Υποστηριξε το militaire
Άποψη
20/01/2024 | 22:35
Militaire News

Η μη μυθοπλαστική λογοτεχνία στην υπηρεσία της ερευνητικής δημοσιογραφίας

Η μη μυθοπλαστική λογοτεχνία στην υπηρεσία της ερευνητικής δημοσιογραφίας

Του ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ

Ακόμη και τα πιο μεγάλα σε έκταση άρθρα δημιουργούν ανυπέρβλητα όρια στην ανάπτυξη ενός δημοσιογραφικού θέματος, ακόμη κι ενός ρεπορτάζ. Η μη μυθοπλαστική λογοτεχνία προσφέρει εδώ και μισό αιώνα νέα εργαλεία στη δημοσιογραφία στην κατεύθυνση της περιγραφής και, επίσης, της κριτικής.

Η ενασχόληση ενός δημοσιογράφου με τη μη μυθοπλαστική λογοτεχνία και η βιβλιογραφική έρευνα δεν πραγματοποιούνται από τη σκοπιά του ειδικού της λογοτεχνίας. Το πρίσμα της παρούσας ανάλυσης είναι αποκλειστικά και μόνο δημοσιογραφικό και σχετίζεται με τη διερεύνηση, την αποτύπωση και την ανάδειξη των νέων μέσων, υπό την έννοια των εργαλείων, που προσφέρονται στη δημοσιογραφική έρευνα στην κατεύθυνση περιγραφής σύνθετων, πολυεπίπεδων πραγματικοτήτων, που ξεπερνούν τις δυνατότητες που παρέχει το ρεπορτάζ. Υπερβαίνουν ακόμη και τα όρια ενός μεγάλου σε έκταση ρεπορτάζ, ανάλογου εκείνων που φιλοξενούνταν ανέκαθεν σε γνωστά περιοδικά, όπως το Esquire ή το New Yorker, κι εσχάτως φιλοξενούνται στις σελίδες Μέσων ευρείας κυκλοφορίας, υπό τη βινιέτα Long Read. Για να μείνουμε μόνο στα βρετανικά Μέσα: The GuardianThe IndependentBBCThe TelegraphFinancial Times, κοκ.

Χρόνιοι δεσμοί λογοτεχνίας – δημοσιογραφίας

Απαιτούνται, ωστόσο, κάποιες οριοθετήσεις για τη σχέση της δημοσιογραφίας με τη λογοτεχνία, που λειτουργούσαν ανέκαθεν σαν συγκοινωνούντα δοχεία. «Από τις απαρχές του μυθιστορήματος στην αγγλική γλώσσα, συγγραφείς με εμπειρία από τον κόσμο της δημοσιογραφίας βρέθηκαν στο επίκεντρο ενός κινήματος, που επέστρεφε κατ’ επανάληψη στη δημοσιογραφική μεθοδολογία ως τη βάση για την ανάπτυξη ρεαλιστικών πλοκών και δημοσιογραφικής έρευνας, για να παράσχει το υλικό για την κατασκευή μιας λογοτεχνίας, που αντλεί από πραγματικά γεγονότα έμπνευση για δραματική αφήγηση» (Underwood, 2008). Με τα λόγια του Ζορζ Σιμενόν, η σχέση διαρκούς ανταλλαγής της δημοσιογραφίας με τη λογοτεχνία ορίστηκε κι ως εξής: «Η αλήθεια δε μοιάζει ποτέ αληθινή… Διηγηθείτε μια οποιαδήποτε ιστορία σε κάποιον. Αν δεν τη διασκευάσετε, θα τη βρουν απίστευτη, τεχνητή. Διασκευάστε την κι αμέσως θα φανεί πιο αληθινή κι από την ίδια την πραγματικότητα» (Tadie, 2007).

Η σχέση της λογοτεχνίας με τον Τύπο εξυφαίνεται από τα πρώτα βήματα των εφημερίδων, όταν στις σελίδες τους δημοσιεύονται μυθιστορήματα, των οποίων οι συγγραφείς είναι συχνά δημοσιογράφοι: «Μια άλλη καινοτομία – πραγματικά μεγαλοφυής – είναι το λαϊκό μυθιστόρημα σε συνέχειες. Με τον τρόπο αυτό ο Τύπος πληροφόρησης εντάσσει στις σελίδες του ένα παλαιό λαϊκό ρεύμα που συναντά την Μπλε Βιβλιοθήκη (τα μικρά και φθηνά βιβλία που μπορούσαν να αγοράζονται και από τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις) του 18ου αι. και τη λογοτεχνία των γυρολόγων. Φρικιαστικές δολοφονίες, κατορθώματα συμμοριών που λυμαίνονται τους μεγάλους δρόμους, θαυματουργά οράματα… Δεν γίνονται κάθε μέρα φοβερά και αιματηρά εγκλήματα. Τότε λοιπόν ανακάλυψαν το μυθιστόρημα σε συνέχειες· κάθε μέρα μια ιστορία ζωντανεύει στο «ισόγειο», στο κάτω μέρος, δηλαδή, της πρώτης σελίδας. Κανένας από τους μεγάλους μυθιστοριογράφους της εποχής, αν λάβουμε υπ’ όψη και τις αμοιβές τους, δεν αρνείται να δει το έργο του να κόβεται σε καθημερινά κομμάτια. Πολλά έργα του Μπαλζάκ, της Γεωργίας Σάνδη, του Βίκτωρος Ουγκώ και του Αλέξανδρου Δουμά (Ο Κόμης Μόντε ΧρίστοΟι τρεις σωματοφύλακεςΗ κυρία του ΜονσορώΗ βασίλισσα Μαργκώ) δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά με αυτόν τον τρόπο» (Jeanneney, 1999).

