Υποστηριξε το militaire
Στιγμές Ιστορίας
31/07/2022 | 06:00 (ενημερώθηκε 2 έτη πριν)
Militaire News

Οι “μπίζνες” των Τούρκων εις βάρος των Ελλήνων αιχμαλώτων, η εξαθλίωση και η απελευθέρωση

Οι

Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος

(τέταρτο μέρος)

1ο μέρος

2ο μέρος

3ο μέρος

Μετά τα βασανιστήρια, τον φόβο και τις ταπεινώσεις, οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν τους Έλληνες αιχμαλώτους της Μικρασιάτικης Εκστρατείας, ως… «εργαλεία» για δικό τους όφελος και για να κερδίσουν χρήματα από παράνομες δουλειές!

Ο Βασίλης Διαμαντόπουλος που έζησε 7 μήνες στα τουρκικά στρατόπεδα αποκαλύπτει.

ΟΙ ΧΡΥΣΕΣ ΜΠΙΖΝΕΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ

«Από τα μέσα του Οκτώβρη και σχεδόν επί ένα μήνα και πλέον, εκτός από τις αγγαρείες της ημέρας μας ξεσήκωναν τη νύχτα μετά την ώρα 11 ή 12 ή και 1 , όλο το λόχο, και διαδοχικά και τους άλλους λόχους και μας πήγαιναν σ’ αρκετά μακρινή απόσταση όπου από γκρεμισμένα σπίτια φορτωνόμαστε ο καθένας μας από μια-δυο πέτρες και επιστρέφοντας έτσι φορτωμένοι, τις αφήναμε σε ορισμένο σημείο κοντά στη μάντρα του στρατοπέδου μας. 

Επίσης κατά τον ίδιο τρόπο μας πήγαιναν σε μάντρες σπιτιών, στ’ άκρα της πόλης, που επάνω στους τοίχους των ήσαν τοποθετημένα κεραμίδια. 

Τα παίρναμε και φορτωμένοι μ’ αυτά τα φέρναμε και τ’ αφήναμε στο ίδιο σημείο πού αφήναμε και τις πέτρες.

“Όλα αυτά τα υλικά, βλέπαμε τη μέρα ότι τα χρησιμοποιούσαν μαστόροι και εργάτες αιχμάλωτοι για να επισκευάζουν τρία χτίρια που ήσαν καταστραμμένα από πυρκαγιές.

Σ’ αυτή τη νυχτερινή αγγαρεία με βροχές, κρύο και παγωνιές, η ταλαιπωρία μας ήταν πολύ σκληρή και απάνθρωπη.

 Τέλειωσαν τα κτίρια, επισκευάστηκαν και τα μηχανήματά τους και ήσαν έτοιμα να λειτουργήσουν. 

Πριν όμως ν’ αρχίσει ή λειτουργία τους, είδαμε. μια μέρα να καταφτάνουν οι πολιτικές αρχές, ο Καϊμακάμης, ο Δήμαρχος με άλλους υπαλλήλους και αστυνομικούς. τα κατάσχεσαν και τα σφράγισαν. 

Τι είχε συμβεί ;

Τα κτίρια αυτά ανήκαν σε Έλληνες που είχαν φύγει και καταστράφηκαν από πυρκαγιά.

 Οι επισκευές των διατάχτηκε να γίνουν με την εργασία αιχμαλώτων από τον τούρκο ταγματάρχη, διοικητή του τάγματος αιχμαλώτων, έναν πανύψηλο τσερκέζο, Ναμζή Βέη, με μεγάλα και ίσια μουστάκια και με αγέρωχο ύφος, με το σκοπό να τα εκμεταλλευτεί  για δικό του όφελος. 

Οι πολιτικές τούρκικες αρχές του χάλασαν τα σχέδιά του και τα κατάσχεσαν, γιατί αυτά χτήματα σαν εγκαταλειμμένα ανήκαν στο τούρκικο Δημόσιο.

Αλλά και οι άλλοι Τούρκοι αξιωματικοί του, τάγματος αιχμαλώτων εκμεταλλεύτηκαν την εργασία αιχμάλωτων ειδικών τεχνιτών για όφελός των. 

Ό ένας είχε οργανώσει υποδηματοποιείο στο οποίο εργάζονταν αιχμάλωτοι τεχνίτες.

 Ό άλλος είχε οργανώσει συνεργείο που έπλεκαν καλάθια.

Τα προϊόντα αυτών των συνεργείων τ α πωλούσαν προς όφελός των οι Τούρκοι αξιωματικοί .

