Υποστηριξε το militaire
Άποψη Διεθνή
10/05/2017 | 05:59 (ενημερώθηκε 7 έτη πριν)
Militaire News

Ο “βαρύς χειμώνας” μετά από την αραβική άνοιξη

Ο

Ανάλυση του Θανάση Δημάκα (*)

Α’ Οι θεωρίες εκδημοκρατισμού και η ιστορία τους

Η γενικευμένη εξέγερση που εκδηλώθηκε σε διάφορες χώρες της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρικής κατά τους πρώτους μήνες του 2011 και συνοπτικά ονομάστηκε «Αραβική Άνοιξη», εκτός από το ότι κινητοποίησε το ενδιαφέρον μας για τη διερεύνηση των επιμέρους γεγονότων και την παρακολούθηση των εξελίξεων, μπορεί επιπλέον να αποτελέσει αφορμή για μία εκ νέου ανασκόπηση-ανάλυση των θεωριών εκδημοκρατισμού, υπό το πρίσμα της παρατεταμένης επιβίωσης αυταρχικών καθεστώτων στον αραβικό κόσμο. Στο παρόν πρώτο μέρος της ανάλυσης, θα παρουσιάσουμε τις βασικότερες από αυτές τις θεωρίες, ενώ στο δεύτερο μέρος, που θα ακολουθήσει σε ξεχωριστό κείμενο, θα αναφερθούμε πιο συγκεκριμένα στις περιπτώσεις των χωρών τις οποίες επηρέασε η εξέγερση.

Χάρη στα γεγονότα της Αραβικής Άνοιξης , είχαμε το πρωτοφανές για τις χώρες του αραβικού κόσμου φαινόμενο της απομάκρυνσης κάποιου ηγέτη κατόπιν των λαϊκών κινητοποιήσεων: αρχικά του Μπεν Άλι στην Τυνησία και μετέπειτα και σε άλλες χώρες. Παρά το σχεδόν κοσμογονικό για τον αραβικό κόσμο προαναφερθέν γεγονός, δεν υπάρχει κάποιο παράδειγμα χώρας η οποία να ολοκλήρωσε τη μετάβασή της σε δημοκρατικό καθεστώς. Πρόκειται για ένα στοιχείο το οποίο φανερώνει από μόνο του την δυσκολία του εγχειρήματος εκδημοκρατισμού της περιοχής και μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως η Αραβική Άνοιξη απέτυχε όσον αφορά τον βασικό —ανάμεσα σε άλλους, μιάς και τα αιτήματα ανά χώρα είχαν διαφορές— της στόχο: τον εκδημοκρατισμό των χωρών αυτών, όπως θα διαπιστώσουμε από την ανά χώρα ανασκόπηση της περιόδου αυτής που θα ακολουθήσει.

Οι κινητοποιήσεις που ξέσπασαν το 2011 και οι εξελίξεις που προέκυψαν από αυτές έφεραν στο προσκήνιο μια μακροχρόνια και επεισοδιακή σχέση: αυτή ανάμεσα στις θεωρίες εκδημοκρατισμού και την πολιτική πραγματικότητα στα αραβικά καθεστώτα. Διαχρονικά, οι πολιτικοί επιστήμονες που ασχολήθηκαν με τις διαδικασίες εκδημοκρατισμού αυταρχικών καθεστώτων έχουν επισημάνει πως οι εν λόγω χώρες δεν συμμορφώθηκαν με τις θεωρητικές υποθέσεις τους. Χρήσιμο είναι, λοιπόν, πριν την ιστορική καταγραφή των γεγονότων της Αραβικής Άνοιξης να προηγηθεί μία συνοπτική αναφορά στις σημαντικότερες θεωρίες εκδημοκρατισμού και την ιστορία τους.

Οι θεωρίες εκδημοκρατισμού παρουσιάζουν ανάμεσα τους αρκετές διαφοροποιήσεις. Παρόλ’ αυτά, οι πλέον κλασικές από αυτές, δηλαδή η θεωρία του εκσυγχρονισμού, οιαναλύσεις της ιστορικής κοινωνιολογίας και η προσέγγιση των κυμάτων, εστιάζουν σε κοινούς παράγοντες. Η εστίασή τους αφορά στα ανώτερα επίπεδα ανάλυσης, όπως η διεθνής διάσταση, η πολιτική κουλτούρα, το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και το εσωτερικό δομικό πλαίσιο. Σε αντίθεση με τις κλασικές μεταπολεμικές θεωρίες, εκείνες που αναπτύχθηκαν μετά τη δεκαετία του 1980 εστίασαν στους κοινωνικοπολιτικούς δρώντες. Οι νέες αυτές προσεγγίσεις εστιάζουν στα τελευταία επίπεδα ανάλυσης: τα συμφέροντα και τις επιλογές συγκεκριμένων υποκειμένων ή ηγετικών ομάδων, ενταγμένων πάντως στην πολιτική ελίτ (σύνηθες φαινόμενο στον αραβικό κόσμο).

Η πιο γνωστή από τις μεταπολεμικές θεωρίες, αυτή του εκσυγχρονισμού, έχει ως βασική της υπόθεση ότι οι ευρισκόμενες από κάποιο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και πάνω κοινωνίες έχουν γίνει τόσο περίπλοκες και δυναμικές, ώστε πλέον να μην μπορούν να κυβερνηθούν αυταρχικά. Ο μηχανισμός, ο οποίος σύμφωνα με την εν λόγω θεωρία θα οδηγήσει στον εκδημοκρατισμό, αποτελείται από δύο στάδια: το πρώτο συνδέεται με τηνοικονομική ανάπτυξη και όσα αυτή επιφέρει —αστικοποίηση, διεύρυνση μεσαίας τάξης κ.α.—, ενώ στο δεύτερο η αυξημένη κοινωνική κινητικότητα μετατρέπεται σε πολιτικές διεκδικήσεις και μαζική συμμετοχή στα κοινά, οδηγώντας έτσι την εκάστοτε χώρα σε φάση εκδημοκρατισμού. Παρά την αναγνώριση που απολάμβανε αρχικά η θεωρία του εκσυγχρονισμού, από τη δεκαετία του 1970 και μετά δέχτηκε έντονη κριτική —κυρίως γιατί δεν επαληθεύτηκε η κεντρική της υπόθεση, δηλαδή τα δύο προαναφερθέντα στάδια σε χώρες με υψηλούς δείκτες ανάπτυξης— με αποτέλεσμα την σταδιακή της υποχώρηση.

