Εξασφαλίσαμε έτσι, την συχνή παρουσία καταστροφικών φαινομένων όπως πυρκαγιές, πλημύρες και άλλα καταστρεπτικά φαινόμενα.
Γράφει ο
ΠΑΝΟΣ ΤΡΥΦΙΑΤΗΣ*
Προτεραιότητα μας τώρα, για εξασφάλιση συνθηκών ασφάλειας, είναι η δημιουργία αποτελεσματικού συστήματος Πολιτικής Προστασίας.
Προς αυτή την κατεύθυνση, πρέπει να αξιοποιήσουμε τα συμπεράσματα της επιστημονικής κοινότητας και να εφαρμόσουμε αξιόπιστες πολιτικές αντάξιες των επιστημονικών μελετών και επιτευγμάτων.
Η σύγχρονη διαχείριση καταστροφών γίνεται συνεχώς πιο περίπλοκη, τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι ειδικοί στους κινδύνους καταστροφών και οι αρμόδιοι χάραξης πολιτικής, με τους κατάλληλους χειρισμούς και αποφάσεις θα πρέπει να επωφεληθούν από τις προκλήσεις που δημιουργεί ο σπουδαίος ρόλος της επιστήμης, απλοποιώντας τις δυσκολίες εφαρμογής της. Η διαχείριση καταστροφών είναι ένας τομέας, ο οποίος δεν είναι υπόθεση μόνο ενός επιστημονικού κλάδου ή μιας μόνο κρατικής υπηρεσίας, αλλά πολλών άλλων παραγόντων.
Η εξειδικευμένη επιστημονική γνώση πρέπει να ενσωματωθεί στον πυρήνα και στις διαδικασίες του συστήματος διαχείρισης καταστροφών για την βέλτιστη συμβολή της στην μείωση των κινδύνων, αναβαθμίζοντας συγχρόνως τις δημόσιες πολιτικές. Βέβαια πρέπει να έχουμε υπόψη μας ό,τι η επιστήμη και η πολιτική λειτουργούν με διαφορετικές λογικές μεταξύ των και συχνά παρατηρούνται ανταγωνιστικά ενδιαφέροντα και τρόποι αποτίμησης της γνώσης. Σε επίκαιρες μελέτες που χρηματοδοτούνται από Ευρωπαϊκά Προγράμματα για την ενίσχυση και ολοκλήρωση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας βγήκαν στην επιφάνεια τρία κυρίως θέματα σχετικά με την στενή διασύνδεση επιστήμης και πολιτικής για τη μείωση του κινδύνου καταστροφών: μεταφορά γνώσης, τεχνογνωσία καταστροφών και επίγνωση των κινδύνων. Από τις έρευνες αυτές προέκυψαν τρία κενά-χάσματα: Επιστημονικό, θεσμικό και στρατηγικό. Οι αναλύσεις των τριών θεμάτων καταδεικνύουν τον αντίκτυπο στην εφαρμογή και στην έρευνα. Πρώτον, ενώ αναγνωρίζεται η ανάγκη για ανταλλαγή γνώσεων μεταξύ των παραγόντων στον τομέα της επιστήμης, της πολιτικής και του δημόσιου τομέα, απαιτείται να αποκτηθεί περισσότερη γνώση για το τι πραγματικά λειτουργεί. Δεύτερον, ο στόχος για μείωση του κινδύνου καταστροφών απαιτεί αυξημένη εστίαση στην τρωτότητα και στην ανθεκτικότητα, αλλά δεν είναι κατανοητό με ακρίβεια ποιες μορφές εμπειρογνωμοσύνης απαιτούνται από τα στελέχη του δημοσίου φορέα, για να ανταποκριθούν στην πρόκληση της μείωσης των κινδύνων. Τρίτον, απαιτείται περισσότερη αντιληπτική ικανότητα για την κατανόηση των θεσμικών και στρατηγικών σημείων που εμποδίζουν την ενσωμάτωση των στόχων μείωσης του κινδύνου καταστροφών σε σχέση με άλλες θεματικές πολιτικής, όπως η ομαλή προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή, η προστασία του περιβάλλοντος, ο πολεοδομικός σχεδιασμός και άλλα.
Εκτιμάται ό,τι τα τρία αυτά θέματα σχετίζονται με ζητήματα και προκλήσεις για τη διακυβέρνηση ή τον τρόπο αναδιοργάνωσης των πολιτικών και θεσμικών πλαισίων προκειμένου να συγκληθεί η συνέργεια επιστήμης και πολιτικής στον τομέα της μείωσης του κινδύνου καταστροφών. Βέβαια με τα παραπάνω δεν εξαντλούνται οι προκλήσεις που παράγει η διεπαφή επιστήμης-πολιτικής για τη μείωση του κινδύνου καταστροφών, αλλά σίγουρα δημιουργείται ένα σημείο αναφοράς για το ξεκίνημα γόνιμου διαλόγου και νέων ερευνών.
Πρώην:Αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, Διευθύνων Σύμβουλος στα Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα και Διευθυντής στο Κέντρο Μελετών Ασφαλείας.
Είναι μέλος της Κ.Π.Ε του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΗΜΑ ΑΛΛΑΓΗΣ