Υποστηριξε το militaire
Κοινωνία
20/01/2023 | 15:51 (ενημερώθηκε 1 έτος πριν)
Κωνσταντίνος Αρβανίτης

Babylon: Ένα υπερβολικό ταξίδι στην κινηματογραφική αθανασία

Babylon: Ένα υπερβολικό ταξίδι στην κινηματογραφική αθανασία

Πόσο άραγε έχει αλλάξει ο κινηματογράφος ανά τα χρόνια; Πόσο άλλαξε η μορφή του, το ύφος του, ο τρόπος παραγωγής ή ακόμα και το lifestyle που τον ακολουθεί; Θα είμαστε ποτέ προετοιμασμένοι για τα επόμενά του βήματα; Και εν τέλει, θα χαθεί κάπου στο βάθος των αιώνων η μοναδική του μαγεία; Αυτά και πολλά ακόμα ερωτήματα καλείται να απαντήσει ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης Ντάμιεν Σαζέλ με την νέα του ταινία “Babylon”, προσκαλώντας μας σε ένα ταξίδι στη μακρινή πρώτη χρυσή εποχή του Hollywood με τα ξέφρενα πάρτι, τα χαοτικά γυρίσματα, τις υπέρμετρες ακολασίες και τη γέννηση της ιδέας του κινηματογραφικού Σταρ.

Για τον Σαζέλ ο κινηματογράφος δεν είναι απλά μια τέχνη και ένας τρόπος έκφρασης (πόσο μάλλον μια “κατώτερη” τέχνη), είναι ένας τρόπος ζωής, μια πύλη προς έναν μαγικό κόσμο που λειτουργεί με άλλους ρυθμούς, πράγμα που είχε φανεί ήδη από το “La La Land”, μια ταινία ύμνο στη μαγεία του κινηματογράφου. Αν όμως σε εκείνη την ταινία που του χάρισε και το Όσκαρ σκηνοθεσίας, ο Αμερικανός δημιουργός προσέγγισε το Hollywood με έναν αθώο και ρομαντικό τρόπο, αυτή τη φορά αποφασίζει να κάνει βουτιά στην υπερβολή παρουσιάζοντάς μας με τον πλέον πιο ωμό τρόπο τη ζωή της κινηματογραφικής βιομηχανίας πίσω από τις κλειστές (ή ακόμα και ανοιχτές) πόρτες.

Η ιστορία ακολουθεί με έναν δοκιμασμένο αλλά ταυτόχρονα δημιουργικό τρόπο τη σταδιακή δύση του βωβού κινηματογράφου και την ανατρεπτική είσοδο της ομιλίας των ηθοποιών μέσα στο φιλμ. Μία μετάβαση που μόνο απλή δεν αποδείχτηκε οδηγώντας τεράστιες καριέρες σε ένα απότομο και πρόωρο τέλος, αναδεικνύοντας ωστόσο μια νέα γενιά ηθοποιών που απέκτησε από νωρίς την ικανότητα “χειρισμού της φωνής” με τρόπο τέτοιο που θα συγκινούσε ακόμα και τον πιο δύσπιστο θεατή, αντικαθιστώντας μια για πάντα τις γραπτές περιγραφές των σκηνών και τις υπερπροσπάθειες των ηθοποιών να “σπάσουν τον τέταρτο τοίχο”. Η αλλαγή αυτή δεν θα επηρεάσει όμως μόνο τους ηθοποιούς αλλά θα οδηγήσει μια ολόκληρη βιομηχανία να πλαισιωθεί με πιο επαγγελματικά κριτήρια στην προσπάθειά της να αναγνωριστεί ως μια σοβαρή παρουσία στον καλλιτεχνικό χώρο, αφήνοντας στο παρελθόν το χάος των ταυτόχρονων γυρισμάτων (που γίνονταν με τη συνοδεία ζωντανής μουσικής) και της παντελούς έλλειψης μέτρου.

Στην προσπάθεια του αυτή να μας τοποθετήσει στη βαβούρα και τα φώτα της εποχής, ο Σαζέλ επιστρατεύει τον χαρακτήρα της ανερχόμενης ηθοποιού Νέλι Λερόι που υποδύεται η μοναδική Μάργκοτ Ρόμπι σε μια από τις καλύτερες στιγμές της καριέρας της. Τα νιάτα, η ομορφιά, η αυτοπεποίθηση και η απουσία ηθικών φραγμών θα οδηγήσουν τη νεαρή σε μια ασταμάτητη πορεία προς λάμψη του Hollywood, μια λάμψη που λίγοι προσπάθησαν να τιθασέψουν και ακόμα λιγότεροι τα κατάφεραν. Η Ρόμπι καταφέρνει να δώσει στο ρόλο ότι ακριβώς χρειάζεται για να μας μεταφέρει στην εποχή χωρίς περιττές υπερβολές και επιδείξεις ταλέντου (πράγμα που δεν χρειάστηκε να κάνει ποτέ), ενώ ταυτόχρονα μας μεταφέρει με τρόπο εξαιρετικό την πολύπλοκη ψυχοσύνθεση ενός ταραγμένου και χαμένου χαρακτήρα.