Βασισμένη σε δομικούς παράγοντες, χωρίς ωστόσο να ακολουθεί το εξελικτικό σχήμα της θεωρίας του εκσυγχρονισμού, είναι και η παράδοση της ιστορικής κοινωνιολογίας. Η ουσιαστικότερη διαφορά των δύο θεωριών είναι πως αυτή εστιάζει στις σχέσεις μεταξύ κράτους και κοινωνικών τάξεων. Η εν λόγω μελέτη αναγνωρίζει πως οι διαφοροποιημένες πολιτικές εξελίξεις ανά χώρα πηγάζουν από το εάν έχουν ή δεν έχουν σχηματιστεί κοινωνικές συμμαχίες ανάμεσα σε κοινωνικές τάξεις όπως αυτές των αστών, των γαιοκτημόνων ή των αγροτών. Ο χαρακτήρας του κράτους-καθεστώτος εξαρτάται άμεσα από τις σχέσεις των παραπάνω κοινωνικών ομάδων-τάξεων.

Η πλέον γνωστή σήμερα μέθοδος καταγραφής είναι αυτή των «κυμάτων», θεμελιωτής της οποίας είναι ο Samuel Huntington. Η θεωρία αυτή δίνει έμφαση στον διεθνή αντίκτυπο που έχει η εκάστοτε προσπάθεια εκδημοκρατισμού. Ο Huntington προχωρά σε τριμερή διαχωρισμό των κυμάτων, ανάλογα με τη χρονική περίοδο εμφάνισης τους αλλά και τις αιτίες που τα δημιουργούν: κύρια αιτία του πρώτου κύματος είναι η καπιταλιστική ανάπτυξη και η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, ενώ του δεύτερου η ήττα του φασισμού και η αυξανόμενη επιρροή των λεγόμενων δυτικών δημοκρατιών. Τέλος, το τρίτο και πιο πρόσφατο κύμα, έχει κατά τον Huntington άμεση σχέση με τους εξής πέντε παράγοντες: α) το πρόβλημα νομιμοποίησης των αυταρχικών καθεστώτων σε συνδυασμό με την οικονομική στασιμότητα τους, β) τις αυξανόμενες προσδοκίες που δημιουργήθηκαν από την οικονομική ανάπτυξη και την άνοδο του μορφωτικού επιπέδου, γ) την φιλελευθεροποίηση της Καθολικής Εκκλησίας, δ) την αλλαγή της στάσης διεθνών οργανισμών (τόσο για παγκόσμιου ενδιαφέροντος θέματα όσο και για ποιο τοπικού) και ε) τα φαινόμενα-χιονοστιβάδα ως επακόλουθο της ανάπτυξης παγκόσμιου επικοινωνιακού δικτύου. Η κριτική που δέχτηκε ο Huntington ήταν έντονη και το κύριο στοιχείο της ήταν η σχεδόν καθολική επικέντρωση στους διεθνείς παράγοντες με την ταυτόχρονη υποβάθμιση των εσωτερικών παραγόντων. Πέραν τούτου, από το 1980 και μετά, οι κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες πραγματοποιούν στροφή προς το υποκείμενο, στροφή που θα επηρεάσει και τις θεωρίες εκδημοκρατισμού, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Σημαντικό αντίκτυπο είχε και η θεωρία της «μετάβασης στη δημοκρατία» [transition paradigm] ή, όπως μετονομάστηκε αργότερα, «μεταβασιολογία». Η κυριότερη διαφορά ανάμεσα στη θεωρία των κυμάτων και της μετάβασης είναι πως στην δεύτερη ο εκδημοκρατισμός ενός καθεστώτος είναι απόρροια της επιθυμίας ενός μικρού κύκλου ηγετών και δεν εξαρτάται από οικονομικοκοινωνικούς παράγοντες όπως ισχυρίστηκαν οι θεμελιωτές της πρώτης. Η διαδικασία εκδημοκρατισμού, κατά την μεταβασιολογική προσέγγιση, πραγματοποιείται δια μέσω σταδίων. Το αρχικό στάδιο έχει ονομαστεί άνοιγμα, μιας και σε αυτό πραγματοποιείται μία κάποια φιλελευθεροποίηση του αυταρχικού καθεστώτος. Εν συνεχεία ακολουθούν η ρήξη και η μετάβαση, δηλαδή η κατάρρευση του παλαιού καθεστώτος και η ανάδειξη μίας νέας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης για να φτάσει η διαδικασία στο τελικό της στάδιο: την εδραίωση, η οποία συνοπτικά μπορεί να προσδιοριστεί ως την ομαλή δημοκρατική λειτουργία του νέου καθεστώτος. Για το μεταβασιολογικό υπόδειγμα, εξέχοντα ρόλο στην διαδικασία εκδημοκρατισμού έχουν οι εκλογές, όμως τα παραδείγματα «ανοιγμάτων» σε χώρες της Β. Αφρικής και της Μ. Ανατολής στις οποίες πραγματοποιήθηκαν περιορισμένης εστίασης φιλελευθεροποιήσεις ταυτόχρονα με την διενέργεια εκλογών, απέδειξαν πως παρά την πραγμάτωση των παραπάνω, τα αυταρχικά καθεστώτα όχι μόνο δεν κατέρρευσαν, αλλά ενισχύθηκαν κιόλας.