Μιλώντας για τον ελληνικό Τύπο ειδικότερα, η λογοτεχνική του διάσταση προϋπήρξε της αμιγώς δημοσιογραφικής και σε έναν βαθμό δικαιολογημένα, ελλείψει άλλων θεμάτων προς κάλυψη. Οι πρώτες ελληνικές εφημερίδες, που εκδόθηκαν στα προεπαναστατικά χρόνια κυρίως, ήταν κυρίως λογοτεχνικές. «Φιλολογικός σχεδόν στο σύνολό του ο Τύπος της δεκαετίας 1811-1821 – ακόμη και στον ειδησεογραφικό Ελληνικό Τηλέγραφο υπάρχει διάσπαρτη άφθονη φιλολογική ύλη – αποτέλεσε έκφραση των πνευματικών ενδιαφερόντων της ελληνικής λογιοσύνης, θα έλεγα των ευρύτερων κοινωνικών και πολιτικών της επιδιώξεων στην εποχή της προετοιμασίας και της προπαρασκευής» (Κουμαριανού, 1971).

Τις περισσότερες φορές, ωστόσο, η σχέση δημοσιογραφίας και λογοτεχνίας χαρακτηρίζεται ως ανταγωνιστική. «Η λογοτεχνία θεωρεί τη δημοσιογραφική γραφή κατώτερο και ευτελές είδος, ξεχνώντας ότι είναι κείμενο άλλης κατηγορίας, ενώ η δημοσιογραφία εξορκίζει την οποιαδήποτε μορφής “λογοτεχνικότητα” σαν κάτι ξένο και επιζήμιο» (Φραγκιάς, 1991). Κατά μία άλλη άποψη οι σχέσεις λογοτεχνίας και Τύπου παραπέμπουν στα ζευγάρια του σουηδού θεατρικού συγγραφέα Αύγουστου Στρίντμπεργκ «που συζούν αλλά μισούνται, που μισούνται αλλά δεν μπορούν να κάνουν ο ένας χωρίς τον άλλον, έρμαια του “love-hate” που κυμαίνεται από τις ερωτικές περιπτύξεις ως το (μεταφορικό ή κυριολεκτικό) φαρμάκωμα» (Πλωρίτης, 1991).

Το κατά πόσο μπορούν ακόμη να χαρακτηρίζονται «νέα» τα εν λόγω δημοσιογραφικά μέσα τελεί υπό συζήτηση, δεδομένου ότι στη διεθνή βιβλιογραφία μιλούμε για δύο βιβλία· το ένα είναι η Επιχείρηση Σφαγή του Αργεντινού δημοσιογράφου Ροντόλφο Ουόλς (εκδ. Ακυβέρνητες Πολιτείες σε μετάφραση Κρίτωνα Ηλιόπουλου) και το άλλο το εμβληματικό Εν Ψυχρώ του Αμερικανού Τρούμαν Καπότε (εκδ. Πατάκη σε μετάφραση Αύγουστου Κορτώ), που εκδόθηκαν το 1957 και το 1965 αντίστοιχα. Πρόκειται για δύο βιβλία – ρεπορτάζ, που άνοιξαν την αυλαία στο είδος της μη μυθοπλαστικής λογοτεχνίας. Μια λογοτεχνία δηλαδή που χρησιμοποιεί πλοκή, διαθέτει κορυφώσεις, δεν χρησιμοποιεί κατ’ ανάγκη τη γραμμική χρονικά αφήγηση, στηρίζεται, ωστόσο, αποκλειστικά και μόνο σε πραγματικά γεγονότα, με τη βοήθεια των οποίων χτίζεται μια εξιστόρηση. Η δυσκολία του εγχειρήματος είναι προφανής, μιας και απόντων των κλασσικών εργαλείων επινόησης της πραγματικότητας και των χαρακτήρων που μεταχειρίζεται αφειδώς η δραματουργία απαιτείται ιδιαίτερη προσπάθεια για να κρατηθεί ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη.

Η γέννηση της Νέας Δημοσιογραφίας

Στην Επιχείρηση Σφαγή ο Ροντόλφο Ουόλς περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια την εκτέλεση 18 πολιτών από το εφήμερο αποτυχημένο πραξικόπημα των Αραμπούρου και Ρόχας. Στο Εν Ψυχρώ ο Τρούμαν Καπότε περιγράφει τη βίαιη δολοφονία μιας τετραμελούς οικογένειας στο Κάνσας. Η εμφάνιση αυτών των βιβλίων (μεταξύ άλλων) προσέφερε το έναυσμα για τη δημιουργία ενός νέου όρου: τη «Νέα Δημοσιογραφία». Ο όρος Νέα Δημοσιογραφία εισήχθη πρώτη φορά επίσημα και δημόσια από τον ταλαντούχο και εκκεντρικό δημοσιογράφο Τομ Γουλφ, με αφορμή το βιβλίο που εξέδωσε το 1973 υπό τον τίτλο Νέα Δημοσιογραφία (Wolfe, 1973). Στον τόμο περιλαμβάνονται μια σειρά υποδειγματικών δημοσιογραφικών άρθρων και μια εισαγωγή, στην οποία ο συγγραφέας «απαριθμεί τις τεχνικές που δανείστηκε από το μυθιστόρημα: να διηγείται την ιστορία μέσα από σκηνές· να καταφεύγει σε διαλόγους και όχι σε παραθέματα, με έμμεσο τρόπο· να παρουσιάζει τα γεγονότα από μια ορισμένη οπτική γωνία· να καταγράφει λεπτομέρειες που χαρακτηρίζουν τα πρόσωπα, τον τρόπο ζωής τους και την κοινωνική τους θέση. Οι μέθοδοι εργασίας αποτελούν κληρονομιά του νατουραλισμού και του ρεπορτάζ: πλούσια τεκμηρίωση, επαφές με τους σχετικούς κύκλους, κατανόηση της ατμόσφαιρας, ανάδειξη των δομών που διέπουν την οργάνωση της κοινωνίας» (Jablonka, 2017).