Τις εντυπώσεις όμως κερδίζει εξίσου και ο ανερχόμενος Ντιέγκο Κάλβα στον ρόλο του φιλόδοξου Μάνι Τόρες, ενός νεαρού μπάτλερ που ονειρεύεται μια θέση πίσω από τις κάμερες στο “πιο μαγικό μέρος του κόσμου”, δηλαδή στα γυρίσματα οποιασδήποτε μεγάλης ταινίας. Ο παράφορος έρωτάς του για τον χαρακτήρα της Μάργκοτ Ρόμπι θα τον οδηγήσει σε μια περιπέτεια άνευ προηγουμένου ανάμεσα σε κινηματογραφικά πλατό, ξέφρενα πάρτι, ναρκωτικά κάθε είδους, για να βρεθεί ακόμα και στον απόλυτο “σεξουαλικό υπόκοσμο” της Πόλης των Αγγέλων.

Ξεχωριστή αναφορά όμως πρέπει να γίνει και στον Μπραντ Πιτ ο οποίος για ακόμα μια φορά αναδεικνύει το αδιαμφισβήτητο υποκριτικό του ταλέντο, ενσαρκώνοντας έναν δύσκολο ρόλο που εύκολα θα μπορούσε να αποτελέσει αγκάθι στα χέρια ενός άλλου ηθοποιού. Ο Πιτ επιτυγχάνει να προσδώσει στον χαρακτήρα του τα απαραίτητα κωμικά στοιχεία από κοινού με την έντονη δραματικότητα που περιβάλλει έναν αστέρα του κινηματογράφου στα τελευταία χρόνια της “λάμψης” του. Ο λόγος για τον ρόλο του βετεράνου του βωβού κινηματογράφου Τζακ Κόνραντ, ο οποίος καλείται να διασχίσει ένα υπαρξιακό ταξίδι το οποίο δεν κατάφερε να κερδίσει ποτέ κανείς, μη θέλοντας να παραδεχτεί πως οτιδήποτε υπήρξε στην ιστορία γνώρισε μια αρχή και ένα τέλος.

Στο σκηνοθετικό κομμάτι ο Σαζέλ για ακόμα μια φορά παραδίδει μαθήματα χειρισμού της κάμερας και της κίνησης με τρόπο που καταφέρνει να χαρακτηρίσει και αυτή του τη δημιουργία ως “ταινία σκηνοθέτη”. Ωστόσο δεν καταφέρνει να χειριστεί με τον καταλλήλότερο τρόπο τον ρυθμό ανάπτυξης μια τρίωρης ταινίας που ξεκινάει με μεγάλες ταχύτητες και επιβραδύνει απότομα δημιουργώντας ένα αίσθημα κούρασης στον θεατή. Η φωτογραφία του Λίνους Σάντγκρεν επιτυγχάνει με τον τρόπο της να μας μεταφέρει στον μαγικό κόσμο του “Πρώτου Hollywood” φλερτάροντας με πιο σκοτεινά χρώματα από αυτό που θα περιμέναμε σε μια ταινία που πραγματεύεται μια εποχή γεμάτη φώτα. Τέλος δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε τη συγκλονιστική μουσική του Τζάστιν Χάρβιτζ, στον οποίο η ακαδημία “χρωστάει” ένα αγαλματίδιο που δεν του χάρισε ούτε στο “La La Land” αλλά ούτε και στο μοναδικό “Whiplash”.

Συνοψίζοντας, ίσως ο Ντάμιεν Σαζέλ να μην ξεπέρασε τον εαυτό του μέσα από το “Babylon” όπως πολλές ιστοσελίδες και κριτικοί υπόσχονταν, ωστόσο με τη βοήθεια ενός άριστου καστ καταφέρνει να μας ταξιδέψει σε μια εποχή που ποτέ δεν ζήσαμε και ακούμε μόνο από θρύλους και ιστορίες. Μπορεί λοιπόν η “Κινηματογραφική Βαβυλώνα” της δεκαετίας του 1920 να έσβησε άδοξα, μπορεί τα πρόσωπα και ο τρόπος παραγωγής να άλλαξαν, κάτι όμως παραμένει ίδιο από τον βωβό κινηματογράφο, τις κλασικές ταινίες του ‘50 και του ‘60, την εισαγωγή των ειδικών εφέ ή ακόμα και τη δημιουργία υπηρεσιών Streaming. Αυτό το κάτι είναι οι λίγες ώρες μέσα στις οποίες χανόμαστε και ξεφεύγουμε από τον “πραγματικό” κόσμο και βρισκόμαστε σε άλλες εποχές, χώρες ή ακόμα και γαλαξίες. Για τις ώρες αυτές ούτως ή άλλως το πραγματικό έχει μηδενική σημασία μπροστά στη μαγεία μιας οθόνης που μόνο ψεύτικη δεν μοιάζει.

Ίσως λοιπόν να παραδειγματιστούμε και εμείς από το μάθημα που δέχτηκε ο Τζακ Κόνραντ της ταινίας και να θυμηθούμε πως “Πενήντα χρόνια μετά την προβολή μιας ταινίας, όταν όσοι εμφανίζονται δεν είναι στη ζωή, θα ξαναζούν για πάντα ξανά και ξανά κάνοντας τον κόσμο να συγκινηθεί, να γελάσει και να ανατριχιάσει σε αυτή τη γιορτή φαντασμάτων και αγγέλων”.

Γιατί αυτό είναι ο κινηματογράφος

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο Facebook Twitter LinkedIn Email Pinterest
booksandtoys

Δείτε επίσης