φόβου ότι η μικρότερη χώρα εφόσον οδηγηθεί στη σύρραξη με τον μεγαλύτερο γείτονα θα απωλέσει πολύ περισσότερα. Η Φινλανδία, επιλέγοντας την ένταξή της στο ΝΑΤΟ μετέβαλλε αυτή την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί και πλέον προβάλλει ως το κράτος – μέλος του ΝΑΤΟ με τα μεγαλύτερα χερσαία σύνορα με τη Ρωσία. Αν και ο σχετικός όρος «Φινλανδοποίηση» υποδηλώνει μία πειθαναγκαστική στάση έναντι του ισχυρότερου γείτονα, το σημαντικό για τη Φινλανδία είναι ότι εξασφάλιζε πλήρως την εδαφική της ακεραιότητα. Η χώρα μας, διολισθαίνει προς τη «Φινλανδοποίηση» όσον αφορά στην άσκηση της εθνικής της εξωτερικής πολιτικής έναντι της Τουρκίας, αλλά δυστυχώς φοβούμεθα ότι με τις δηλώσεις, πράξεις ή παραλείψεις διαφόρων πολιτικών αξιωματούχων, ολισθαίνει προς de facto ή de jure εκχώρηση αδιαπραγμάτευτων κυριαρχικών της δικαιωμάτων.
Φυσικά προκαλεί οργή στην ελληνική κοινωνία, η αποσιώπηση σημαντικών γεγονότων από αρκετά ΜΜΕ και η έλλειψη ερευνητικής δημοσιογραφίας. Ενοοείται ότι αυτή η Βορειο-κορεατική αντίληψη των ανωτέρω ΜΜΕ επιφέρει αντίθετα αποτελέσματα στην Ελληνική κοινωνία, καθώς υπάρχει υπόκωφος θυμός που βράζει. Όποιος δεν το βλέπει φορά παρωπίδες.
Επανερχόμενος στα φοβικά σύνδρομα σημαντικού μέρους της Ελληνικής πολιτικής ελίτ, έναντι της Τουρκίας, οφείλουμε να επισημάνουμε τα ακόλουθα:
Όλα τα ανωτέρω αποτελούσαν πάγιο στόχο και υψηλή στρατηγική για την Τουρκική πολιτική, ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΤΟΥ ΠΟΙΟΣ ΚΥΒΕΡΝΟΥΣΕ. Ας μην ξεχνάμε την Τσιλέρ, τον Ντεμιρέλ, τον Ετσεβίτ και τον Οζάλ. Ακόμη και εάν εκλείψει κάποια στιγμή ο Ερντογάν από το πολιτικό στερέωμα, ο διάδοχος θα συνεχίσει την ίδια πολιτική έναντι της Ελλάδας. Επίσης είναι πολύ πιθανό ότι η Δύση που θα ευνοεί μία τέτοια πολιτική μετάβαση στην Τουρκία, να είναι ποιο «ουδέτερα ευμενής» προς αυτήν.
Η χώρα μας δεν έδωσε αφορμή για επιθετικές βλέψεις σε βάρος της γείτονος χώρας. Αντιθέτως οι πολιτικές «κατευνασμού» και «στρατηγικής ψυχραιμίας» που εφαρμόζει έχουν φθάσει γεωστρατηγικά στο τέλος τους, διότι η ρεβιζιονιστική Τουρκία το αντιλαμβάνεται ως ένδειξη αδυναμίας εκ μέρους της Ελλάδος. Παράλληλα προσθέτει συνεχώς διεκδικήσεις που ουδέποτε είχαν ανακύψει στο παρελθόν και πίεση για «διάλογο» ή άλλως χρήση στρατιωτικής βίας. Η Τουρκία εκμεταλλεύθηκε την αποχώρηση της Ελλάδος από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το 1974, αλλά και το Νταβός το 1988 (mea culpa του τότε Π/Θ). Επίσης εκμεταλλεύθηκε την κρίση των Ιμίων το 1996, προσθέτοντας και τις γκρίζες ζώνες στην ατζέντα της, αλλά εκμεταλλέυθηκε και τη συμφωνία της Μαδρίτης το 1997.
Η Cumhuriyet, είχε γράψει μετά την κρίση των Ιμίων ότι στα επόμενα 20-25 έτη δεν θα χρειασθεί καν να γίνει πόλεμος με την Ελλάδα καθόσον το ισοζύγιο ισχύος μεταξύ των δύο εταίρων του ΝΑΤΟ θα βαίνει διαρκώς υπέρ της Τουρκίας, άρα κατά την εν λόγω Τουρκική εφημερίδα η Ελλάδα θα περιέλθει σε ένα ιδιότυπο καθεστώς ομηρείας, συνεπώς η Τουρκία πάντα κατά την εφημερίδα θα μπορούσε στο μέλλον να επιβάλλει ευχερέστερα τις «νόμιμες» κατά τους Τούρκους αξιώσεις τους. Το διάστημα που αναφέρει η εν λόγω εφημερίδα είναι σήμερα. Συνεπώς δεν είναι τυχαίες οι δηλώσεις πολιτικών αξιωματούχων που δηλώνουν ότι μετά τις εκλογές θα επιλυθούν οι «διαφορές» Ελλάδος – Τουρκίας.