Το βιβλίο του Τομ Γουλφ όσο καινοτόμο, επιδραστικό και πρωτοπόρο ήταν στη σύλληψη, άλλο τόσο δέχτηκε σφοδρές κριτικές (Wood, 1973). Ακόμη κι ο συγγραφέας του αμφισβήτησε τον όρο «Νέα Δημοσιογραφία», γράφοντας: «Δεν έχω καθόλου ιδέα ποιος εισήγαγε τον όρο «η Νέα Δημοσιογραφία» ούτε ακόμη πότε εισήχθη… Ήταν στα τέλη του 1966 όταν για πρώτη φορά ακούσατε ανθρώπους να μιλούν για «τη Νέα Δημοσιογραφία» σε συζητήσεις, όπως θυμάμαι. Δεν ξέρω με ακρίβεια…» (Wolfe, 1972). Στη συνέχεια του εκτενούς άρθρου βέβαια ο Γουλφ απορρίπτει μία προς μία τις κριτικές και κατηγορίες, που ασκήθηκαν εναντίον της Νέας Δημοσιογραφίας σε έντυπα εγνωσμένου κύρους, όπως το New York Review of Books και το Columbia Journalism Review.

Ακόμη, ωστόσο, κι αν αμφισβητηθεί η ισχύς της γενίκευσης περί Νέας Δημοσιογραφίας, όντως υπάρχει μια ερώτηση που μπορεί να τεθεί στο άκουσμα του εγχειρήματος των Ουόλς και Καπότε: γιατί ένα ακόμη αναίτιο και ειδεχθές έγκλημα που πραγματοποίησαν δύο ακόμη κακοποιοί στις ΗΠΑ ή μια ακόμη φρικώδης δολοφονία, στο πλαίσιο ενός ακόμη πραξικοπήματος στην Αργεντινή, να αποτελέσουν λόγο να γραφτεί κι άλλο βιβλίο; Στη δημοσιογραφία ξέρουμε ότι συνήθως ένα γεγονός μπορεί κάλλιστα να γραφεί σε δύο παραγράφους, αλλά μπορεί να γραφεί και σε 2.000 λέξεις. Η επιλογή είναι συνήθως συνάρτηση του διαθέσιμου χρόνου εκ μέρους του συντάκτη, του διαθέσιμου υλικού (η συγκέντρωση, η μελέτη και η αξιολόγηση του οποίου είναι κι αυτή συνάρτηση συνήθως του διαθέσιμου χρόνου) και του διαθέσιμου χώρου – συνθήκη που εκλείπει εσχάτως ελέω δύο αλληλοσυμπληρούμενων αιτιών: του διαδικτύου, από την μια, και της αυταπάτης, από την άλλη, συντακτών και υπευθύνων σύνταξης ότι σε ιστολόγια και ιστοσελίδες μπορεί να αναρτηθεί κάθε κείμενο, ανεξαρτήτως της έκτασης του. Τι δικαιολογεί, επομένως, ένα τόσο εκτενές και λεπτομερειακό ρεπορτάζ, που κατάφερε να ξεπεράσει τα όρια της δημοσιογραφίας και να εισβάλει στο πεδίο της λογοτεχνίας, δημιουργώντας αναμφίβολα μια νέα κατηγορία;

Μην εμπιστεύεστε τους …τίτλους

Η άποψή μου, εν συντομία, είναι ότι η αξία χρήσης αυτών των εργαλείων έγκειται στην ανατροπή του προφανούς. Οι δεκάδες χιλιάδες λέξεις που επιστράτευσαν οι Ουόλς και Καπότε ήταν όρος εκ των ων ουκ άνευ, για να αποδομηθεί μια ευρέως διαδεδομένη άποψη για τους κακοποιούς στις ΗΠΑ και για όλα τα αιματηρά πραξικοπήματα στην Αργεντινή, που καταλήγει στα εξής συμπεράσματα: «Έργο αλητών στους οποίους αξίζει κρεμάλα» για το έγκλημα στο Κάνσας, «τα ’θέλαν και τα ’πάθαν οι εκτελεσμένοι» στην Αργεντινή. Ευρύτερα, αν κάτι αποδεικνύει η επιτυχημένη, καίτοι ριψοκίνδυνη, τότε επιλογή των δύο δημοσιογράφων  – να προσφύγουν στη συγγραφή βιβλίων για να αποδείξουν του λόγου τους το αληθές σε όλη του την έκταση – είναι πώς η περιγραφή και απόδοση της πραγματικότητας χρειάζεται χρόνο τόσο για τον δημοσιογράφο όσο και για τον αναγνώστη. Από μια άλλη οπτική γωνία (παραφράζοντας το σύνθημα του Μάη του ’68 «μην εμπιστεύεστε κανέναν πάνω από τα 30») θα έλεγα «μην εμπιστεύεστε ποτέ κανένα ρεπορτάζ που μένει στα επιφανειακά κι αναπαράγει κοινοτοπίες, μην εμπιστεύεστε τίτλους».

