Υποστηριξε το militaire
Διεθνή
23/01/2018 | 06:25 (ενημερώθηκε 6 έτη πριν)
Militaire News

Το Νταβός και το «mea culpa»

Το Νταβός και το «mea culpa»

Του ΛΑΜΠΡΟΥ ΤΖΟΥΜΗ

Αντιστράτηγος ε.α

Το Νταβός στη νοτιοανατολική Ελβετία, με πληθυσμό περίπου 12.000 κατοίκους, είναι η ψηλότερη πόλη στην Ευρώπη, κτισμένη σε υψόμετρο 1.560 μέτρων. Είναι ένα από τα μεγαλύτερα χιονοδρομικά κέντρα και φιλοξενεί το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, μια ετήσια συνάντηση των πολιτικών και σημαντικών επιχειρηματικών κύκλων από όλο το κόσμο. Για την Ελλάδα η πόλη αυτή έχει συνδεθεί με σημαντικές συζητήσεις και αποφάσεις σε ότι αφορά τα εθνικά μας θέματα. Σύμφωνα με δηλώσεις του πρωθυπουργού της πΓΔΜ Ζόραν Ζάεφ, αύριο Τετάρτη 24 Ιανουαρίου θα υπάρξει συνάντηση στο Νταβός με τον Έλληνα ομόλογό του Αλέξη Τσίπρα, με σκοπό την εξεύρεση λύσης στο θέμα του ονοματολογικού της γειτονικής χώρας. Μια σύντομη ιστορική ανασκόπηση μας υπενθυμίζει ότι το Νταβός έχει συνδεθεί με μια υποχώρηση επιζήμια για τα εθνικά μας συμφέροντα και αναγνώριση περί αυτού αποτελεί η φράση «mea culpa» δηλ. λάθος μου, από τον πρωθυπουργό της Ελλάδας Ανδρέα Παπανδρέου. Πολλές φορές λένε πως η ιστορία επαναλαμβάνεται και επειδή ο Αλέξης Τσίπρας κατηγορήθηκε κάποιες φορές πως προσπαθεί να μοιάσει στον Ανδρέα Παπανδρέου, να ευχηθούμε η συνάντηση του Νταβός στις 24 Ιαν. να μην οδηγήσει σε ένα νέο «mea culpa», για την υπόθεση του Σκοπιανού ζητήματος.   

Μια ιστορική ανασκόπηση μας υπενθυμίζει τι προηγήθηκε και τι επακολούθησε του «mea culpa». Τα έτη 1986 και 1988 πραγματοποιούνται στο Νταβός δύο συναντήσεις μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου και του Τούρκου Τουργκούτ Οζάλ. Η πρώτη συνάντηση του 1986, πραγματοποιήθηκε κάτω από προκλήσεις της τουρκικής πλευράς με το ερευνητικό σκάφος «ΧΟΡΑ να παραβιάζει ανά διαστήματα την ελληνική υφαλοκρηπίδα. Η χώρα μας κατέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ζητώντας την πολιτική καταδίκη της Τουρκίας και τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων. Οι προσφυγές δεν είχαν αποτέλεσμα, ούτε οι συζητήσεις στο Νταβός του 1986. Ένα έτος μετά, η κρίση του 1987 έφερε τις δύο χώρες στα πρόθυρα του πολέμου και συνοπτικά εξελίχθηκε ως εξής:  Ξεκίνησε με την απόφαση της κοινοπραξίας που εκμεταλλευόταν τα πετρέλαια της Θάσου, να προχωρήσει σε έρευνες για την ύπαρξη νέων κοιτασμάτων,  πέραν των 6 ν.μ. Σύμφωνα με την άποψη της Τουρκίας οι έρευνες αυτές έρχονταν σε αντίθεση με το πρακτικό της Βέρνης, το οποίο είχαν υπογράψει οι δύο χώρες το Νοε. του 1976. Με αυτό δεσμεύονταν ότι θα απέχουν από έρευνες πέραν των χωρικών τους υδάτων, μέχρι τη διευθέτηση του θέματος της υφαλοκρηπίδας. Το εν λόγω πρακτικό είχε υπογραφεί μετά από έντονη διπλωματική δραστηριότητα, όταν η Τουρκία επιχείρησε να διεξάγει έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα το 1976. Στις 26 Μαρτίου 1987, το Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας της Τουρκίας αποφάσισε να στείλει και πάλι στο Αιγαίο για έρευνες το ερευνητικό σκάφος «ΧΟΡΑ», που είχε μετονομαστεί σε «ΣΙΣΜΙΚ». Η Ελλάδα αποφάσισε να χτυπήσει το τουρκικό ερευνητικό σκάφος, εάν επιχειρούσε να διεξάγει έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα. Διατάχθηκε γενική επιστράτευση, ενώ παράλληλα, έγινε ενημέρωση όλων των διεθνών οργανισμών και της διεθνούς κοινής γνώμης για την κρισιμότητα της κατάστασης. Η Ελληνική κυβέρνηση υπό τον Α. Παπανδρέου προχώρησε σε δύο σημαντικές κινήσεις οι οποίες κλιμάκωναν την κρίση και τόνιζαν την αποφασιστικότητα για την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας. Συγκεκριμένα αποφάσισε να κλείσει την βάση των ΗΠΑ της Νέας Μάκρης και να σταλεί ο υπουργός εξωτερικών Κ. Παπούλιας στη Σόφια για διαβουλεύσεις με τη βουλγαρική κυβέρνηση. Αυτή ήταν μία ενέργεια που προκάλεσε, όπως ήταν επόμενο, ανησυχία στους κύκλους του ΝΑΤΟ και απέβλεπε να δώσει υπόσταση, στην απειλή ότι σε περίπτωση σύγκρουσης Ελλάδας – Τουρκίας, ολόκληρη η Νοτιανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ θα κατέρρεε. Η αντίδραση της βουλγαρικής κυβέρνησης υπήρξε θετική. Ο Βούλγαρος πρόεδρος, Τέοντορ Ζίβκωφ, εξέφρασε την υποστήριξή του στην ελληνική κυβέρνηση, αναφέροντας μάλιστα στον Έλληνα υπουργό, ότι η Ελλάδα θα μπορούσε, να αποδεσμεύσει όσες στρατιωτικές μονάδες ήθελε από την ελληνοβουλγαρική μεθόριο. Προχωρώντας δε ακόμη περισσότερο ο Βούλγαρος πρόεδρος διέταξε την προώθηση μιας μηχανοκίνητης βουλγαρικής ταξιαρχίας στα σύνορα της Βουλγαρίας με την Τουρκία. Κανείς βέβαια δεν μπορεί να ισχυρισθεί με βεβαιότητα ότι η Βουλγαρία θα αναμειγνυόταν στρατιωτικά σε ενδεχόμενη ελληνοτουρκική διένεξη. Οι δύο αυτές κινήσεις της Ελλάδος επιτάχυναν τις εξελίξεις, κλιμακώνοντας συγχρόνως την κρίση. Οι ενέργειες αυτές έδειχναν ότι η Ελλάδα ήταν αποφασισμένη να πάρει πολύ μεγαλύτερο «ρίσκο» από την Τουρκία, η οποία  επιθυμούσε να κάμψει την Ελλάδα και να την οδηγήσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, για το σύνολο των ζητημάτων που η ίδια έθετε στο Αιγαίο. Στις 27 Μαρτίου μετά από παρέμβαση της Μ. Βρετανίας  και του Γ.Γ. του ΝΑΤΟ Λόρδου Κάρινγκτον, ο Τουργκούτ Οζάλ, που βρισκόταν στο Λονδίνο προερχόμενος από τις ΗΠΑ όπου είχε υποβληθεί σε εγχείρηση καρδιάς,  σε συνέντευξή του στο B.B.C. μετέβαλε τη στάση του, δηλώνοντας ότι το τουρκικό ερευνητικό σκάφος δεν θα έβγαινε στο Αιγαίο για έρευνες. Η διαχείριση της κρίσης από ελληνικής πλευράς μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχής και σ΄ αυτό συνετέλεσαν :

