Του Λεωνίδα Βατικιώτη

Τρεις κατά τη γνώμη μου είναι οι λόγοι που οδηγούν σε μία επιστημονική και δημόσια – πολιτική συζήτηση γύρω από την κοινωνική πολιτική μετά την πανδημία. Είναι τρεις λόγοι αλληλοσυμπληρούμενοι μεν αλλά διακριτοί.

Ο πρώτος λόγος σχετίζεται με τις αυταπάτες που δημιουργεί κάθε κρίση. Θυμάμαι από την πρώτη κιόλας περίοδο που ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, μέχρι και τον Μάρτιο του 2020 όταν βρεθήκαμε αντιμέτωποι με την πρωτοφανή κρίση της πανδημίας, πηχυαίους τίτλους να προβλέπουν το τέλος του νεοφιλελευθερισμού και την αναβίωση του κεϋνσιανσιμού, του ισχυρού κράτους.

Το δομικό σφάλμα ανάλογων προβλέψεων έγκειται σε μια απλοϊκή ανάγνωση του νεοφιλελευθερισμού που ταυτίζεται με την μείωση των δημοσίων δαπανών. Έγκειται επίσης και σε μια άκρως επιλεκτική ανάγνωση της πραγματικότητας που παραβλέπει όχι μόνο την ακολουθούμενη πολιτική από τα κόμματα εξουσίας ή τις οδηγίες της ΕΕ, αλλά παραβλέπει επίσης και την γενικότερη δυναμική του καιρού μας. Την ευρύτερη αντιδραστικοποίηση, με άλλα λόγια, που δεν επιτρέπει αυταπάτες.

Η αλήθεια είναι ότι ανάλογες ερμηνείες, που βαφτίζουν το κρέας ψάρι, καταφέρνουν και επιβιώνουν στον χρόνο. Ανάλογες θεωρίες για παράδειγμα προβλήθηκαν με αφορμή το πρόγραμμα του Μπάιντεν, πέρυσι, με τη γνωστή κατάληξη: να διαψευστούν για πολλοστή φορά.

Στα καθ’ ημάς εξ ίσου πομπώδεις διακηρύξεις διαβάσαμε με αφορμή το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που επικεντρώνονταν στα ποσά και αδιαφορούσαν για τους όρους. Μέχρι που και αυτές οι χρηματοδοτήσεις αποδείχθηκαν μνημόνια.

Αυτή η γενικευμένη σύγχυση οδηγεί κατά τη γνώμη μου στον δεύτερο λόγο που ανοίγει τη συζήτηση για την κοινωνική πολιτική. Το ζητούμενο είναι να περιγραφεί το πρόσημο και η κατεύθυνσή της. Να αναλυθεί σε επίπεδο νόμων, μέτρων, πολιτικών και των αποτελεσμάτων τους, με τελικό ζητούμενο να αποτυπωθούν οι ποσοτικές και ποιοτικές μεταμορφώσεις της και να απαντηθεί ένα θεμελιώδες ερώτημα: γίνεται πιο προοδευτική ή πιο αντιδραστική; Εξυπηρετεί την κοινωνία και τους εργαζόμενους, κάνοντας τις απαραίτητες επικαιροποιήσεις, ή το κεφάλαιο και το κράτος, επικαλείται την ανάγκη των προσαρμογών για να βελτιώσουν τη θέση τους εναντίον των μισθωτών;

Σε αυτό το πεδίο το βιβλίο που επιμελήθηκαν οι Καψάλης, Κουμαριανός και Κουραχάνης, καταφέρνουν μια ουσιαστική συμβολή. Οι αναλύσεις είναι λεπτομερείς και σε βάθος: Από τις εργασιακές σχέσεις και το ασφαλιστικό, μέχρι τα μέτρα που ελήφθησαν για την υγεία και το πτωχευτικό δίκαιο ή τους μετανάστες. Το βιβλίο επιτυγχάνει ένα σκανάρισμα πολύ υψηλής ανάλυσης της κοινωνικής πολιτικής και διαλύει μύθους και εντυπώσεις.

Αντιγράφω εντελώς ενδεικτικά: Από το άρθρο των Καψάλη – Κουζή: «Οι εξελίξεις στην εργασία κατά την περίοδο της πανδημίας αποτελούν τη συνέχεια μιας διαδρομής νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, που εκκινεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, εντείνεται με τις πολιτικές διαχείρισης της κρίσης χρέους και ακολουθεί τις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις σε συνδυασμό με εκείνες που απορρέουν από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ. Το νέο στοιχείο που τις διακρίνει είναι η παρουσία του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού» (σελ. 203).