Μεταφέρω μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο Εν Ψυχρώ για να γίνει κατανοητός ο άθλος του Τρούμαν Καπότε. Λέει ο πατέρας ενός εκ των δύο δολοφόνων για τον γιο του, Ντικ: «Όταν αποφοίτησε – τον Ιούνιο του ’49 – ήθελε να πάει πανεπιστήμιο. Να σπουδάσει μηχανικός. Αλλά δεν βγαίναμε. Δεν βγαίναμε, τόσο απλά. Λεφτά ποτέ δεν είχαμε… Μέχρι το λαιμό χρεωμένοι ήτανε συνέχεια… Όλο αγόραζαν πράματα με δανεικά λεφτά, κι ο Ντικ άρχισε να πλαστογραφεί επιταγές» (σελ. 240). Παραθέτει, επίσης, για την οικογένεια του έτερου δράστη, Πέρρυ, τα ακόλουθα: «Αλώνιζε την ύπαιθρο ψάχνοντας δουλειά, που δύσκολα βρισκόταν το 1933… Τα μούρα ή το μπαγιάτικο ψωμί μουλιασμένο σε ζαχαρούχο γάλα ήταν συχνά το μόνο τους φαγητό. Η Μπάρμπαρα Τζόνσον θυμόταν ότι μια φορά η φαμίλια τους είχε περάσει μέρες ολόκληρες τρώγοντας μόνο σαπισμένες μπανάνες και ότι, ως εκ τούτου, ο Πέρρυ είχε πάθει κολικό· ούρλιαζε όλη νύχτα, ενώ η Μπόμπο, όπως φώναζαν την Μπάρμπαρα, έκλαιγε από φόβο μην πεθάνει ο αδερφός της» (σελ. 264). Είναι περιγραφές που κάλλιστα θα μπορούσαν να συνοδεύουν τις φωτογραφίες που τράβηξε η Ντοροθέα Λανγκ τη δεκαετία του ‘30 στην αμερικανική ύπαιθρο, εστιάζοντας το φακό της σε πάμφτωχους αγρότες, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την «περιπλανώμενη μητέρα”, υποστηρίζοντας και νομιμοποιώντας την πολιτική αναδιανομής του Ρούζβελτ (Σκαρπέλος, 2011). Το βιβλίο του Καπότε, που κυκλοφόρησε τη χρονιά κατά την οποία ο πρόεδρος Τζόνσον μίλησε για πρώτη φορά για τη «Μεγάλη κοινωνία», βρίθει αντίστοιχων μαρτυριών, που περιγράφουν δύο απόβλητους του «αμερικανικού ονείρου». Όλες είναι περιγραφές χαρακτήρων και βιογραφικών που παραπέμπουν σε απελπισμένους ήρωες των συγγραφέων της γενιάς των Μπίτνικ, με τη διαφορά ότι οι πρωταγωνιστές του Καπότε δεν ήταν δημιούργημα της φαντασίας του, αλλά πραγματικά δημιουργήματα του «αμερικανικού ονείρου». Υπάρχουν ακόμη περιγραφές ψυχολόγων για τη δολοφονία της οικογένειας Κλάττερ, που κάλλιστα θα ταίριαζαν στον Τζόκερ, τον αδιαμφισβήτητο ήρωα του κινηματογραφικού 2019: «Ο δόκτωρ Σάττεν διατείνεται ότι μόνο ο πρώτος φόνος έχει σημασία από ψυχολογική άποψη κι ότι όταν ο Σμιθ επιτέθηκε στον κύριο Κλάττερ τελούσε υπό συνθήκες νοητικής έκλειψης, κινούμενος σ’  ένα σχιζοφρενικό σκότος, διότι δεν δολοφονούσε μόνον έναν άνθρωπο με σάρκα και οστά, αλλά «αίφνης όπως διαπίστωσε» κάποια «κομβική μορφή σε μια παλιότερη τραυματική διάταξη»: του πατέρα του· τις καλόγριες του ορφανοτροφείου που τον περιγελούσαν και τον έδερναν· τον μισητό λοχία στον στρατό· τον υπεύθυνο αναστολής που τον είχε διατάξει» να μην ξαναπατήσει το πόδι του στο Κάνσας». Κάποιον εξ αυτών ή και όλους τους» (σελ. 427).

Εκεί δε που ο συγγραφέας αξιοποιεί στο ακέραιο την άνεση που του προσφέρει η έλλειψη χωρικών περιορισμών είναι όταν επιχειρηματολογεί κατά της θανατικής ποινής. Αναφέρει ο Χάρισον Σμιθ εκ μέρους της υπεράσπισης για την εσχάτη των ποινών: «Πρόκειται για ένα λείψανο ανθρώπινης βαρβαρότητας. Ο νόμος λέει ότι ο φόνος είναι λάθος κι εν συνεχεία δίνει ο ίδιος το κακό παράδειγμα. Κάτι σχεδόν εξ ίσου διεστραμμένο όσο το έγκλημα που τιμωρεί. Η πολιτεία δεν έχει το δικαίωμα να επιβάλει τη θανατική ποινή. Δεν είναι καν αποτελεσματική. Δεν αποθαρρύνει άλλους εγκληματίες, απλώς υποβαθμίζει την αξία της ανθρώπινης ζωής και πυροδοτεί περισσότερους φόνους»! Πενήντα-πέντε χρόνια μετά τη συγγραφή του βιβλίου είναι εντυπωσιακό να διατυπώνονται ανάλογα επιχειρήματα ενάντια στη θανατική ποινή: «Μελέτες και στατιστικές επί δεκαετιών έχουν αποδείξει ότι η θανατική ποινή δεν έχει λειτουργήσει αποτρεπτικά για εκείνους που μπορεί να έχουν κλίση στην πραγματοποίηση ανθρωποκτονιών ή άλλων εγκλημάτων στα οποία αναλογεί αυτή η ποινή. Δεν μειώνει το έγκλημα. Στην πραγματικότητα η παρουσία της κάνει τα πράγματα χειρότερα, ενώ η απουσία της βελτιώνει τη συνολική ασφάλεια» (Smith, 2020).

