Υποστηριξε το militaire
Ιστορία Πρώτη Γραμμή
10/05/2018 | 00:01 (ενημερώθηκε 6 έτη πριν)
Militaire News

Η Δίκη του Ναυτικού! Μάϊος 1948

Η Δίκη του Ναυτικού! Μάϊος 1948

 

Ένα ακόμη εξαιρετικό ιστορικό κείμενο από τον συνάδελφο Βενιζέλο Λεβεντογιάννη. Το δημοσίευσε στο ΠΟΝΤΙΚΙ. Αφορά στη Δίκη του Ναυτικού. Ένα από τα χειρότερα δικαστικά εγκλήματα του εμφυλιού που οδήγησε ανθρώπους που είχαν πολεμήσει για την πατρίδα στο εκτελεστικό απόσπασμα.

Οδός Σανταρόζα, έκτακτο Στρατοδικείο, Δίκη του Ναυτικού, Μάιος 1948

«Πρόκειται για αντεθνική συνωμοσία ασυνήθιστης μορφής. Ο κυριότερος σκοπός των κατηγορουμένων ήταν να βυθίσουν τον Στόλο. Οι κατηγορούμενοι είναι ανώμαλοι εγκληματίες και τους φταίει η κακή τους κεφαλή καθώς και η εσωτερική τους προδιάθεση όταν υπηρετούσαν στον επονείδιστον ΕΛΑΣ».
Αγόρευση του βασιλικού επιτρόπου Θεμιστοκλή Ταμβακά, σε ένα από τα τραγικότερα συνειδητά δικαστικά εγκλήματα πολιτικής σκοπιμότητας του εμφυλίου πολέμου. Σε μια δίκη στην οποία ποτέ δεν αποδείχτηκε η ενοχή των κατηγορουμένων, όπου οι σαθρές κατηγορίες έπεσαν η μία μετά την άλλη, αλλά το αποτέλεσμα ήταν ένα: «Εις θάνατον».
Λιμάνι Αυγούστας, Σικελία, νύχτα 12ης Ιουλίου 1943 
Ο πλωτάρχης Δαμηλάτης, κυβερνήτης του αντιτορπιλικού «Κανάρης», κοίταζε με θαυμασμό τον νεαρό ανθυποπλοίαρχο που βρισκόταν σε στάση προσοχής: «Είσαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρεις Κακεπάκη;». Ο ανθυποπλοίαρχος απάντησε «Μάλιστα, κύριε κυβερνήτα, μόνο δώστε μου το άγημα και θα δοξάσω την πατρίδα». Ο πλωτάρχης του είπε «το έχεις» και ο νεαρός εξαφανίστηκε στη στιγμή. Σε λίγη ώρα, εν μέσω σφοδρού κανονιοβολισμού από την παράκτια άμυνα της πόλης, το ελληνικό άγημα από 22 αξιωματικούς και ναύτες, εξοπλισμένο σαν αστακός, μέσα σε μια βάρκα του «Κανάρης», έφτανε στις σικελικές ακτές και υπό τις διαταγές του Κακεπάκη σάρωνε την ιταλική άμυνα και καταλάμβανε την Αυγούστα. Η απόβαση στη Σικελία είχε μόλις ξεκινήσει…
Η άμυνα των Ιταλών ήταν σκληρή. Ο Κακεπάκης, αν και νεαρός, καθοδηγούσε τέλεια το άγημά του. Η μία μετά την άλλη οι θέσεις έπεφταν. Όταν ο ήλιος μεσουρανούσε πια, το άγημα του Κακεπάκη είχε συλλάβει επτά Γερμανούς και Ιταλούς αξιωματικούς, 31 ναύτες και 120 στρατιώτες που υπερασπίζονταν την Αυγούστα.
Οι Άγγλοι ανώτατοι αξιωματικοί από τα πλοία «Ldenham», «Hursley», «Exmoor», δεν πίστευαν στα μάτια τους. Η τιμή για το ελληνικό όπλο ήταν τεράστια, και όταν τελείωσε η κατάληψη της πόλης, ο Κακεπάκης κλήθηκε από τον Άγγλο ναύαρχο και παρασημοφορήθηκε για την ηρωική του πράξη. Σε λίγες εβδομάδες ο άνδρας αυτός θα χαρακτηριζόταν προδότης…
