Υποστηριξε το militaire
Ιστορία
23/04/2017 | 00:30
Militaire News

Η ανακωχή με τους Γερμανούς και η αυτοκτονία Κορυζή

Η ανακωχή με τους Γερμανούς και η αυτοκτονία Κορυζή
1941…. Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος: Η Ελλάδα υπογράφει ανακωχή με τη Γερμανία. Ο στρατηγός Τσολάκογλου υπογράφει την παράδοση του ελληνικού στρατού στα ναζιστικά στρατεύματα που είχαν εισβάλει στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ και η κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού μετακινούνται στην Κρήτη.
Το χρονικό της ανακωχής από τα istorikathemata.com

Γράφει ο Φιλίστωρ

Όταν οι επιτιθέμενοι Γερμανοί από τον Βορρά, με μια κεραυνοβόλα προέλαση τους κατέλαβαν την Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου, ο πόλεμος της Ελλάδας εναντίον δύο Αυτοκρατοριών έμοιαζε να έχει κριθεί. Το Βρετανικό εκστρατευτικό σώμα υποχωρούσε από την Θεσσαλία με κατεύθυνση προς την Πελοπόννησο σε έναν αγώνα δρόμου για να απαγκιστρωθεί από μια μάχη που δεν μπορούσε να κερδίσει λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων του (too little too late), ενώ ο όγκος του Ελληνικού στρατού μόλις την προηγουμένη είχε πετύχει την τελευταία νίκη επί Βορειοηπειρωτικού εδάφους με την επίθεση της ΧΙΙΙ μεραρχίας υπό τον στρατηγό Γεώργιο Τσολάκογλου εναντίον του Ιταλικού τομέα. Δεν είχε δοθεί εγκαίρως διαταγή για σύμπτυξη των Ελληνικών δυνάμεων προς Νότο, έτσι η στρατιά αυτή κινδύνευε τις επόμενες ημέρες να κυκλωθεί και να καταστραφεί ολοσχερώς από τις δυνάμεις του Άξονα.

Το νέο της κατάληψης της Θεσσαλονίκης προκάλεσε πανικό στην Αθήνα και στους Έλληνες ιθύνοντες, τον Βασιλιά Γεώργιο και τον Πρωθυπουργό Γεώργιο Κορυζή. Ήδη στις 10 Απριλίου είχε παρθεί απόφαση ο Βασιλιάς και η κυβέρνηση να αποχωρήσουν από την Αθήνα και να κατευθυνθούν είτε στην Κύπρο (αρνηθηκαν οι Άγγλοι για να μην αναζοπυρωθεί το ενωτικό κίνημα στο νησί) είτε στην Κρήτη. Όταν η είδηση της φυγής της κυβέρνησης κυκλοφόρησε στην Αθήνα επικράτησε ηττοπάθεια και πανικός. Οι ανώτατοι αξιωματικοί από το Ελληνο-ιταλικό μέτωπο ζητούσαν επίμονα από τον Αρχιστράτηγο Παπάγο και την κυβέρνηση να επιτευχθεί το συντομότερο ανακωχή με τους Γερμανούς για να “σωθεί η τιμή του Ελληνικού στρατού”. Συγκεκριμένα πρώτος ο Τσολάκογλου ζήτησε στις 10 Απριλίου να ληφθεί επειγόντως μια σχετική πολιτική απόφαση από την κυβέρνηση, ενώ ο στρατηγός Πιτσίκας λίγες ημέρες μετά μετά από σύσκεψη με τους διοικητές των μεραρχιών ζητούσε με τηλεγράφημα από τον Παπάγο να βρεθεί τάχιστα λύση. Όμοιο τηλεγράφημα έστειλε ο στρατηγός Μπάκος αναφέροντας ότι σημειώνονταν στην στρατιά αναρχικές τάσεις, ληστείες χωρικών και φανερώνονταν σημεία διάλυσης, ενώ ο αντιστράτηγος Δεμέστιχας, διοικητής του Α΄ Σώματος στρατού, έστειλε τηλεγράφημα στον Παπάγο στις 15 Απριλίου στον Παπάγο στο οποίο του ζητούσε ανοιχτά να συναφθεί συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς “ως μόνη απομένουσα λύση”.