  • Η πρόθεση της Ελλάδας να εμποδίσει την είσοδο του ΣΙΣΜΙΚ στο Αιγαίο δια των όπλων και να προχωρήσει σε πόλεμο, κατέστη αξιόπιστη από την κλιμάκωση της κρίσης μέσω του κλεισίματος της βάσης της Ν. Μάκρης και της συνεργασίας με την Βουλγαρία.
  • Υπήρξε άμεση αντίδραση των διεθνών δρώντων προς εκτόνωση της κρίσης, κάτω από τον κίνδυνο κατάρρευσης της ΝΑ πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
  • Υπήρχε εσωτερική νομιμοποίηση και τακτικό πλεονέκτημα για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Ο ελληνικός Στόλος είχε λάβει θέσεις μάχης έξω από τα στενά αποκλείοντας τα πριν εξέλθει ο τουρκικός και στην Ανατολική Θράκη δεν είχαν προωθηθεί οι στρατηγικές τουρκικές εφεδρείες.
  • Το διακύβευμα ήταν πολύ μεγαλύτερο και ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα από την Τουρκία. Εφόσον γινόταν έναρξη των γεωτρήσεων και δημιουργία τετελεσμένων, η Τουρκία δεν θα σταματούσε την οικονομική εκμετάλλευση σε μέρους του Αιγαίου, αλλά θα επέκτεινε τις δραστηριότητες αυτές προοδευτικά μέχρι τον 25ο μεσημβρινό, όπως είναι η πάγια πρόθεσή της.

Ένα χρόνο περίπου μετά την κρίση, , πραγματοποιείται συνάντηση στο Νταβός τον Ιαν. 1988, μεταξύ του Έλληνα και του Τούρκου πρωθυπουργού. Ανδρέα Παπανδρέου και Τουργκούτ Οζάλ. Η Ελλάδα προσέρχεται σ΄ αυτή με τον αέρα της επικράτησης στην πρόσφατη κρίση του 1987, αλλά παρά το γεγονός αυτό παρατηρούμε το διπλωματικό και πολιτικό παράδοξο μετά το τέλος της συνάντησης να ευρίσκεται σε δυσμενέστατη θέση για τα εθνικά μας συμφέροντά. Ο Ανδρέας Παπανδρέου δεσμεύτηκε απέναντι στον Οζάλ, ότι η Ελλάδα θα απέχει από οποιαδήποτε έρευνα στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου, αν κάνει το ίδιο και η Τουρκία, μέχρις ότου λυθεί το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας. Λίγους μήνες αργότερα ο Ανδρέας Παπανδρέου από το βήμα της βουλής θα κάνει την αυτοκριτική του με τη λατινική φράση «mea culpa» δηλ. (λάθος μου), για την εξαιρετικά ζημιογόνο για τα συμφέροντα της Ελλάδας δέσμευση. Στο «λάθος» του Ανδρέα μετά το Νταβός, προστέθηκε μια ακόμα εθνική υποχώρηση, με τη Συμφωνία της Μαδρίτης το 1997, μεταξύ του Κ. Σημίτη και Σ. Ντεμιρέλ, μετά την κρίση των Ιμίων το 1996. Η γενική και αόριστη αναφορά στη συμφωνία για σεβασμό στην κυριαρχία των δυο κρατών, χωρίς τη διευκρίνηση της αποδοχής των υφιστάμενων συνόρων από την Τουρκία, έχουν οδηγήσει μέχρι σήμερα σε έναν ατέρμονο ελληνοτουρκικό διάλογο λόγω των μονομερών διεκδικήσεων της Τουρκίας στο Αιγαίο, όπως οι γκρίζες ζώνες, υφαλοκρηπίδα, εναέριος χώρος, κ.λπ. και την αμφισβήτηση της ελληνικής εθνικής κυριαρχίας από την πλευρά της Τουρκίας, που τη διαπιστώνουμε καθημερινά σε λεκτικό και επιχειρησιακό επίπεδο.

Μοιραστείτε αυτό το άρθρο Facebook Twitter LinkedIn Email Pinterest
booksandtoys

Δείτε επίσης