Η ανθεκτικότητα του αυταρχισμού οδήγησε τους νεότερους μελετητές στο να απορρίψουν την άποψη πως τα αραβικά κράτη βρίσκονται σε διαδικασία μετάβασης προς τη δημοκρατία. Σύντομα αναπτύχθηκαν νέες θεωρίες , οι οποίες εκκινούσαν από το παραπάνω ως δεδομένο ενώ ταυτόχρονα εισήγαγαν νέους παράγοντες που επηρέασαν τις αναλύσεις τους (θρησκεία, πολιτισμικά στοιχεία). Η πρώτη από τις δύο νέες θεωρίες εμπεριέχει παράγοντες των αραβικών κοινωνιών που δεν συμβαδίζουν με τις αξίες και τους θεσμούς των «δυτικού τύπου» δημοκρατιών. Ο βασικότερος λόγος παρεμπόδισης της διαδικασίας εκδημοκρατισμού σύμφωνα με αυτήν την πολιτισμική προσέγγιση είναι ο θρησκευτικός παράγοντας. Πολλές από τις προσεγγίσεις που εστιάζουν στο ρόλο του Ισλάμ άλλωστε διέκριναν θεμελιακές ασυμβατότητες ανάμεσα στα διδάγματα της μουσουλμανικής θρησκείας και των αξιών της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Για ορισμένους από τους θιασώτες της παραπάνω προσέγγισης, το θεοκρατικό ισλαμικό μοντέλο αποτελεί το μοναδικό επιθυμητό δομικό σύστημα για τον αραβικό κόσμο. Παραβλέπουν όμως ότι το Ισλάμ δεν μπορεί να ιδωθεί ως μία και αυστηρά ίδια θρησκεία, καθώς υπάρχουν αρκετές διαφορετικές εκφάνσεις του ανάλογα με το χρονικό και τοπικό πλαίσιο μελέτης του.

Η δεύτερη ομάδα αναλύσεων εστιάζει περισσότερο στην παράδοση-κληρονομιά του«φυλετισμού» [tribalism] βασισμένη —και— στη νομαδικότητα ορισμένων αραβικών κοινωνιών. Κυρίαρχη έννοια στις αναλύσεις αυτές είναι η asabiyya, δηλαδή η κουλτούρα της αφοσίωσης και ταύτισης με μικρές κοινωνικές ομάδες όπως οι φυλές ή οι φατρίες. Οι ομάδες αυτές συχνά χρησιμοποιούνται εργαλειακά από τους αυταρχικούς ηγέτες. Με αυτό ως δεδομένο, οι μελετητές της εν λόγω θεωρίας διαχωρίζουν τη θέση τους από την άποψη πως η αραβική κουλτούρα είναι εγγενώς ασύμβατη με τη δημοκρατία. Γι’ αυτούς ο αραβικός κόσμος ή τουλάχιστον ένα σεβαστό ποσοστό του είναι ένας εύκολα χειραγωγίσιμος «πολιτισμικός πόρος», ο οποίος έγινε σε αρκετές περιπτώσεις αντικείμενο εκμετάλλευσης από την αυταρχική εξουσία.

Ο συνδυασμός παραδοσιακών και νεωτερικών στοιχείων ως κύριο χαρακτηριστικό της αραβικής πολιτικής κουλτούρας έχει επισημανθεί —με διαφοροποιήσεις— από πολλούς μελετητές, φιλοσόφους και πολιτικούς επιστήμονες διαχρονικά, ανάμεσα στους οποίους ο Weber, o Eisenstandt και άλλοι. Οι βασικότερες έννοιες τέτοιων θεωριών είναι ονεοπατριμονιαλισμός και η νεοπατριαρχία, κοινό στοιχείο των οποίων είναι η υποτέλεια της μάζας ή μέρος αυτής στον εκάστοτε άρχοντα, ηγέτη ή εν γένει άρχουσα τάξη. Οι μελέτες τέτοιου τύπου παρουσιάζουν ωστόσο και αδυναμίες, με σημαντικότερη την υπερβολική εστίαση τους στο προσωποκεντρισμό των αυταρχικών καθεστώτων και την ταυτόχρονη περιθωριοποίηση σημαντικότατων θεσμών όπως ο στρατός σε Αίγυπτο και Τυνησία (στοιχείο που θα εξεταστεί αναλυτικότερα στις ανά χώρα αναφορές που ακολουθούν).

Η αποτυχία της διαδικασίας του εκδημοκρατισμού υπήρξε η αφορμή για τη δημιουργία και νέων εναλλακτικών θεωριών. Οι θεωρίες αυτές περιστρέφονται γύρω από την σφαίρα της οικονομίας και της πολιτικής και όχι γύρω από αυτήν του πολιτισμικού στοιχείου. Βάσει αυτών των θεωριών τα καθεστώτα που έχουν δημιουργηθεί στον αραβικό κόσμο είναι υβριδικού χαρακτήρα και άρα η τοποθέτηση τους στο δίπολο αυταρχισμός-δημοκρατία είναι δύσκολο να γίνει. Τα βασικά γνωρίσματα των εξεταζόμενων κοινωνιών, βάσει των προσεγγίσεων της ιστορικής κοινωνιολογίας και της πολιτικής οικονομίας, είναι σε πρώτο στάδιο η υπανάπτυξη που επέτρεψε τη διατήρηση πατριαρχικού προσανατολισμού κοινωνιών και σε δεύτερο στάδιο, λόγω της ανακάλυψης και εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου, η θεμελίωση «προσοδοθηρικών μοναρχιών», δηλαδή κρατικοδίαιτων οικονομιών οι οποίες λειτούργησαν και ως μοχλός ελέγχου της μάζας. Ιστορική εξέλιξη μερικών τέτοιων καθεστώτων θεωρήθηκαν οι λαϊκιστικοί αυταρχισμοί (Αίγυπτος, Τυνησία) στους οποίους παρά τις αναδιανεμητικές υπέρ των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων πολιτικές, ο χαρακτήρας τους παρέμεινε ίδιος. Πιο σύγχρονες μετεξελίξεις των αυταρχικών καθεστώτων, ειδικότερα μετά το τέλος της «δημοκρατίας του ψωμιού» (Αίγυπτος, τέλη της δεκαετίας του 1970), είναι οι μεταλαϊκιστικοί αυταρχισμοί κατά Hinebusch, οι εκλογικοί αυταρχισμοί κατά Schebler και οι νέοι αυταρχισμοί κατά King. Tα νεότερα αυταρχικά μοντέλα έχουν ως κοινό τους γνώρισμα την αντικατάσταση του λαϊκιστικού κοινωνικού συμβολαίου με την εκλογική νομιμοποίηση των καθεστώτων. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο μελετητές προερχόμενοι από την μεταβασιολογική θεωρία πίστεψαν πως τα καθεστώτα αυτά είχαν εισέλθει σε τροχιά εκδημοκρατισμού, χωρίς ωστόσο να επιβεβαιωθούν από τις εξελίξεις.

Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό όχι μόνον την περιοχή αυτή αλλά ολόκληρο τον πλανήτη. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου η Δύση, με προεξέχουσα δύναμη τις ΗΠΑ, επιθυμούσε τη διασφάλιση της ειρήνης σε τοπικό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο, με αποτέλεσμα να παρέχει στήριξη σε ορισμένα αυταρχικά καθεστώτα πιστεύοντας πως κατ’ αυτόν τον τρόπο θα πετύχει το στόχο της. Στην πραγματικότητα η στήριξη αυτή μετατράπηκε από τα καθεστώτα, σε διώξεις εναντίον των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων, σε παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και συνολικά σε μεγαλύτερης κλίμακας αυταρχισμό. Σημαντικό, για το επίδικο θέμα, έτος είναι και το 2005 κατά το οποίο υπήρξαν μαζικές κινητοποιήσεις σε Αίγυπτο και Τυνησία ενώ ταυτόχρονα διεξήχθησαν εκλογές σε Ιράν, Σαουδική Αραβία και Παλαιστίνη. Οι ελπίδες που δημιουργήθηκαν από τις παραπάνω εξελίξεις, οι οποίες αργότερα θεωρήθηκαν προπομπός της Αραβικής Άνοιξης, εξανεμίστηκαν γρήγορα όπως άλλωστε και αυτές που δημιουργήθηκαν το 2011.

Η διαχρονική κατάσταση που παρατηρούμε στα αραβικά κράτη οδήγησε ορισμένους μελετητές στο να εκφράσουν την άποψη αλλαγής του ερευνητικού πλαισίου εν συνόλω, από την προσπάθεια έρευνας των «αποτυχημένων εκδημοκρατισμών» σε αυτό των «πετυχημένων αυταρχισμών».

Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν, ελπίζουμε ότι η στενή σχέση των θεωριών εκδημοκρατισμού με τις χώρες του αραβικού κόσμου μπορεί να γίνει αντιληπτή πριν ακόμα από την εξέταση των γεγονότων της Αραβικής Άνοιξης, που ακολουθεί στο επόμενο μέρος της ανάλυσης. Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη εξέταση των πρόσφατων ιστορικών παραδειγμάτων, θα επιχειρήσει να προσφέρει στις παραπάνω πραγματεύσεις εμπειρικό υπόβαθρο.

               Β’ Τα γεγονότα και η εξέλιξη της Αραβικής Άνοιξης σε κάθε χώρα

Αφού εξετάσαμε τις θεωρίες εκδημοκρατισμού και την ιστορία τους, αξίζει να εστιάσουμε και στην τόσο σημαντική για την περιοχή περίοδο της Αραβικής  Άνοιξης, καταγράφοντας  συνοπτικά τα γεγονότα και τις επιπτώσεις της ανά χώρα.

Σημείο έναρξης της Αραβικής Άνοιξης θεωρείται ο αυτοπυρπολισμός του Τυνήσιου μικροπωλητή Μοχάμεντ Μπουαζίζι σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την επιβολή προστίμου επειδή δεν είχε άδεια αρχικά, αλλά και για την αδιάλλακτη και αυταρχική στάση της αστυνομίας εν συνεχεία. Ένα περιστατικό που απέδειξε πως, όταν θέλουν, τα αυταρχικά καθεστώτα μπορούν να συμπεριφερθούν όπως και αυτά των «δυτικών δημοκρατιών» στάθηκε η αφορμή για μία γενικευμένη εξέγερση που έμελλε να επηρεάσει τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Από τις 4 Ιανουαρίου, ημέρα θανάτου του Μπουζίζι, και μετά, ο αραβικός κόσμος εισέρχεται στη νέα πραγματικότητα, στην εποχή της Αραβικής Άνοιξης.

Τυνησία

Οι διαδηλώσεις που ξεκίνησαν στην Τυνησία τον Δεκέμβριο του 2010, ενώ ακόμα ο Μπουαζίζι βρισκόταν στο νοσοκομείο, επί της ουσίας αποτελούν και την απαρχή της Αραβικής Άνοιξης. Αφορμές για τις διαδηλώσεις στάθηκαν η εκτεταμένη φτώχεια, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και η ακρίβεια στις τιμές των τροφίμων. Η κλιμάκωση της λαϊκής οργής είχε ως αποτελέσματα το θάνατο εκατοντάδων Τυνήσιων και την διάλυση της κυβέρνησης Μπεν Άλι, ο οποίος προερχόταν από το πανίσχυρο μέχρι τότε κόμμα RCD. O Μπεν Άλι αναγκάστηκε να παραιτηθεί —σημειολογικά 10 ήμερες μέτα το θάνατο του Μπουαζίζι—  και να φύγει από την χώρα, ενώ εν συνεχεία σχηματίστηκε κυβέρνηση «εθνικής ενότητας». Η συμμετοχή στελεχών του RCD στην κυβέρνηση εξόργισε τους διαδηλωτές, οι οποίοι επιδίωκαν μία ριζική ρήξη με το παρελθόν. Τελικώς, η λειτουργία του κόμματος ανεστάλη, ενώ το Μάρτιο του 2011 το δικαστήριο αποφάσισε τη διάλυσή του, την ρευστοποίηση των περιουσιακών του στοιχείων και τον αποκλεισμό των στελεχών του από τις εκλογές. Τα παραπάνω σφράγισαν το τέλος μίας εποχής για την Τυνησία.