 Οι αιχμάλωτοι τεχνίτες που εργάζονταν είχαν τ’ όφελος ότι δεν τους τραβούσαν κάθε μέρα στις διάφορες άλλες αγγαρείες και το σπουδαιότερο εργάζονταν και κοιμούνταν στο υπόγειο του σπιτιού, στο οποίο στεγάζονταν τα γραφεία της διοίκησης του τάγματος αιχμαλώτων και έτσι ήσαν προφυλαγμένοι από βροχές και κρύο.

 Ό ταγματάρχης διοικητής του τάγματος Ναμζή Βέης οργάνωσε κι’ άλλη  εκμετάλλευση της εργασίας των αιχμάλωτων πολύ επικερδή για τον εαυτό του, εξοντωτική όμως για τους αιχμάλωτους.»

Η ΠΟΛΥΠΟΘΗΤΗ ΜΕΡΑ

«Στις 2 τ’ Απρίλη 1923, Μεγάλη Δευτέρα είδαμε να κινείται στο τάγμα αιχμαλώτων Τούρκος συνταγματάρχης γιατρός. ‘Αποδείχτηκε ότι αυτός είχε έρθει για να φροντίσει για τη μεταφορά μας στη Σμύρνη προς τον σκοπό ανταλλαγής μας με Τούρκους αιχμάλωτους που είχε η Ελλάδα.

Μιλούσε την ελληνική γλώσσα, γιατί όπως μας είπε κατάγονταν από τα Γιάννενα. 

‘Ακούσαμε από τον ίδιο ότι σε εκτέλεση συμφωνίας που υπογράφτηκε στη Λωζάννη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, θα γίνει ανταλλαγή αιχμάλωτων, αλλά μόνον δέκα χιλιάδων, γιατί τόσοι ήσαν οι τούρκοι αιχμάλωτοι στην Ελλάδα. 

Οι επί πλέον από τις δέκα χιλιάδες έλληνες αιχμάλωτοι θα παραμείνουν στην Τουρκία για να φύγουν απ’ εκεί μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης. 

Μας είπε ότι απ’ όλα τα τάγματα ελλήνων αιχμαλώτων θα γίνονταν προς τη Σμύρνη αποστολές μικρού αριθμού αιχμαλώτων από το καθένα ώστε να συμπληρωθεί ο αριθμός δέκα χιλιάδες.

Ετοιμασία μας ήταν ν’ απολυμανθούμε όλοι μας και ο φούρνος μας να ψήσει ψωμί, ώστε κάθε αιχμάλωτος να πάρει ψωμί για δύο μέρες. 

Πράγματι ο Έλληνας γιατρός του τάγματός μας κ. Λεμονίδης, με κείνους τους απολυμαντικούς κλιβάνους που είχε φτιάξει με τα βαρέλια του οινοπνεύματος, κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την απολύμανση έγκαιρα. 

Μόλις άρχισε να φέγγει ή 4η  Απρίλη, Μεγάλη Τετάρτη , παρατάχτηκε όλο το τάγμα κατά τετράδες και καθώς περνούσαν μπρος από το φούρνο, δίνονταν σε κάθε αιχμάλωτο ψωμί δύο ημερών και βιαστικά οδηγηθήκαμε στο σιδηροδρομικό σταθμό.

Την νύχτα της 4 προς 5 Άπρίλη, μεγάλης Τετάρτης προς μεγάλη Πέμπτη, μείναμε στο ύπαιθρο και το κρύο ήταν πολύ τσουχτερό. Διπλωμένοι με τ ‘ αντίσκηνα όλη τη νύχτα περπατούσαμε για να νοιώθουμε έτσι λιγότερο το κρύο. 

Μέσα στο σκοτάδι όμως φαντάζαμε σαν άσπρες σκιές και η πλαγιά παρουσίαζε εικόνα βιβλική. ο πρωί της 6ης Απρίλη, μεγάλη Πέμπτη παραδώσαμε τ ‘ αντίσκηνα, ήρθαν Τούρκοι αξιωματικοί, φαίνεται δε ότι εκεί, ήταν και η διεθνής επιτροπή για την ανταλλαγή των αιχμαλώτων.

Στήθηκε ξύλινο τραπέζι, ανοίξανε πάνω σ ’αυτό οι Τούρκοι αξιωματικοί κατάλογους και άρχισαν να φωνάζουν αριθμούς και ονόματα.

Από τους οχτακόσιους (800) του τάγματός μας, που κατεβήκαμε από τον Κασαμπά, κράτησαν περίπου εκατόν πενήντα (150) και έτσι τελικά θα φεύγαμε οι εξακόσιοι πενήντα (650). 

Μας οδήγησαν στην περιοχή της Πούντας, σε προβλήτα της οποίας ήταν αγκυροβολημένο ελληνικό φορτηγό καράβι με τ ‘ όνομα «Ιωάννης».

Λίγο μετά το μεσημέρι έφτασε το ελληνικό φορτηγό καράβι «Ανδρέας» το οποίο έφερε από την Ελλάδα Τούρκους αιχμάλωτους. 

“Όταν άραξε και τους βλέπαμε πλέον από κοντά, αυτοί ήσαν ντυμένοι με καινούργιες στρατιωτικές στολές και άρβυλα.

 Είχαν χλαίνες, κουβέρτες, και τα σακίδιά των γεμάτα τρόφιμα και φρούτα. 

Πριν ν’ αρχίσουν ν’ αποβιβάζονται μας κοίταζαν, όπως είμαστε γυμνοί, ξυπόλυτοι και κουρελήδες, με έκπληξη και δεν μιλούσαν. 

‘Όταν πλέον κατέβαιναν και μας πλησίαζαν πολλοί απ’ αυτούς με δάκρυα στα μάτια και αγανάχτηση έλεγαν μιλώντας ελληνικά : «που σας στέλνουν οι άτιμοι μ’ αυτά τα χάλια» και άδειαζαν μπρος μας τα σακίδιά των με τα τρόφιμα και τα φρούτα (πορτοκάλια – μήλα) παρακαλώντας να τα δεχτούμε.»

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ…

 «Το πρωί της 7ης  Απρίλη , μεγάλο Σάββατο το καράβι που μας έφερνε βρισκόταν στ’ ανοιχτά του Αιγαίου και κατά ώρα περίπου δέκα (1 0 ) π.μ. αντικρίσαμε με μεγάλη μας συγκίνηση το Σούνιο, με τις πάλλευκες κολώνες του ναού του Ποσειδώνα και στη συνέχεια την Αττική παραλία προς το Σαρωνικό με τη Γλυφάδα – Καλαμάκι, Παλαιό και Νέο Φάληρο και στο βάθος τμήματα της Αθήνας με την Ακρόπολη και το Λυκαβηττό.

 Πιο πέρα την Καστέλα, τον Πειραιά και τέλος το καράβι «Άνδρέας» αγκυροβόλησε στον κόλπο της Σαλαμίνας μπρος από το Δημόσιο Απολυμαντήριο, προς την πλευρά της Κούλουρης απέναντι από το Κερατσίνι. 

Στις 8 Απρίλη , Κυριακή του Πάσχα μείναμε στο καράβι και μας δόθηκαν πασχαλινά τρόφιμα.

 Προς το απόγευμα πλησίασαν βάρκες με επισκέπτες που ζητούσαν πληροφορίες για δικούς τους.»

Η ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

«Και την 9ην  Απρίλη , Δευτέρα του Πάσχα, μείναμε μέσα στο καράβι και ήρθαν περισσότερες βάρκες με επιβάτες που ζητούσαν πληροφορίες για δικούς τους. 

Σε μια βάρκα ήταν γνωστός μου λοχαγός του πυροβολικού Άγις Λεβέντης από την Κυνουρία. 

Ζητούσε πληροφορία για τον αδερφό του Θρασύβουλο, με τον οποίο συνυπηρετούσα στο επιτελείο της Στρατιωτικής  Διοίκησης, στο Άϊδίνι .

Αργότερα είδα από μακριά να έρχεται μια βάρκα.

 Σαν από προαίσθηση την περίμενα να πλησιάσει και όταν πια μπορούσα να διακρίνω , είδα ότι εκτός από τον βαρκάρη ήταν μέσα σ’ αυτή και ένας στρατιώτης. 

‘Όταν ή βάρκα έφτασε κοντά στο καράβι, ο στρατιώτης καθώς τον κοίταζα, από το κατάστρωμα που ήμουν, σκυμμένος στην κουπαστή, απευθύνθηκε σε μένα και με ρώτησε μήπως γνωρίζω ένα Βασίλη Διαμαντόπουλο. 

Του απάντησα ότι είμαι ο ίδιος.

 Μου πρόσθεσε :

 «Είμαι ο ιπποκόμος του αδερφού σας του λοχαγού, ο οποίος έχει πάει στους γονείς σας, στο χωριό σας και μ’ άφησε εντολή , όταν έρχονται πλοία με αιχμάλωτους να κατεβαίνω να ρωτώ για σας. 