Η κυβέρνηση και ιδιαίτερα ο Βασιλιάς είχαν διαφορετική οπτική στο ζήτημα.  Βρίσκονταν συνεχώς υπό την Αγγλική πίεση για συνέχιση του Αγώνα μέχρις εσχάτων και επειδή ακριβώς χρειάζονταν περισσότερο από ποτέ την υποστήριξη των Άγγλων στο μέλλον, δεν μπορούσαν παρά να δέχεται όσα τους ζητούσαν. Ο Παπάγος αρχικά κλονίστηκε από τα μυνήματα που ελάμβανε, αλλά μετά την ξεκάθαρη θέση του Βασιλιά ταυτίστηκε με αυτήν ζητώντας αντίσταση για λίγες ακόμη μέρες ώστε να προλάβει το Αγγλικό εκστρατευτικό σώμα να αποχωρήσει από την Ελλάδα. Απλώς αρκέστηκε να ζητήσει από τον Άγγλο στρατάρχη Ουίλσον να αποσύρει το συντομότερο τα Αγγλικά στρατεύματα από την χώρα ώστε αυτή να μην καταστραφεί ολοσχερώς.
Οι εξελίξεις όμως στην στρατιά του Βορειοηπειρωτικού μετώπου ήταν πλέον ραγδαίες και πρωταγωνιστές ήταν οι διοικητές των μεγάλων σχηματισμών (Τσολάκογλου, Δεμέστιχας, Μπάκος) που έσπρωχναν την κατάσταση για να επιτευχθεί η ανακωχή. Ένας νέος πρωταγωνιστής της προσπάθειας για συνθηκολόγηση αναδείχθηκε ο μητροπολίτης Ιωαννίνων Σπυρίδων. Ο ιεράρχης πίεζε συνεχώς τους σωματάρχες με μηνύματα του να πάρουν την πρωτοβουλία για την συνθηκολόγηση, ενώ στις 16 Απριλίου εκλιπαρούσε το Πρωθυπουργό Κορυζή να επιτρέψει στην στρατιά της Ηπείρου να συνθηκολογήσει. Ο Κορυζής φαίνεται πως είχε πειστεί για την αναγκαιότητα τουλάχιστον η στρατιά της Ηπείρου να συνθηκολογήσει ώστε να διασωθεί από την τέλεια καταστροφή.

Για τον λόγο αυτό σε τηλεφωνική του επικοινωνία με τον στρατηγό Πιτσίκα στις 18 Απριλίου – Μεγάλη Παρασκευή- τον διαβεβαίωνε ότι μέχρι το μεσημέρι θα του είχε στείλει διαταγή για την συνθηκολόγηση. Ήταν τόση η σιγουριά του Πιτσίκα ώστε κάλεσε τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τον διέταξε να συντάξει το σχέδιο του πρωτοκόλλου για την συνθηκολόγηση. Την ίδια στιγμή άλλη μια πράξη της Ελληνικής τραγωδίας διαδραματιζόταν στην Αθήνα και στην συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου παρουσία του Βασιλιά Γεώργιου, όπου ο Κορυζής προσπάθησε να εκμαιεύσει μια έγκριση για την συνθηκολόγηση της Ελληνικής στρατιάς στην Β. Ήπειρο. Ο Βασιλιάς όμως αρνήθηκε επίμονα ενώ δεν δέχτηκε την παραίτηση Κορυζή, ούτε και αργότερα σε μια ιδιαίτερη συνάντηση των δύο. Ο Κορυζής αποχώρησε από την συνάντηση, μετέβη στο σπίτι του όπου και αυτοκτόνησε.