Ξημερώματα 22ας Οκτωβρίου 1943, ανοιχτά της Καλύμνου
Ο ναύτης που είχε βάρδια στον «αριστερό οπτήρα» του αντιτορπιλικού κοίταξε δεξιά του να βεβαιωθεί ότι δεν υπήρχε κανένας στη γέφυρα, παρά μόνο το «τιμόνι». Έβγαλε από την τσέπη του ένα τσιγάρο και το άναψε. Τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά και άφησε τον καπνό να βγει από τα πνευμόνια του. Εκείνη η νύχτα ήταν απολαυστική. Η θάλασσα ήταν κάλμα, δεν έκανε κρύο και ο ουρανός ήταν ένας μεγάλος φωτεινός πολυέλαιος. Έκρυψε την καύτρα του τσιγάρου στην παλάμη του, πήρε άλλη μια ρουφηξιά και ετοιμάστηκε να μιλήσει στον συνάδελφό του στο τιμόνι, μέχρι να περάσει η βάρδια του. Με την άκρη του ματιού του είδε ξαφνικά έναν μαύρο όγκο να εξέχει από την επιφάνεια του νερού, ακριβώς μπροστά του. Ο ξάστερος ουρανός βοηθούσε σε αυτό. Δεν πρόλαβε να φωνάξει «νάρκη αριστερά!». Το μεταλλικό κύτος σε κλάσματα δευτερολέπτου την άγγιξε. Μια τεράστια έκρηξη, μια κόλαση φωτιάς και ένα αόρατο χέρι τον σήκωσε ψηλά και συνέθλιψε το κορμί του στις λαμαρίνες. Το αντιτορπιλικό «Αδριάς», κόπηκε στα δύο. Το πρόστεγό του είχε ισοπεδωθεί.
Ο ύπαρχος του λαβωμένου και μισοβυθισμένου αντιτορπιλικού, πλωτάρχης Γιώργος Χαριτόπουλος, με το πρόσωπο μαύρο από τους καπνούς απεγκλώβιζε τους διαμελισμένους άνδρες του από τα καυτά σίδερα του πλοίου. Τα χέρια του είχαν γίνει μια πληγή από τα αίματα των συναδέλφων του και από τη μανία του να ανοίξει τις πυρωμένες λαμαρίνες και να σώσει όσους περισσότερους μπορούσε. Αφού επάνδρωσε τα αντιαεροπορικά, το ραντάρ και το βοηθητικό τιμόνι, έσπευσε στον κυβερνήτη, αντιπλοίαρχο Ιωάννη Τούμπα, και του ανέφερε τις ζημιές: «Πέσαμε στα αριστερά ύφαλα επάνω σε νάρκη. Σχεδόν βυθιζόμαστε. Χάσαμε 21 άνδρες και 31 είναι οι τραυματίες. Το πλοίο όμως αντέχει, εάν καταφέρουμε να φτάσουμε στις ακτές του Gümüşlük, μπορούμε να το επισκευάσουμε και να το σώσουμε». Ο κυβερνήτης βλοσυρός όπως πάντα έγνεψε καταφατικά. Ένιωθε τυχερός που είχε ύπαρχο έναν αξιωματικό σαν τον Χαριτόπουλο, αν και είχε μάθει πως εκείνος δεν ήταν και τόσο πιστός στο «στέμμα».