Δημοσιογραφία υψηλού επιπέδου

Ο Ροντόλφο Ουόλς από τον πρόλογο κιόλας του βιβλίου του δηλώνει την αποστασιοποίησή του από τα πολιτικά δράματα της χώρας του: «Ο Περόν δεν μ’ ενδιαφέρει, η επανάσταση δεν μ’ ενδιαφέρει. Μπορώ να επιστρέψω στο σκάκι; Μπορώ. Στο σκάκι και στη φανταστική λογοτεχνία που διαβάζω, στα αστυνομικά διηγήματα που γράφω, στο “σοβαρό” μυθιστόρημα που σχεδιάζω να γράψω τα επόμενα χρόνια και σε όλα τα άλλα πράγματα που κάνω για να κερδίσω το ψωμί μου και τα ονομάζω δημοσιογραφία, παρότι δεν είναι δημοσιογραφία». Αυτή η «δήλωση μη σύγκρουσης συμφέροντος», με την οποία ξεκινάει το βιβλίο, γίνεται ακόμη πιο σημαντική αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι η επόμενη, επιτυχημένη, απόπειρα πραξικοπήματος στην Αργεντινή το 1977 με πρωταγωνιστή τον Βιντέλα οδήγησε στη δολοφονία όχι μόνο του ίδιου του συγγραφέα, αλλά και της κόρης του που εκτελέστηκε κι αυτή από τους φασίστες. Η δολοφονία του, ή για να ακριβολογούμε η εξαφάνισή του, συνέβη τρεις ημέρες μετά την δημοσίευση μιας ανοιχτής επιστολής του προς τη στρατιωτική χούντα, στην οποία στηλιτεύει την «υπαγορευμένη από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, σύμφωνα με τη συνταγή που εφαρμόζεται αδιακρίτως από το Ζαΐρ ως τη Χιλή, από την Ουρουγουάη ως την Ινδονησία οικονομική πολιτική της χούντας» (σελ. 245). Η επιστολή θεωρείται αναπόσπαστο τμήμα του βιβλίου και συμπεριλαμβάνεται σε όλες τις εκδόσεις που κυκλοφόρησαν μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Αργεντινή. Η περιγραφή της καθημερινής ζωής των εκτελεσμένων δείχνει ότι δεν είχαν καμιά σχέση με τον χαρακτηρισμό του τρομοκράτη που χρησιμοποίησε η αστυνομία.

Οι δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει ο συγγραφέας στο πλαίσιο της έρευνάς του ήταν ασυνήθιστα μεγάλες, επειδή οι επιζώντες της εκτέλεσης, εξαιτίας του σοκ που υπέστησαν, όταν τους έστησαν στον τοίχο κι άρχισαν να τους πυροβολούν συχνά, εκ των υστέρων, έλεγαν άλλα των άλλων, όπως θα έκανε φυσικά ο κάθε άνθρωπος. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι χαρακτηριστικό: «Βγήκε από την αλάνα και μπήκε στο χωριό. Περπάτησε περίπου οκτώ τετράγωνα. Του φάνηκαν μόνο δύο. Σε έναν κάθετο δρόμο είδε να περνάει ένα λεωφορείο. Του φάνηκε κόκκινο. Ήταν κίτρινο. Νόμιζε πώς ήταν το νούμερο 4. Ήταν το νούμερο 1» (σελ. 118). Για να γράφει με τέτοια βεβαιότητα ο Ουόλς πόσες φορές, άραγε, να διασταύρωσε την μαρτυρία του κύριου Οράσιο, ο οποίος αγνοούσε «πόση ώρα παρίστανε τον πεθαμένο. Μισή ώρα; Μία; Έχει μια αίσθηση του χρόνου εντελώς διαφορετική. Το μόνο που ξέρει είναι ότι δεν κουνήθηκε από το σημείο, όπου ήταν πεσμένος ως την ώρα που άρχισε να φέγγει. Και τότε πρέπει να ήταν πια εφτά και μισή. Ο ήλιος στις 10 Ιουνίου ανέτειλε στις 7.57» (σελ. 116-117). Μόνο σεβασμός για μια τέτοια διασταύρωση και τόση ακρίβεια!

Από την Επιχείρηση Σφαγή αξίζει να ξεχωρίσουμε ορισμένα ακόμη χαρακτηριστικά, που δείχνουν την υψηλής ποιότητας δημοσιογραφική δουλειά επάνω στην οποία στηρίχθηκε. Γράφει ο συγγραφέας: «Δεν υπάρχει ούτε ένα σημαντικό στοιχείο στο κείμενο του βιβλίου Επιχείρηση Σφαγή που να μην είναι τεκμηριωμένο με στοιχειοθετημένη μαρτυρία, η οποία να επιβεβαιώνεται από τρία ή τέσσερα άτομα, μερικές φορές και από περισσότερα. Από τα βασικά γεγονότα παρέλειψα απαρέγκλιτα κάθε μονόπλευρη πληροφόρηση, όσο συγκλονιστική κι αν ήταν αυτή» (σελ. 220). Αυτό το γεγονός, όπως και η δήλωση του συγγραφέα πώς μπορεί να υποστηρίξει σε οποιοδήποτε δικαστήριο την ουσία όσων παραθέτει δεν εμπόδισε όλες τις μεγάλες εφημερίδες της Αργεντινής να αποσιωπήσουν τις αποκαλύψεις του Ουόλς που, όπως και τα γραπτά του Καπότε, δημοσιεύθηκαν πρώτα στον Τύπο τμηματικά και μετά πήραν την μορφή βιβλίου. Επιπλέον, οι μεγάλες εφημερίδες αναπαρήγαγαν ασχολίαστες τις ψευδείς δηλώσεις του αστυνομικού διευθυντή της περιφέρειας του Μπουένος Άιρες, χωρίς καν να δημοσιεύσουν το παραμικρό από την αποκάλυψη του Ουόλς για την εκτέλεση.