Ερωτήματα που προκύπτουν και χρήζουν απαντήσεων:
Μία Ελλάδα με αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα πετυχαίνει πολλά. Μόνο τότε έχουν αξία οι εξοπλισμοί που κάνει η χώρα μας και πληρώνει ο Έλληνας φορολογούμενος. Συμφωνούμε με παλαιότερη δήλωση της στρατιωτικής Ηγεσίας, ότι σε περίπτωση που έρθει εισβολέας σε Ελληνικό έδαφος «πρώτα θα τον κάψουμε και μετά θα ρωτήσουμε ποιος ήταν». Εκτιμώ ότι αυτή η δήλωση πρέπει να επικαιροποιηθεί και επίσης να διευρυνθεί περιλαμβάνοντας τον ΕΕΧ και τη θάλασσα. Είναι αυτονόητο ότι σε περίπτωση απόβασης των ΤΕΔ σε Ελληνική βραχονησίδα αυτή θα πρέπει να εξαϋλωθεί, ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υφίσταται έστω και ως υποθετικό σενάριο, η απόβαση των ΤΕΔ σε μικρόνησο, συνεπώς πρέπει να γνωστοποιήσουμε αποφασιστικά σε εχθρούς και φίλους, ότι θα υπάρξει η κατάλληλη αντιμετώπιση με βαρύ κόστος για τον εισβολέα.
Η αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων που εκπορεύονται από τις διεθνείς συνθήκες ή ακόμη και από τις διμερείς πρέπει να καταστεί αυτονόητο, ότι δεν είναι αποδεκτή από την Ελλάδα. Δηλώσεις Ελλήνων αξιωματούχων ότι η Τουρκία έχει πολλά χιλιόμετρα ακτογραμμής και δεν πρέπει να παραγνωρίσουμε τα δικαιώματα της Τουρκίας είναι ΜΗ αποδεκτές. Για τέτοιες τις δηλώσεις σφαγιάσθηκαν οι πληθυσμοί των Ψαρών και της Χίου από τους Οθωμανούς; Ας σκεφτούμε εάν ένας Τούρκος πολιτικός αναγνώριζε τα δικαιώματα της Ελλάδος στο Αρχιπέλαγος του Αιγαίου. Θα είχε αποβληθεί δια παντός από την Τουρκική πολιτική σκηνή. Και όμως στην Ελλάδα υπάρχουν αυτές οι φωνές, δυστυχώς. Η λεγόμενη ρεαλιστική πολιτική που αναφέρουν αυτές οι φωνές και τα διάφορα think tank που ακολουθούν, είναι τουλάχιστον αφελής, αν όχι επικίνδυνη, διότι ρεαλιστική πολιτική είναι η εφαρμογή των διεθνών συνθηκών.
Υ.Γ.: 1. Πρέπει να εξευρεθεί εκ νέου άμεσος δίαυλος επικοινωνίας με τη Συρία (ανέκαθεν οι Μπααθικές δυνάμεις ήταν φιλικές προς την Ελλάδα και έντονα αντιτουρκικές). Επίσης οι σεισμοί εκτός την Τουρκία είχαν καταστροφικές συνέπειες και για τη Συρία. Που είναι η ανάλογη ευαισθησία τουλάχιστον για τους Ελληνο-ορθόδοξους Σύριους αδελφούς αλλά και όλους τους Σύριους από τους Έλληνες αξιωματούχους;
2. Η Τουρκία λέει ότι δεν έχει αποφασίσει να πάει στη Χάγη, εάν όμως τελικά συμφωνήσει, θέλει όλο το πακέτο των διεκδικήσεών της να τεθεί στο καθεστώς διαπραγματεύσεων. Εν τοις πράγμασι όμως μία τέτοια θέση οδηγεί εκ προοιμίου σε αδιέξοδο, συνεπώς δεν έχει κανένα νόημα σε τέτοια περίπτωση η προσφυγή στη Χάγη. Γιατί επιμένουν τότε Έλληνες αξιωματούχοι για τη Χάγη;
3. Έχει συμφωνηθεί κάτι, στην τριμερή του Βερολίνου; Αυτή η διάσκεψη μεταξύ της τότε Καγκελαρίου της Γερμανίας, Α. Μέρκελ και των πρωθυπουργών Ελλάδος – Τουρκίας και των συμβούλων τους Καλίν – Σουρανή, ενώ μάθαμε για αυτή τη συνάντηση από τα Τουρκικά ΜΜΕ. Αν λοιπόν δεν συμφωνήθηκε κάτι, τότε μήπως χαράχθηκε κάποιος οδικός χάρτης, βάσει του οποίου θα «προχωρήσουν» ορισμένα θέματα;
*Υποπτέραρχος ε.α.–Αναλυτής (MBA, ΜΗSΑ, MPH, MSc in Finance, LLB, BSc)