Και αν πάρω ευχάριστη είδηση να του τηλεγραφήσω ».

 Αντιλήφτηκα ότι καθώς μου έλεγε αυτά ήταν πολύ ταραγμένος και δεν μου είπε τίποτα άλλο, παρά μόνο ότι πηγαίνει να τηλεγραφήσει και ή βάρκα έκανε στροφή και άρχισε ν’ απομακρύνεται. 

Εκ των υστέρων εξηγήθηκε ή ταραχή του. Ό αδερφός μου του είχε δώσει εντολή να κατεβαίνει κάθε μέρα που έρχονταν αιχμάλωτοι να ρωτάει, αυτός όμως αμέλησε και την ημέρα του Πάσχα δεν κατέβηκε.

 Και απ’ αυτή την αμέλειά του, βράδυνε να δώσει την πληροφορία για την επιστροφή  μου μια ολόκληρη μέρα και για τούτο ένοιωσε την ευθύνη του και φοβήθηκε την από μέρους του αδερφού μου επίκριση. 

Από το πρωί της 10ης  Απρίλη , Τρίτη του Πάσχα άρχισε η αποβίβασή μας στο Δημόσιο Απολυμαντήριο  και η απολύμανσή μας.

 Πολλοί είμαστε όσοι αναλάβαμε εθελοντικά καθήκοντα γραφιάδων και γράφαμε τους καταλόγους, τα προσωρινά απολυτήρια ή τις άδειες. 

Προσωρινά απολυτήρια για όσους ανήκαν σε κλάσεις που είχαν αποστρατευτεί και άδειες δύο μηνών για όσους ανήκαν στις κλάσεις που παρέμειναν επιστρατευμένες.

 Η απολύμανση συνεχίστηκε και όλη τη νύχτα και τέλειωσε κατά τη χαραυγή της 11ης  Απρίλη, μέρα Τετάρτη του Πάσχα. Μας δόθηκε το πρωί, όπως παραμέναμε στο ύπαιθρο, ψωμί, τσάι και τυρί. Διαδόθηκε όμως ότι δεν θα φεύγαμε αλλά ότι θα παραμέναμε ακόμη καραντίνα μέσα στο ίδιο καράβι που μας έφερε γιατί αρρώστησαν τέσσερες μετά την απολύμανσή τους και υποψιάζονται οι γιατροί ότι η αρρώστια τους ενδεχόμενα να είναι εξανθηματικός τύφος. 

Η είδηση αυτή με κατάθλιψε από τη σκέψη μου ότι και την τελευταία στιγμή που επρόκειτο ν’ αποχτήσουμε  την πλήρη λευτεριά μας, παρουσιάστηκαν τέτοια εμπόδια και κίνδυνοι ν’ αρρωστήσουμε από μολυσματική αρρώστια, τόσο ώστε δεν μπορούσα να φάω τίποτα παρά τις προτροπές των φίλων μου. 

Και όπως ήμουν καθισμένος κάτω άκουσα απ’ επάνω μου τη φωνή του αδερφού μου που ρωτούσε «παιδιά μήπως γνωρίζετε ένα Βασίλη Διαμαντόπουλο».

 Γύρισα προς τα πίσω το κεφάλι μου και είδα όρθιο τον αδερφό μου Κώστα. 

Δεν μπορώ να περιγράψω τη συγκινητική αυτή στιγμή της συνάντησής μας. Αγκαλιασμένοι βαδίσαμε μερικά βήματα και καθίσαμε σ’ ένα βραχάκι κι’ όταν συνήρθαμε από τη συγκίνηση μούδωσε πληροφορίες για τους δικούς μας . Διέκρινα όμως ότι τη χαρά του για τη σωτηρία μου σκίαζε ή λύπη του σαν αξιωματικός που ήταν, για το μαρτύριο και κατάντημα τόσων στρατιωτών της άλλοτε περήφανης και νικηφόρου  στρατιάς της Μ. Ασίας.

Με την έγκριση του εκεί Φρουραρχείου ο αδερφός μου με πήρε και ανεβήκαμε στην Αθήνα….

Την επομένη αποβιβάστηκαν κι’ όλοι οι συνάδερφοι, γιατί αποδείχτηκε ότι η αρρώστια των τεσσάρων δεν ήταν εξανθηματικός τύφος»

Πληροφορίες

 Βασίλης Γ. Διαμαντόπουλος

MIKRASIATIS.GR

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο Facebook Twitter LinkedIn Email Pinterest
booksandtoys

Δείτε επίσης