Πεδίο άσκησης κοινωνικής και πολιτικής κριτικής

Και τα δύο θέματα τα συνδέει ο αιρετικός τους χαρακτήρας. Το πλαίσιο που παραθέτει ο Καπότε, αποκαλύπτοντας για παράδειγμα στιγμές από το παρελθόν των δολοφόνων, χωρίς μάλιστα να υιοθετεί διδακτικό ύφος, από την μια, και το ίδιο το γεγονός της εκτέλεσης από την άλλη, που αποκαλύπτει ο Ουόλς, αποτελούν αφηγήματα που αμφισβητούν ή ανατρέπουν την επίσημη πολιτική και ιστορία. Η μη μυθοπλαστική λογοτεχνία χρησιμοποιείται επομένως εκεί που το όλον, το οποίο αποδίδει μια πραγματικότητα στην πληρότητά της χωρίς εκπτώσεις, συντομεύσεις, απλουστεύσεις κι ευκολίες, απλώς δεν χωράει ακόμη σε ένα μεγάλο άρθρο. Υπ’ αυτό το πλαίσιο η μυθοπλαστική λογοτεχνία, είτε για να αποκαλύψει τις κοινωνικές αιτίες της φτώχειας ή την αυθαιρεσία της εξουσίας και τη διαπλοκή του Τύπου με την αστυνομία, ως ένα ειδικό ρεπορτάζ ή ανεπτυγμένη ερευνητική δημοσιογραφία αποτελεί πεδίο άσκησης κριτικής κι ανατροπής καθιερωμένων αντιλήψεων κι ερμηνειών. Με τα λόγια του Εντουάρντο Γκαλεάνο, «ο Ροδόλφο Ουόλς μας δίδαξε πώς να εκτιμήσουμε το δημοσιογραφικό επάγγελμα… Το δίδαξε επειδή το άσκησε. Άσκησε δημοσιογραφία υψηλότατου επιπέδου (Walsh, 1957). Ο Γκαλεάνο, που τιμήθηκε με το βραβείο Ροδόλφο Ουόλς από το Τμήμα Δημοσιογραφίας και Κοινωνικής Επικοινωνίας του Εθνικού Πανεπιστημίου ντε λα Πλάτα το 2015, στην ομιλία του κατά την απονομή εξήρε επίσης και την ύψιστη φιλολογική αξία που είχε η δημοσιογραφία του Ουόλς και τον σεβασμό που έδειχνε ο δολοφονημένος πρωτοπόρος δημοσιογράφος – συγγραφέας σε κάθε λέξη (Galeano, 2015).

Τα παραπάνω συμπεράσματα για τον ανατρεπτικό χαρακτήρα της μη μυθοπλαστικής λογοτεχνίας και ταυτόχρονα την υψηλή της φιλολογική αξία επιβεβαιώνονται, αν ρίξουμε μια ματιά και στη μη μυθοπλαστική λογοτεχνία της Ελλάδας. Σημείο εκκίνησής της αποτελεί το βιβλίο Ζ του Βασίλη Βασιλικού, που γράφτηκε το 1966 για τη δολοφονία στη Θεσσαλονίκη του βουλευτή της ΕΔΑ, Γρηγόρη Λαμπράκη. Με τα λόγια του συγγραφέα: «Στηρίχθηκα πάνω στο πλούσιο προανακριτικό υλικό, στα ρεπορτάζ των εφημερίδων, αλλά δεν μπορούσα να γράψω το βιβλίο. Εκείνη την εποχή κυκλοφόρησε το Εν Ψυχρώ του Καπότε. Το ρούφηξα στα αγγλικά, μου άνοιξε νέους αφηγηματικούς δρόμους» (Κωστόπουλος, 2017). Η ευτυχής αυτή συγκυρία δείχνει τη σημασία της φόρμας στη συγγραφή, το πώς δηλαδή ένα είδος με τις ξεχωριστές και ιδιαίτερες δυνατότητές του επιτρέπει να ξεδιπλωθεί ένα περιεχόμενο, χωρίς να υποστεί καταστροφικές προσαρμογές στα προϋπάρχοντα καλούπια, που αποδεικνύονται ακατάλληλα για τις απαιτήσεις που γεννά μια συνεχώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα στην υλική της διάσταση και τη νοητική της πρόσληψη και επεξεργασία. Κατά μία άλλη άποψη, μη μυθοπλαστική λογοτεχνία υπήρξε στην Ελλάδα μια πενταετία πριν τη συγγραφή του Επιχείρηση Σφαγή του Ουόλς· ήταν το μυθιστόρημα Οι Λησταί στα πρόθυρα των Αθηνών του Μ. Καραγάτση, που πραγματεύεται την απαγωγή δέκα περιηγητών το 1870 από τη ληστρική συμμορία του Αρβανιτάκη (Περαντωνάκης, 2019).

Τις τελευταίες δεκαετίες έχουν γραφτεί πολλά κι αξιόλογα βιβλία μη μυθοπλαστικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Ξεχωρίζουν τα εξής: το Ανωφελές διήγημα του Γιώργη Γιατρομανωλάκη (Κέδρος, 1993), τα Αμίλητα, βαθιά νερά της Ρέας Γαλανάκη (Καστανιώτης, 2006), Ο γύρος του θανάτου του Θωμά Κοροβίνη (Άγρα, 2012) κ.α. (Παπαργυρίου, 2019). Συγκρίνοντας τη διεθνή με την ελληνική παραγωγή μη μυθοπλαστικής λογοτεχνίας ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ότι το είδος της μη μυθοπλαστικής λογοτεχνίας στην χώρα μας το θεράπευσαν λογοτέχνες, ενώ στο εξωτερικό κυρίως δημοσιογράφοι. Πρόκειται για μια ουσιώδη διαφορά που φέρνει στην επιφάνεια τη βαθιά και πολυεπίπεδη κρίση που διέρχεται η δημοσιογραφία στην Ελλάδα.