Επίσης, από το άρθρο των Σπυροπούλου – Παρσάνογλου – Τριμικλινιώτη – Τσιάνου για το προσφυγικό, μια αναφορά που παραπέμπει ευθέως σε όσα γίνονται στην Ουκρανία κι όσα λέει ο υπουργός Ν. Μηταράκης. Γράφουν οι συγγραφείς: «Στη Βρετανία για παράδειγμα τα ζητήματα που παρατηρούμε σήμερα και η παραφιλολογία περί “ψευδοπροσφύγων” υπήρχε στις ακροδεξιές φυλλάδες και τα υπερσυντηρητικά ταμπλόιντ (πχ η εφημερίδα Σαν)» σελ. 341.

Ο τρίτος λόγος που νομιμοποιεί την σχετική πραγμάτευση και τον συνακόλουθο δημόσιο διάλογο είναι η ανάγκη να ανοίξει η συζήτηση. Να πάψουμε να αρκούμαστε στα γνωστά και τετριμμένα.

Αναφέρει για παράδειγμα ο Κώστας Δημουλάς: «Κατά την τρέχουσα πανδημία έγιναν ρήξεις και τομές που δεν μπορούν να ερμηνευτούν με τα παραδοσιακά εργαλεία ανάλυσης της κοινωνικής πολιτικής, αποδίδοντας για παράδειγμα τις δομικές και θεσμικές αλλαγές σε απλές μετατοπίσεις των παραμέτρων που χαρακτηρίζουν τα μεταπολεμικά καθεστώτα ευημερίας» (σελ. 109). Ο Μπιλ Τζόρνταν διερευνώντας πώς το σοσιαλδημοκρατικό κράτος έφτασε να παρέχει τα θεμέλια για το νέο απολυταρχισμό αναγνωρίζει πώς επί του παρόντος «δεν υπάρχει ένα ξεκάθαρο θεωρητικό πλαίσιο μέσω του οποίου μπορούμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα» (σελ. 56).

Οι επιμελητές του τόμου από την άλλη υποστηρίζουν ότι η τρέχουσα «εκδοχή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου δεν συνιστά μια πρωτόγνωρη αλλαγή, αλλά τη συνέχιση και την όξυνση των παραδοσιακών χαρακτηριστικών της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης (σελ. 33)».

Αναφέρω αυτά τα αποσπάσματα για να υπογραμμίσω ότι είμαστε μάρτυρες συγκλονιστικών αλλαγών που απαιτούν βαθύτερη διερεύνηση και τολμηρές προσεγγίσεις. Τα μέχρι σήμερα εργαλεία δεν μας αρκούν! Η πανδημία επιτάχυνε δομικές αλλαγές στην ελληνική οικονομία: από τον ψηφιακό και πράσινο μετασχηματισμό της μέχρι την διεθνοποίησή της και την βαθύτερη πρόσδεσή της στον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό.

Για να τα αναλύσουμε όλα αυτά χρειαζόμαστε έναν σύγχρονο εργατικό, αριστερό διαφωτισμό που θα έχει ανοιχτά τα αυτιά του και θα επικοινωνεί με τους εκμεταλλευόμενους, που παράγουν τον κοινωνικό πλούτο.

Το κεφάλαιο για παράδειγμα των Παπανικολόπουλου – Κατσορίδα για τις πέντε φάσεις της συνδικαλιστικής δράσης από το 2020 μέχρι σήμερα (σελ. 212) είναι όχι μόνο διαφωτιστικό αλλά και διδακτικό σε ό,τι αφορά τη σχέση πολιτικής και αγώνων.

Ξέρουμε από την άλλη, όλοι πώς τίποτε δεν γεννιέται από το κενό, όπως κι ότι η επίκληση στην ανάγκη θεωρητικής πρωτοτυπίας σχεδόν πάντα έρχεται να συγκαλύψει και να δικαιολογήσει συντηρητικές μεταλλάξεις και πολιτικές αναδιπλώσεις. Ή τον θεωρητικό αναχωρητισμό, όπως κάνει το μεταμοντέρνο ρεύμα.

Το βιβλίο για το οποίο συζητάμε σήμερα, είναι μια νότα αισιοδοξίας στην κατεύθυνση πρωτότυπης έρευνας και θεωρητικής αναζήτησης. Συμβάλει στις αναζητήσεις, βαθαίνει τη γνώση μας για τον ελληνικό καπιταλισμό.

Εδώ μπορείτε να διαβάσετε τα περιεχόμενα του βιβλίου κι εδώ το πρώτο κεφάλαιο.

Ακολουθούν οι τοποθετήσεις της δημόσιας παρουσίασης: