Υποστηριξε το militaire
Ιστορία
25/03/2016 | 12:00 (ενημερώθηκε 8 έτη πριν)

Της ΧΑΡΑΣ ΚΟΝΤΟΧΡΗΣΤΟΥ

Οι οπλαρχηγοί της Επανάστασης του 1821 διαδραμάτισαν το ρόλο του καταλύτη για να απελευθερωθεί όχι μόνο η πατρίδα Ελλάδα, αλλά και όλο το υπόδουλο ελληνικό έθνος το οποίο επιθυμούσε διακαώς για την απαλλαγή των Ελλαδιτών από τον τουρκικό ζυγό. Σε όποιον αναφέρει κανείς την ημερομηνία «1821» σίγουρα θα ξεστομίσει ονόματα σταθμούς στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας όπως ο Καραϊσκάκης, ο Κολοκοτρώνης, η Μπουμπουλίνα και η Μαυρογένους. Ο λόγος απλός: όλοι τους έχουμε ακούσει στις σχολικές γιορτές για την 25η Μαρτίου, αλλά τους γνωρίζουμε άραγε σε βάθος; Φυσικά κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, αλλά μπορούμε να κάνουμε μια προσπάθεια να τους εξερευνήσουμε λιγότερο ως απλές ιστορικές φιγούρες και περισσότερο ως ανθρώπους μιας εποχής που έμελλε να ταράξει συθέμελα την ιστορία του τόπου. Ειδικό ενδιαφέρον για τις δύο διάσημες κυρίες της Επανάστασης.

Μαντώ Μαυρογένους

Η Μαντώ Μαυρογένους αποτέλεσε μια από τις λίγες γυναίκες που ενεπλάκησαν ενεργά στον Αγώνα. Φυσικά όλες οι γυναίκες της Ελλάδας αποτέλεσαν καταλυτικούς παράγοντες για την απελευθέρωση της πατρίδας και κατατάσσονται στις αφανείς ηρωίδες.

Η Μαντώ (Μαγδαληνή το βαπτιστικό της όνομα) Μαυρογένους γεννήθηκε το 1796 ή το 1797 στην Τεργέστη, όπου ο πατέρας της Νικόλαος Μαυρογένης, γόνος της ονομαστής φαναριώτικης οικογένειας των Μαυρογένηδων με καταγωγή από τις Κυκλάδες, ασχολείτο με το εμπόριο. Όλες οι πληροφορίες για τη Μαντώ προέρχονται κυρίως από ξένους συγγραφείς και λογοτέχνες τους οποίους γοήτευσε με το αγωνιστικό της πνεύμα και το ήθος της. Ήταν μια από τις λίγες μορφωμένες Ελληνίδες και γνώριζε γαλλικά και ιταλικά. Με την έναρξη της Επανάστασης, η Μαντώ Μαυρογένους από την Τήνο, όπου διέμενε μετά τον θάνατο του πατέρα της το 1818, έσπευσε στη Μύκονο και διέθεσε μεγάλα χρηματικά ποσά για τον εξοπλισμό και την επάνδρωση μυκονιάτικων πλοίων. Από τις ελληνικές πηγές προκύπτει ότι το 1823 το Βουλευτικό αναγνώρισε με απόφασή του τις ως τότε υπηρεσίες της και της απένειμε το βαθμό της αντιστρατήγου. Το 1825 ζούσε στο Ναύπλιο σ’ ένα μισοερειπωμένο σπίτι. Οι πόροι της είχαν εξαντληθεί και αναγκαζόταν να εκποιεί ακίνητα της οικογένειάς της που είχε στα νησιά των Κυκλάδων. Ο έρωτάς της για τον στρατηγό Δημήτριο Υψηλάντη (1794-1832) προκάλεσε την αντίδραση τού περιβάλλοντός του και πολλά κουτσομπολιά στο Ναύπλιο. Ο Υψηλάντης φαίνεται να της είχε υποσχεθεί γάμο, αλλά σύμφωνα με τον Μαυροκορδάτο, «επικράθη πάρα πολύ και απεφάσισε να πάρη το λόγο του οπίσω, όπου είχε δώσει προς αυτήν πριν ανακαλύψει τας μετά του κυρίου Βλακέρου σχέσεις της». Ο Βλακέρος, όπως τον αποκαλούσαν οι Έλληνες, ήταν ο άγγλος φιλέλληνας Έντουαρντ Μπλάκιερ (1779 – 1832), μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, που έπαιξε ενεργό ρόλο στα δάνεια της ανεξαρτησίας.

Η Μαντώ βαθύτατα πικραμένη από την αθέτηση της υπόσχεσης του Υψηλάντη και έχοντας χαρίσει όλα της τα υπάρχοντα, παρουσίασε υπόμνημα στη Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας απαιτώντας την τιμωρία του αδικήσαντος. Το υπόμνημα της Μαυρογένους δεν αναγνώστηκε ποτέ, ούτε καν αναφέρεται στα πρακτικά της Συνέλευσης. Μετά την άφιξη του Καποδίστρια η Μαντώ ανέλαβε τη λειτουργεία του Ορφανοτροφείου του Ναυπλίου, αλλά μετά τη δολοφονία του τα προβλήματα επιβίωσης οξύνθηκαν, ενώ επιδεινώθηκαν και οι σχέσεις με την οικογένειά της, επειδή η αδελφή της την κατηγορούσε ότι κατασπατάλησε την οικογενειακή περιουσία.

Εγκαθίσταται πικραμένη κι απογοητευμένη από όλους στην Πάρο όπου και θα προσβληθεί από τυφοειδή πυρετό και θα κλείσει τα σπινθυροβόλα μάτια της σε ηλικία μόνο 44 ετών.

Η αριστοκράτισσα καλλονή και ερωμένη ενός από τους ηγέτες της Επανάστασης μάλ­λον προκαλούσε τα συντηρητικά ήθη της εποχής Στα μάτια των Ευρωπαίων η Μαντώ πρόβαλλε ως η νέα Ζαν ντ’ Αρκ, με άμεση συνέπεια την ενδυνάμωση του φιλελληνικού ρεύματος. Η γυναίκα η οποία με το αγωνιστικό της πνεύμα ξεπέρασε πολλούς άνδρες, με τη φλογερή ζωή, την άδολη αγάπη για την πατρίδα και τον αδαμάντινο χαρακτήρα δεν τιμήθηκε, αλλά περιφρονήθηκε όσο ήταν εν ζωή για να αποθεωθεί μετά θάνατον και να καταλάβει τη θέση που της άξιζε στο πάνθεο των Νικητών.

 

Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα

Η δυναμική Μπουμπουλίνα, μια πράγματι εκπληκτική γυναίκα, ήταν από μόνη της μια επανάσταση. Γεννήθηκε στις φυλακές της Κωνσταντινούπολης, όταν η μητέρα της είχε επισκεφθεί τον φυλακισμένο από τα Ορλωφικά πατέρα της. Παντρεύτηκε δύο φορές και την τεράστια περιουσία που κληρονόμησε ύστερα από το χαμό του δεύτερου συζύγου της την έριξε όλη στον αγώνα. Στα 17 της παντρεύτηκε τον σπετσιώτη πλοίαρχο Δημήτριο Γιάννουζα, από τον οποίο ονομάζετο και Δημητράκαινα. Το 1797ο σύζυγός της σκοτώθηκε σε συμπλοκή με αλγερινούς πειρατές και η Λασκαρίνα σε ηλικία 26 ετών μένει χήρα με τρία παιδιά, τον Ιωάννη, τον Γεώργιο και την Μαρία. Το 1801 παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον σπετσιώτη πάμπλουτο εφοπλιστή Δημήτριο Μπούμπουλη, από τον οποίο έλαβε το όνομα Μπουμπουλίνα, με το οποίο έγινε γνωστή. Και ο δεύτερος σύζυγός της σκοτώθηκε σε σύγκρουση με αλγερινούς πειρατές το 1811, μεταξύ Μάλτας και Ισπανίας. Μαζί του απέκτησε τρία παιδιά, την Ελένη, την Σκεύω και τον Νικόλαο. Το έτος 1811 βρίσκει την Μπουμπουλίνα δύο φορές χήρα, μητέρα επτά παιδιών και κληρονόμο μιας πολύ μεγάλης περιουσίας σε πλοία, μετρητά και ακίνητα. Τα μετρητά και μόνο που της άφησε ο Μπούμπουλης ήταν πάνω από 300.000 τάλαρα – χρυσά Ισπανικά νομίσματα της εποχής. Την περιουσία αυτή όχι μόνο διατηρεί αλλά και αυξάνει με τη σωστή διαχείριση και το εμπόριο.

Ξόδευε την περιουσία της, όχι μόνο για τη διατήρηση των πλοίων της, αλλά και για τα στρατεύματα στην ξηρά. Συμμετείχε με το πλοίο της «Αγαμέμνων» στον αποκλεισμό του Ναυπλίου και ανεφοδίασε με δικές της δαπάνες τους υπερασπιστές του Άργους

Μετά την άλωση του Ναυπλίου, το Νοέμβριο του 1822, η Μπουμπουλίνα εγκαταστάθηκε στην πόλη απ’ όπου και εκδιώχθηκε από το Ναύπλιο κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, όταν πήρε το μέρος του φυλακισμένου Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, με τον οποίο είχε συγγενέψει, από το γάμο της κόρης της Ελένης με τον γιο του Πάνο. Οι κυβερνητικοί σκότωσαν τον γαμπρό της και από την ίδια αφαίρεσαν το κομμάτι γης που της είχαν δώσει για τις υπηρεσίες της στον Αγώνα.

Τον Μάιο του 1825 ο γιος της Γεώργιος Γιάννουζας κλέφτηκε με την Ευγενία Κούτση, κουνιάδα του ετεροθαλούς αδελφού της Μπουμπουλίνας, Λάζαρου Ορλώφ. Ο Ορλώφ, συνοδευόμενος από μέλη της οικογένειας Κούτση, πήγε στο σπίτι της Μπουμπουλίνας σε αναζήτηση της Ευγενίας. Στη λογομαχία που ακολούθησε, κάποιος πυροβόλησε και χτύπησε στο μέτωπο την Μπουμπουλίνα, που έπεσε νεκρή (22 Μαΐου). Δεν έχει διαλευκανθεί αν ήταν τυχαίο περιστατικό ή δολοφονία. Τα οστά της εναποτέθηκαν στον ιδιόκτητο ναΐσκο του Αγίου Ιωάννου. Μεταθανάτια έλαβε τον τίτλο του ναυάρχου από τη Ρωσία, πρωτοφανής τιμή για γυναίκα.

Η Σπετσιώτισσα με τη μεγάλη ηρωική καρδιά και το απαράμιλλο πάθος για να αντικρίσει την πατρίδα της απελευθερωμένη αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως φύλου.  Κατακερματισμένη από τους πολιτικούς παράγοντες του τόπου τιμήθηκε κι αυτή μεταθανάτια αποδεικνύοντας με τη σειρά της ότι οι δάφνες και τα στεφάνια δεν μετρούν, αλλά αυτό που έχει σημασία είναι μνήμη.

Πηγή: sansimera.gr

[ ads2]

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο Facebook Twitter LinkedIn Email Pinterest
booksandtoys

Δείτε επίσης