Μεθοδολογικά ζητήματα

Η επιτυχημένη συνύπαρξη σε ένα τόσο απαιτητικό πεδίο, ταυτισμένο με συγκρούσεις κι αντικρουόμενα συμφέροντα, επαγγελματιών από δύο διαφορετικούς κλάδους, πέραν του υβριδικού του χαρακτήρα, αναδεικνύει και σειρά μεθοδολογικών προβλημάτων που συνοδεύουν την ύπαρξή του. Κοινός παρανομαστής τους είναι η κατάταξη της μη μυθοπλαστικής λογοτεχνίας, στο βαθμό που είναι πολύ δύσκολο να την ξεχωρίσεις από πολυσέλιδα αριστουργήματα της ερευνητικής δημοσιογραφίας, όπως είναι για παράδειγμα η Νήσος Σαχαλίνη (Τσέχωφ, 2015). Ένα βιβλίο που ο ρώσος συγγραφέας έγραψε αφού πρώτα παρέμεινε τρεις ολόκληρους μήνες στο νησί του Ειρηνικού Σαχαλίνη, καταβεβλημένος από φυματίωση, στο οποίο αποκαλύπτει τις κτηνώδεις συνθήκες κράτησης των ρώσων φυλακισμένων και, κατά κοινή ομολογία, αποτελεί την καλύτερη δημοσιογραφική έρευνα του 19ου αιώνα (Sharma, 2015· Theroux, 2020).

Ενδεικτικό της επικρατούσας ρευστότητας, αν όχι και σύγχυσης, είναι η κατάταξη του μη μυθοπλαστικού μυθιστορήματος στο ιστορικό μυθιστόρημα του 20ου αιώνα από κοινού με την τεκμηριωτική μυθοπλασία, που δεν περιέχει μόνο ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα αλλά και καθημερινά συμβάντα της επικαιρότητας, όπως εφημερίδες εποχής, και το μυθευματικό ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο συνυφαίνει ιστορικά και φανταστικά, ακόμη και εξωπραγματικά γεγονότα. (Abrams, 2007). Μια τέτοια ένταξη κόβει τους δεσμούς που συνδέουν τα δύο προαναφερόμενα έργα με την κοινωνική ή πολιτική έρευνα στην οποία θα τα ενέτασσαν πιθανότατα οι συγγραφείς τους. Ανάλογες διχογνωμίες δεν είναι βέβαια καινοφανείς, αντιθέτως συνηθίζονται σε μορφές λόγου κι έκφρασης.

Ενδεικτική, για παράδειγμα, αν και ενάντια στο κυρίαρχο ρεύμα που θεωρεί το ντοκιμαντέρ προέκταση της δημοσιογραφίας, είναι η άποψη που εντάσσει το ντοκιμαντέρ στον κινηματογράφο, εστιάζοντας περισσότερο στα αισθητικά – καλλιτεχνικά του γνωρίσματα και λιγότερο στην ενημερωτική του διάσταση (Κατζουράκης, 2013). Χάριν μεθοδολογικής ακρίβειας κι όχι αναπαραγωγής άγονων αντιπαραθέσεων, η μη μυθοπλαστική λογοτεχνία με τον τρόπο που αναπτύχθηκε στο εξωτερικό και την Ελλάδα, περισσότερο αρμόζει στον ορισμό της «δημιουργικής μη μυθοπλασίας», που χαρακτηρίζεται από τέσσερα γνωρίσματα: αντλεί το αντικείμενό της από τον πραγματικό κόσμο, στηρίζεται σε εξαντλητική έρευνα και λεπτομερή αφήγηση που υπερβαίνει το ρεπορτάζ και, τέλος, διακρίνεται από εκλεπτυσμένες τεχνικές δόμησης του υλικού και αφήγησης (Lounsberry, 1990). Σε κάθε περίπτωση, η επιτυχής συναίρεση στη μη μυθοπλαστική λογοτεχνία δύο διαφορετικών, παρά τις ομοιότητές τους πεδίων, της λογοτεχνίας και της δημοσιογραφίας (του απροϋπόθετου κειμένου και του κειμένου υπό προϋποθέσεις), επιβεβαιώνει τη δυνατότητα και την ανάγκη υπέρβασης επίσης άγονων επιστημονικών διαχωρισμών, που χωρίς να υποκύπτει στον μεταμοντέρνο σχετικισμό και να αναιρεί την ανάγκη της μεθόδου θα κάνει πιο προσιτή την κοινωνική έρευνα και τη δημοσιογραφία στην κοινωνία (Jablonka, 2017).

Από τη σκοπιά της δημοσιογραφίας, η εξάπλωση της μη μυθοπλαστικής λογοτεχνίας οφείλεται αρχικά στην ανανέωση και εξέλιξη που παρατηρείται στο πεδίο του ανθρώπινου λόγου και στην ανάγκη για επικοινωνία. Οφείλεται, επίσης, στην καταιγιστική εξάπλωση μιας μορφής δημοσιογραφίας που ποντάρει στους τίτλους και τις εντυπώσεις κι ανθεί στο διαδίκτυο. Η επέκτασή της, όσο κι αν υποβαθμίζει την ποιότητα της ενημέρωσης, γεννά και το αντίθετό της: μια ερευνητική δημοσιογραφία υψηλών απαιτήσεων που απευθύνεται σε ένα κοινό το οποίο δεν αρκείται στις εντυπώσεις. Αυτή η ανάγκη οδήγησε στην εξάπλωση της μη μυθοπλαστικής λογοτεχνίας τις τελευταίες δύο δεκαετίες.