Στις εκλογές για νέα Συνταγματική Συνέλευση (Οκτώβριος 2011) επικράτησε το για πολλά χρόνια εκτός νόμου ισλαμικό κόμμα Ennahnda, το οποίο είχε νομιμοποιηθεί από την κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» τον Μάρτιο του 2011.

Παρά την επικράτηση ισλαμικού κόμματος, στην Τυνησία συνέχισαν να υπάρχουν αρκετές φωνές που ζητούσαν την εγκαθίδρυση ισλαμικού Χαλιφάτου. Κύριοι εκφραστές του αιτήματος αυτού ήταν οι σκληροπυρηνικοί Σαλαφιστές μουσουλμάνοι με προεξέχουσα οργάνωση την Ansar al-shari’ah [AST], την οποία η κυβέρνηση  χαρακτήρισε τρομοκρατική, σε μια προσπάθεια να την αντιμετωπίσει.

Τον Οκτώβριο του 2014 πραγματοποιήθηκαν εκλογές στις οποίες το Ennahnda ηττήθηκε από το κοσμικό κόμμα Nidaa Tounes, επιβεβαιώνοντας κατά αυτόν τον τρόπο την διαχρονική επιλογή του Τυνήσιου λαού για κοσμικό κράτος. Μία επιλογή που καταμαρτυρά άλλωστε και η επικράτηση της κοσμικής κουλτούρας που είναι σταθερά κυρίαρχη εδώ και χρόνια στην Τυνησία.

Συνοπτικά, η Τυνησία μετά την πτώση του Μπεν Άλι, εγκαθίδρυσε ένα νέο, πιο δημοκρατικό, με περισσότερες ελευθερίες και δικαιώματα καθεστώς, το οποίο όμως εξακολουθεί να παλεύει τόσο με τον ισλαμισμό όσο και με το διεφθαρμένο παλαιό καθεστώς. Αξίζει να σημειωθεί πως η Τυνησία είναι ίσως η μοναδική χώρα όπου το κίνημα της Αραβικής Άνοιξης συνέβαλε στον —μερικό έστω— εκδημοκρατισμό της.

 Αίγυπτος 

Από το 1981 έως το 2011 την εξουσία στην Αίγυπτο κατείχε ο Χόσνι Μουμπάρακ, ο οποίος είχε εγκαθιδρύσει μία ισχυρότατη δικτατορία. Λίγο καιρό μετά το ξέσπασμα της γενικευμένης εξέγερσης εναντίον του ίδιου και του καθεστώτος του —και συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του 2011—, ο Μουμπάρακ οδηγήθηκε σε παραίτηση, κάνοντας έτσι την Αίγυπτο χώρα-σύμβολο της Αραβικής Άνοιξης. Οι συγκρούσεις ανάμεσα στους ισλαμιστές και τους οπαδούς του κοσμικού κράτους για την κατάληψη της εξουσίας ήταν έντονες και δεν εκτονώθηκαν ακόμα και μετά την διενέργεια εκλογών, μιας και ο στρατός πραξικοπηματικά θα πάρει ο ίδιος την εξουσία. Η δύναμη του στρατού θα φανεί και το 2013 (3 Ιουλίου) όταν θα θέσει υπό κράτηση τον τότε πρόεδρο Μόρσι, θα αναστείλει την εφαρμογή του Συντάγματος και θα εγκαθιδρύσει προσωρινή κυβέρνηση με επικεφαλής τον Adli Mansour, πρόεδρο του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου.

Εκείνη την περίοδο υπήρξε σχέδιο νέου Συντάγματος, το οποίο έδινε αυξημένες εξουσίες τόσο στον στρατό όσο και στο δικαστικό σώμα, με προφανή στόχο την εδραίωσή τους ως «φύλακες» του νέου καθεστώτος. Ταυτόχρονα, πραγματοποιήθηκαν διώξεις εναντίον των οπαδών του Μόρσι αλλά και των μελών και οπαδών των Αδελφών Μουσουλμάνων, μίας αρκετά ισχυρής ισλαμιστικής οργάνωσης που τελικά τέθηκε εκτός νόμου. Ο Μόρσι θα οδηγηθεί σε διαδοχικές δίκες και αργότερα θα καταδικαστεί σε θανατική ποινή.

Τον Ιανουάριο του 2014 τέθηκε σε δημοψήφισμα ένα νέο σχέδιο Συντάγματος χωρίς ωστόσο να καλύπτει τις διεθνείς απαιτήσεις και προσδοκίες. Το αποτέλεσμα ήταν καθολικά υπέρ του νέου Συντάγματος (98%) αλλά με την συμμετοχή να είναι κάτω του 40% λόγω της αποχής που είχε κηρύξει η οργάνωση των Αδελφών Μουσουλμάνων.