Ύστερα από κάποιες εβδομάδες και με τη βοήθεια των Τούρκων κατοίκων της ακτής, το «Αδριάς» απέπλευσε. Πραγματοποίησε το ταξίδι του ταξιδεύοντας μόνο με «όπισθεν βραδέως» και μετά από 730 ναυτικά μίλια έμπαινε με την πρύμνη στο λιμάνι της Αλεξάνδρειας. Από τη μέση και μπροστά το πλοίο είχε καταστραφεί και την τρύπα έκλεινε μια αυτοσχέδια κατασκευή με… τσιμέντο. Ολόκληρος ο συμμαχικός στόλος είχε βγει και με τα φουγάρα και τις σφυρίχτρες των σηματωρών όλα τα πλοία σχημάτισαν αψίδα για να περάσει το λαβωμένο αντιτορπιλικό. Κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί ποτέ στην ιστορία της ναυτοσύνης σε όλο τον κόσμο. Στο επίστεγο του κύτους ο κυβερνήτης έριξε μια ματιά στον βουρκωμένο ύπαρχό του και του έγνεψε τιμητικά το κεφάλι. Σε λίγες εβδομάδες ο άνδρας αυτός θα χαρακτηριζόταν προδότης…
Τρίτο δεκαήμερο Απριλίου 1941, Ναύσταθμος Σαλαμίνας
Οι Γερμανοί έχουν εισβάλει. Ο Κορυζής αυτοκτονεί, ο Τσολάκογλου παραδίδει τη χώρα στον Γερμανό επιτελάρχη Φον Λιστ και η πολιτική ηγεσία, ανίκανη να συλλάβει το μέγεθος των ιστορικών στιγμών της, παλινδρομούσε. Τελικά αποφασίζεται ο στόλος να αποπλεύσει και να κατευθυνθεί προς Κρήτη και στη συνέχεια στην Αλεξάνδρεια. Διακόσιοι δέκα αξιωματικοί, 493 υπαξιωματικοί και 2.180 ναύτες πηγαίνουν να συνεχίσουν τον αγώνα νοτιότερα.
Από τη Σαλαμίνα απέπλευσαν δεκαεπτά ελληνικά πλοία. Ένα θωρηκτό, έξι αντιτορπιλικά, τρία τορπιλοβόλα, πέντε υποβρύχια και ένα βοηθητικό πλοίο. Το υποβρύχιο «Γλαύκος», όμως, δεν ήταν δυνατόν να αποπλεύσει. Βρισκόταν σε γενική επισκευή με τις μηχανές του λυμένες και ξαπλωμένες κάτω. Με μεγάλη πίκρα οι αξιωματικοί αποφάσισαν να το εγκαταλείψουν στον ναύσταθμο.
Ένας νεαρός υπαξιωματικός μηχανικός, ο Ευθύμιος Παπαϊωάννου, αρνήθηκε να συμβιβαστεί με την ιδέα αυτή. Παρουσιάστηκε στον Άγγλο πλωτάρχη Beiker, που είχε την επίβλεψη την εκκένωσης του ναυστάθμου: «Δώστε μου μόνο πέντε ημέρες. Αυτό σας ζητώ. Σε πέντε ημέρες το υποβρύχιο θα είναι έτοιμο να αποπλεύσει». Και πράγματι επί πέντε μέρες και πέντε νύχτες ο Παπαϊωάννου, χωρίς καμία ανάπαυλα, χωρίς ύπνο, ολομόναχος μέσα σε λιπαντικά, γράσα, γρανάζια, κλειδιά, κατσαβίδια, μπουλόνια, δούλευε επάνω στις μηχανές και τις επισκεύαζε.
Την έκτη μέρα κατόρθωσε να τις βάλει μπρος και το «Γλαύκος» με νέο πλήρωμα ξεκίνησε για να γράψει ηρωικές στιγμές. Ο Παπαϊωάννου για την πράξη του αυτή προήχθη τιμητικά με την 609/5285/22.8.1942 διαταγή του υπουργείου Ναυτικών. Σε λίγες εβδομάδες ο άνδρας αυτός θα χαρακτηριζόταν προδότης και σαμποτέρ. Ήθελε, λέει, να βουλιάξει τον στόλο… Στην πραγματικότητα είχε την «ατυχία» ο αδερφός του, που τιμήθηκε με αριστείο Ανδρείας στο αλβανικό μέτωπο, να βγει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ.
Μοιραστείτε αυτό το άρθρο Facebook Twitter LinkedIn Email Pinterest
booksandtoys

Δείτε επίσης