Πηγές

Ελληνικές

Βασιλικός, Β. (1966), Ζ φανταστικό ντοκιμαντέρ ενός εγκλήματος, εκδ. Gutenberg.

Καπότε, Τρ. (1965), Εν ψυχρώ, μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ, εκδ. Πατάκη, χρονολογία πρώτης ελληνικής έκδοσης: 2015.

Καραγάτσης, Μ. (1952), Οι λησταί στα πρόθυρα των Αθηνών, Εστία.

Κατζουράκης, Κ. (2013), Τάξη στο χάος. Ζωγραφική, θέατρο, κινηματογράφος. Εκδ. Καλειδοσκόπιο.

Κουμαριανού, Αικ. (1971), Ο Τύπος στον αγώνα, τ. Α’, εκδ. Ερμής.

Κωστόπουλος, Δ. (2011), «Η έλευση του “non-fiction novel” στην Ελλάδα», περιλαμβάνεται σε: Η μεταμυθοπλασία στη νεοελληνική πεζογραφία, επ. Βούλγαρης, Κ., εκδ. Βιβλιόραμα.

Παπαργυρίου, Ε. (2019), «Από τους πηχυαίους τίτλους των εφημερίδων στις σελίδες του μυθιστορήματος», Εφημερίδα των Συντακτών, 17 Νοεμβρίου, https://bit.ly/2Wt49A9

Περαντωνάκη, Γ.Ν. (2019), «Όροι και όρια για το ελληνικό non-fiction μυθιστόρημα», σε: Εφημερίδα των Συντακτών, 17 Νοεμβρίου, https://bit.ly/2Wt49A9

Πλωρίτης, Μ. (1991), «Love – Hate» σελ. 482-484, περιλαμβάνεται σε Η λέξη: Λογοτεχνία και Δημοσιογραφία αφιέρωμα, Ιούλιος Αύγουστος, τ. 104.

Σκαρπέλος Γ. (2011), Εικόνα και κοινωνία: από την κοινωνική φωτογραφία στην οπτική κοινωνιολογία, εκδ. Τόπος.

Φραγκιάς, Α. (1991), «Αχθοφόροι σε σιδηροδρομικό σταθμό», σελ. 478-481, περιλαμβάνεται σε: Η λέξη: Λογοτεχνία και Δημοσιογραφία αφιέρωμα, Ιούλιος-Αύγουστος, τ. 104.

Abrams, H.M. (2007), Λεξικό λογοτεχνικών όρων, μετάφραση: Γ. Δεληβοριά, Σ. Χατζηιωάννου, εκδ. Πατάκη.

Jablonka, I. (2017), Η ιστορία είναι μια σύγχρονη λογοτεχνία, μανιφέστο για τις κοινωνικές επιστήμες, μετάφραση: Ρίκα Μπενβενίστε, εκδ. Πόλις.

Jeanneney, J.-N (1999), Η ιστορία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης από την εμφάνισή τους ως τις μέρες μας, εκδ. Παπαδήμα.

Tadie, J.-Y. (2007), Το μυθιστόρημα στον εικοστό αιώνα, μετάφραση: Μαρίνα Κουνεζή, εκδ. Παραφερνάλια – Τυπωθήτω.

Walsh, R. (1957), Επιχείρηση σφαγή, μετάφραση: Κρίτωνας Ηλιόπουλος, εκδ. Ακυβέρνητες Πολιτείες, χρονολογία πρώτης ελληνικής έκδοσης: 2018.

Ξενόγλωσσες

Lounsberry, B. (1990), «The Realtors», περιλαμβάνεται σε: The Art of the Fact: Contemporary Artists of Nonfiction, Greenwood Press.

Sharma, A. (2015), «Chekhov’s Beautiful Nonfiction», The New Yorker, 2 February, https://bit.ly/2LXiN0N

Smith, J. (2020), «Trump is Showing Us Why the Death Penalty Needs to Die», Rolling Stone, December, 2 https://bit.ly/2KEx5Tl

Theroux, M. (2020), «Anton Chekhov’s travels …the greatest work of journalism of the 19th century», The Guardian, 10 May, https://bit.ly/3muKhr2

Underwood, D. (2008), Journalism and the novel, Truth and Fiction 1700-2000, Cambridge University Press.

Wolf, T. & Johnson, E.W. (Eds.). (1973), The New Journalism, Harper and Row.

Wolf, T. (1972), «Why They Aren’t Writing the Great American Novel Anymore, a Treatise on the Varieties of Realistic Experience», Esquire, December 1972, https://bit.ly/3auDR98

Wood, M. (1973), «The New Journalism», New York Times, 22 June, https://nyti.ms/34sRCkA

Galeano, E. (2015), Premio Rodolfo Walsh a Eduardo Galeano, Facultad de Periodismo y Communicacion Social, Universidad Nacional de la Plata, https://youtu.be/1sLZQv2Oo6o

Ο Λεωνίδας Βατικιώτης διετέλεσε διδάσκων στο ΜΠΣ Επικοινωνία και Νέα Δημοσιογραφία του ΑΠΚΥ, Δρ. Τμήματος Κοινωνιολογίας Πάντειου Πανεπιστημίου, αρθρογράφος στον Τύπο για θέματα Οικονομίας και Διεθνών, ερευνητής στο Advanced Media Institute.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 25 (Άνοιξη – καλοκαίρι 2021) του περιοδικού Δημοσιογραφία

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο Facebook Twitter LinkedIn Email Pinterest
booksandtoys

Δείτε επίσης