Τον Μάιο του 2014 πραγματοποιήθηκαν προεδρικές εκλογές, στις οποίες ο πρώην αρχηγός του στρατού Αλ Σίσι λαμβάνει το 96,9% των ψήφων με την αποχή να ξεπερνάει ξανά το 50%. Ο Αλ Σίσι πέτυχε μέσω της στήριξης αρκετών αραβικών κρατών να αντιμετωπίσει το αυξημένο χρηματοδοτικό πρόβλημα της Αιγύπτου, αλλά στην περίοδο διακυβέρνησής του τα ανθρώπινα δικαιώματα περιορίστηκαν σε τέτοιο βαθμό που η διεθνής ΜΚΟ «Human Rights Watch» έκανε λόγο «για τη χειρότερη επιδείνωση στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην ιστορία της». Το κύμα οργής και απογοήτευσης θα εκφραστεί μέσω διαδηλώσεων τις οποίες ο Αλ Σίσι θα αντιμετωπίσει με καταστολή και φυλακίσεις αντιφρονούντων, μία πάγια κίνηση αντίδρασης τέτοιων καθεστώτων.

Συνοψίζοντας, γίνεται αντιληπτό ότι το κίνημα αμφισβήτησης της καθεστηκυίας τάξης του 2011 υποχώρησε, δεν μπόρεσε να οργανωθεί πολιτικά και σε μεγάλο βαθμό περιορίστηκε λόγω των Αδελφών Μουσουλμάνων, οι οποίοι ήταν και η μόνη οργανωμένη αντιπολιτευτική ομάδα στην περίοδο Μουμπάρακ. Η δύναμη που είχαν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι στην πραγματικότητα επισκίασε τόσο τις δυνάμεις της Αριστεράς όσο και αυτές της φιλελεύθερης νεολαίας, δύο πόλων που θα μπορούσαν να έχουν ρόλο στις εξελίξεις και πιθανόν να είχαν πετύχει πολλά παραπάνω αν πρωταγωνιστούσαν στην μετά Μουμπάρακ εποχή. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την καταπιεστική πολιτική του Μόρσι είχαν ως αποτέλεσμα την παλινόρθωση ενός καθεστώτος αντίστοιχης αυταρχικότητας με αυτό πριν το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης. Τα όποια σημάδια ανατροπής της πρότερης του Ιανουαρίου 2011 κατάστασης χάθηκαν γρήγορα λόγω της αδυναμίας μαζικής  πολιτικής οργάνωσης των διαδηλωτών και την εκ νέου κυριαρχία αυταρχικών ηγεσιών. Αιτήματα για κοινωνική, πολιτική και οικονομική δημοκρατία ή, κατά μία άλλη οπτική, για μια περαιτέρω αστικοποιήση του κράτους, έμειναν μετέωρα αρχικά και εξαφανίστηκαν εν συνεχεία κάτω από την καταπίεση των Αδελφών Μουσουλμάνων και του Αλ Σίσι. Σήμερα οι ημέρες της πλατείας Ταχρίρ —και ότι αυτή εξέφραζε— φαντάζουν μία μακρινή ανάμνηση.

Συρία 

Η κοινωνική αναταραχή εξαπλώθηκε γρήγορα και στη Συρία και κλιμακώθηκε το Μάρτιο του 2011 με αίτημα την καθεστωτική αλλαγή. Ο δικτάτορας Άσαντ προχώρησε σε βίαιη και αιματηρή καταστολή της εξέγερσης με τα εξής αποτελέσματα: αρκετοί στρατιωτικοί να αποσκιρτίσουν, οι δυνάμεις της αντιπολίτευση να ενωθούν και επί της ουσίας η σύρραξη να γενικευτεί. Η Συρία για αρκετούς μελετητές βρίσκεται από τότε σε έναν ασταμάτητο εμφύλιο πόλεμο με δύσκολα υπολογίσιμες συνέπειες και απώλειες.

Η διεκδίκηση σημαντικών αλλαγών σε τομείς όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα και το πολιτικό σύστημα της χώρας, απέφεραν καρπούς το Φεβρουάριο του 2012 με την υιοθέτηση νέου Συντάγματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι τότε, το κυβερνόν κόμμα Μπααθ ήταν και το μοναδικό συνταγματικά κατοχυρωμένο, κατέχοντας πρακτικά το μονοπώλιο στην εξουσία.

Στη Συρία βρίσκεται σε εξέλιξη μια σεχταριστική σύγκρουση, μία σύγκρουση στην οποία δεν υπάρχουν μόνο δύο αντιμαχόμενες πλευρές κι αυτό γιατί στις συγκρούσεις έχουν εμπλοκή και ξένες δυνάμεις κάνοντας ακόμα πιο δύσκολο να οριστούν τα αντίπαλα στρατόπεδα. Η βασική σύγκρουση πάντως είναι η θρησκευτική: ανάμεσα στους σιίτες (σέχτα των Αλεβιτών), οι οποίοι είναι η μειοψηφία του συριακού λαού και υποστηρικτές του Άσαντ και της σουνιτικής πλειοψηφίας της χώρας που κατά κύριο λόγο υποστηρίζει τους αντικαθεστωτικούς. Στις συγκρούσεις έχουν αναπόφευκτα εμπλακεί και άλλες μειονότητες όπως οι Χριστιανοί, οι Κούρδοι και οι Τουρκμένοι. Το Συριακό ζήτημα έχει προ πολλού ξεφύγει από το στενό εθνικό του πλαίσιο και αποτελεί ένα γενικευμένο ζήτημα με παγκόσμιας κλίμακας αποτελέσματα που δεν θα εξετάσουμε στο παρόν κείμενο.

Καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις είχε η άνοδος των δυνάμεων του λεγόμενου Ισλαμικού Κράτους [ΙΚ], το οποίο εμφανίστηκε στο γειτονικό Ιράκ αλλά εξαπλώθηκε ταχύτατα και στις γύρω περιοχές-χώρες. Είναι ενδεικτικό πως στα μέσα του 2015 το ΙΚ έφτασε να κατέχει σχεδόν το 50% του εδάφους της χώρας. Στοιχεία που καταδεικνύουν την ένταση του πολέμου είναι και οι αριθμοί των νεκρών ( ~ 300.000) και των προσφύγων ( ~ 5 εκ.). Το ΙΚ ή αλλιώς Χαλιφάτο είναι από μόνο του ένα φαινόμενο αξιοσημείωτο το οποίο χρήζει και περαιτέρω ανάλυσης, η οποία όμως δεν είναι δυνατόν να γίνει στο συγκεκριμένο άρθρο.

Λιβύη 

Η περίπτωση της Λιβύης διαφέρει σε αρκετά σημεία από αυτές των άλλων χωρών του κινήματος της Αραβικής Άνοιξης, κυρίως γιατί στη Λιβύη η εξέγερση είχε φυλετικά χαρακτηριστικά και δεν βασιζόταν στους νέους και τους εργαζόμενους, αν και σαφώς υπήρχαν κι αυτοί. Μία ακόμη διαφορά είναι ότι στη Λιβύη δεν υπήρχαν κοινωνικοπολιτικά προτάγματα ώστε να ενώσουν  το λαό, η ένωση του οποίου έγινε μόνον για φυλετικούς λόγους. Η μεγαλύτερη αλλαγή που έχει συντελευθεί στο κράτος της Λιβύης εξαιτίας της Αραβικής Άνοιξης είναι η πτώση του καθεστώτος Καντάφι, μία πτώση που ολοκληρώθηκε με την δολοφονία του πάλαι ποτέ πανίσχυρου ηγέτη. Η Λιβύη δεν μπήκε όμως —έστω σε μια στοιχειώδη— φάση εκδημοκρατισμού και κανονικότητας αλλά σε μία περίοδο κατά την οποία κυριάρχησαν οι παραστρατιωτικές οργανώσεις και όλες οι δραστηριότητες που σχετίζονται με την παραοικονομία. Από τότε μέχρι σήμερα η κατάσταση στη Λιβύη εξακολουθεί να είναι έκρυθμη (συνεχείς συγκρούσεις) και μπερδεμένη (ύπαρξη πολλών κέντρων εξουσίας, ειδικά από τις εκλογές του Ιουνίου του 2014 και μετά), κάνοντας έτσι το μέλλον της χώρας να μοιάζει αβέβαιο. Η εκτίμηση πως η Λιβύη δεν πρόκειται, σύντομα τουλάχιστον, να βγει από αυτήν την χαοτική κατάσταση κυριαρχεί ανάμεσα στους αναλυτές.

Υεμένη 

Εμπνευσμένοι από τις διαδηλώσεις σε Αίγυπτο και Τυνησία, φοιτητές κατά κύριο λόγο αλλά και άλλες κοινωνικές ομάδες ξεκίνησαν τον Ιανουάριο του 2011 κινητοποιήσεις σε όλη τη χώρα. Απαιτήσεις των διαδηλωτών ήταν να μπει ένα τέλος στη φτώχεια, να δοθούν μεγαλύτερες δημοκρατικές ελευθερίες και να παραιτηθεί ο Σαλέχ, ο οποίος κυβερνούσε την Υεμένη από το 1978. Αρχικώς υπήρξαν ενδείξεις πως ο Σαλέχ θα προχωρούσε στην υπό όρους παραίτηση του αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε. Τον Ιούνιο του 2011 ο Σαλέχ θα τραυματιστεί βαριά ύστερα από απόπειρα δολοφονίας εναντίον του και πλέον η προσοχή του κόσμου θα στραφεί στη διάδοχη κατάσταση.

Για την διαδοχή ερίζουν: ο Αλί Μουσίν αλ-Αχμάρ (στρατηγός, πρώην έμπιστος του Σαλέχ), ο Χαμίντ αλ-Αχμάρ (συνωνυμία με τον στρατηγό, δισεκατομμυριούχος) και ο μεγαλύτερος γιος του Σαλέχ και ηγέτης της επίλεκτης προεδρικής φρουράς, Αχμέντ. Οι δύο πρώτοι στήριξαν τις κινητοποιήσεις παρά το γεγονός πως αποτελούσαν μέρος του καθεστώτος που ήθελαν να ανατρέψουν οι διαδηλωτές, ενώ ο Αχμέντ Σαλέχ ανέλαβε την προσπάθεια καταστολής των διαδηλωτών. Η σύγκρουση ανάμεσά τους επηρέασε άμεσα την δυναμική των διαδηλώσεων και περιθωριοποίησε την δράση των κομμάτων.

Η εξέγερση πέτυχε πάντως τον κύριο στόχο της, την απομάκρυνση του Σαλέχ από την εξουσία (Φεβρουάριος 2012). Η νίκη των διαδηλωτών δεν οδήγησε την Υεμένη σε δημοκρατικότερο καθεστώς καθώς ο νέος ηγέτης Χάντι —αντιπρόεδρος της χώρας υπό τον Σαλέχ— ακολούθησε την πεπατημένη του προκατόχου του και δεν ικανοποίησε τα αιτήματα των διαδηλωτών. Ο ένοπλος αγώνας των σιιτών Χουθί ενάντια στο νέο καθεστώς, η στρατιωτική εμπλοκή της Σαουδικής Αραβίας και άλλων χωρών σουνιτικής πλειοψηφίας που δεν επιθυμούν η εξουσία να περάσει στους σιίτες, καθώς και η κατοχή σημαντικού ποσοστού του εδάφους της χώρας από την Αλ Κάιντα της Υεμένης έχουν δημιουργήσει και συντηρούν έναν πρωτοφανή για τα δεδομένα της χώρας εμφύλιο πόλεμο.Οι συρράξεις αυτές επέτειναν τη φτώχειια και ακύρωσαν τις λαϊκές κινητοποιήσεις του 2011.

Στην περίπτωση της μη εκδημοκράτησης της  Υεμένης παρατηρούμε σε μεγαλύτερο ίσως βαθμό από τις άλλες χώρες, τόσο την πολυπλοκότητα των αραβικών αυταρχικών καθεστώτων (αλλά και αραβικών κοινωνιών) όσο και το πόσο εύκολα μπορούν να συνυπάρξουν διαφορετικές θεωρίες εκδημοκρατισμού ή τουλάχιστον οι λόγοι της συντήρησης αυταρχικών καθεστώτων που προτάσσουν αυτές.

Μπαχρέιν 

Στο Μπαχρέιν, ένα μικρό νησιωτικό κράτος στον Περσικό Κόλπο, οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 2011 και μαζικοποιήθηκαν γρήγορα. Τα αρχικά αιτήματα των διαδηλωτών που υποστήριζαν το σιιτικό πολιτικό συνασπισμό Αλ Ουεφάκ, ήταν να γίνουν σεβαστά τα συνταγματικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα και ελευθερίες, να εκλέγεται αντί να διορίζεται ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση και τέλος να παραιτηθεί ο πρωθυπουργός Μπιν Σαλμάν αλ Καλίφα, ο οποίος χάρη στην στήριξη του βασιλιά θείου του  βρίσκεται 40 χρόνια στην εξουσία.

Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατεί στο Μπαχρέιν και της δύναμης που έχει το εκεί καθεστώς είναι το γεγονός πως το σιιτικό στοιχείο —το οποίο αποτελεί μια πλειοψηφία της τάξεως του 70% του πληθυσμού— είναι αποκλεισμένο από την εξουσία, την οποία κατέχει η σουνιτική μειοψηφία μέσω της βασιλικής δικτατορίας των Αλ Καλίφα από το 1783.

Σημαντικός παράγοντας στο να μην υπάρξουν αλλαγές στο πολιτικό καθεστώς της χώρας και στην βίαιη καταστολή της εξέγερσης ήταν και πως αυτό είναι η πρώτη επιλογή ισχυρών χωρών, όπως οι ΗΠΑ και η Σαουδική Αραβία. Όπως και σε άλλες χώρες, έτσι και στο Μπαχρέιν, η φλόγα που άναψε το 2011 φαντάζει να έχει προ πολλού σβήσει.

Αντί επιλόγου

Παρά τις όποιες κατακτήσεις τους, ιδίως στην Τυνησία, το συμπέρασμα είναι πως τα δημοκρατικά κινήματα των χωρών που συμμετείχαν στην Αραβική Άνοιξη συντρίφτηκαν κυρίως εξαιτίας δύο πανίσχυρων παραγόντων: τον ισλαμιστικό φονταμενταλισμό και την αντοχή των ελίτ των αυταρχικών καθεστώτων. Αυτό δεν σημαίνει πως αυτοί είναι οι μόνοι λόγοι ή πως αυτοί είχαν την ίδια επίδραση σε όλες τις χώρες. Άλλωστε στην αρνητική εξέλιξη του κινήματος αυτού βοήθησε και η καθολική αποτυχία οργάνωσης του εξεγερμένου πλήθους, το οποίο και υποχώρησε γρήγορα.

Η πτώση τριών πανίσχυρων ηγετών-καθεστώτων (Μπεν Αλι, Καντάφι, Μουμπάρακ) αποτελεί μία κοσμογονική αλλαγή, αλλά δεν αρκεί για να θεωρηθεί η Αραβική Άνοιξη επιτυχημένη. Το ακριβώς αντίθετο συμβαίνει. Το αποτέλεσμα της ήταν οι χώρες που συμμετείχαν να είναι σε ίδια ή και χειρότερη οικονομικοκοινωνικοπολιτική κατάσταση. Πρέπει να επισημανθεί δε, πως για πολλούς μελετητές τα «απόνερα» της Αραβικής Άνοιξης (εμφύλιες/φυλετικές συγκρούσεις, στρατιωτικές επεμβάσεις τρίτων χωρών, αύξηση της φτώχειας κ. α.) βοήθησαν στην ανάδειξη και ενδυνάμωση του Ισλαμικού Κράτους.

Το κείμενο προφανώς δεν περιλαμβάνει όλα τα γεγονότα και κεφάλαια της περιόδου, αλλά πιστεύουμε πως πετυχαίνει τον στόχο του —εν αντιθέσει με την Αραβική Άνοιξη— ο οποίος είναι να καταδείξει πως: παρά τα απογοητευτικά της αποτελέσματα η Αραβική Άνοιξη δεν μπορεί —και δεν πρέπει— να αγνοηθεί και πως μπορεί —και πρέπει— να μας διδάξει.

 –Βιβλιογραφία-Πηγές

1) Τσατσάνης, Μάνος. «Τα Κύματα των Θεωριών Εκδημοκρατισμού και τα Αραβικά Καθεστώτα: μεταξύ Μεταβασιολογίας και Αραβικού Εξαιρετισμού». Επιστήμη και Κοινωνία, Πολιτική και Εκπαίδευση, Τεύχος 29, Άνοιξη Καλοκαίρι 2012, εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα.

2) Απέργης, Σπύρος. «Μετά την «Αραβική άνοιξη». Οι αραβικές κοινωνίες μεταξύ φατριαστικού και θεοκρατικού φαντασιακού». Πρόταγμα, Τεύχος 9, Ιούλιος 2016.

[Το κείμενο σε μεγάλο βαθμό δομήθηκε ως περίληψη-σύνθεση των δύο παραπάνω]

3) Michael L. Ross. «Does Oil Hinter Democracy» . Cambridge University Press, World Politics, April 2001.

4) www.muftah.org

(*) Ο Θανάσης Δημάκας είναι νομικός, Μεταπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Πολιτικής Ανάλυσης της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο Facebook Twitter LinkedIn Email Pinterest
booksandtoys

Δείτε επίσης