Ακολούθησε ένα απόλυτο χάος ακυβερνησίας στην Αθήνα, όπου υπήρχε μια ακέφαλη κυβέρνηση και ένας Βασιλιάς που αναζητούσε εναγωνίως κάποια προσωπικότητα να χρήσει Πρωθυπουργό χωρίς όμως να βρίσκει, σε σημείο ώστε για πρώτη φορά στην σύγχρονη Ελληνική πολιτική Ιστορία να αναλάβει Πρωθυπουργός ο ίδιος! Η αναζήτηση Πρωθυπουργού είχε παραλύσει πολιτικά την Αθήνα, ενώ ακόμη και ο Παπάγος φαίνεται να πίστευε ότι δεν υπήρχε εναλλακτική πλην της συνθηκολόγησης. Το Μεγάλο Σάββατο 19 Απριλίου ο επίσκοπος Ιωαννίνων Σπυρίδων συνομίλησε με τον Τσολάκογλου, τον Δεμέστιχα και τον Μπάκο και συναποφάσισαν να ζητήσουν ανακωχή από τον ίδιο τον Χίτλερ. Αποφάσισαν επίσης τον σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης υπό την πρωθυπουργία του Σπυρίδωνος. Την τελική απόφαση για την επαφή με τους Γερμανούς έλαβε ο Τσολάκογλου, ο οποίος στις 20 Απριλίου έστειλε απεσταλμένο στον Γερμανό στρατηγό Σεπ Ντίντριχ, διοικητή της σωματοφυλακής SS του Χίτλερ, ζητώντας ανακωχή των εχθροπραξιών. Ο Έλληνας εκπρόσωπος δεν παρέδωσε στους Γερμανούς το κείμενο του Σπυρίδωνα, αλλά άλλο του Τσολάκογλου όπου δεν αναφερόταν τίποτε για τον σχηματισμό της προσωρινής κυβέρνησης αφήνοντας έντεχνα τον επίσκοπο Ιωαννίνων εκτός πολιτικών εξελίξεων. Η συνθηκολόγηση έγινε με ιδιαίτερα ευνοϊκούς για τους Έλληνες όρους, απόρροια μιας “φιλελληνικής” πρωτοβουλίας του Ντήτριχ που όμως αποδοκιμάστηκε από τους ανωτέρους του και οδήγησε και σε δεύτερο αναθεωρημένο κείμενο συνθηκολόγησης λίγες ημέρες μετά.
Συγκεκριμένα η πρώτη συνθηκολόγηση προέβλεπε:
1. Κατάπαυση του πυρός μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας – Ιταλίας με ευθύνη του Γερμανού αρχιστράτηγου
 
2. Παρεμβολή Γερμανικού στρατού μεταξύ Ελληνικού και Ιταλικού
 
3. Αποχώρηση του Ελληνικού στρατού από την Ήπειρο εντός 10 ημερών κι παράδοση του οπλισμού του
 
4. Οι Έλληνες αξιωματικοί δεν θα αιχμαλωτίζονταν και θα διατηρούσαν τον οπλισμό τους.
Η συνθηκολόγηση αυτή ήταν άκρως ευνοϊκή για τους Έλληνες καθώς δεν θα παραδίδονταν και στους Ιταλούς. Ο Ντήτριχ επιτιμήθηκε για την πρωτοβουλία του από τον στρατάρχη Λίστ διοικητή της 12ης Στρατιάς που διέταξε αμέσως την επαναδιατύπωση των όρων. Αργότερα ακόμη και ο Χίτλερ όταν συνάντησε τον Ντήτριχ του επεσήμανε το λάθος του που δεν ήταν άλλο από το γεγονός ότι δεν έλαβε υπόψη του τους Ιταλούς. O Λιστ απαίτησε να συνταχθούν νέοι αυστηρότεροι συνθηκολόγησης, οι οποίοι προέβλεπαν αιχμαλώτιση των Ελλήνων και απελευθέρωση τους μετά το τέλος των διαπραγματεύσεων, ενώ όλο το Ελληνικό στρατιωτικό υλικό θα αποτελούσε λεία πολέμου της Γερμανίας και της Ιταλίας. Ο Τσολάκογλου αρχικώς αρνήθηκε να υπογράψει εκ νέου, αλλά υποχώρησε μετά την απειλή των Γερμανών ότι θα κατήγγειλαν την αρχική συνθήκη. Όταν πληροφορήθηκε την συνθηκολόγηση ο Παπάγος ζήτησε από τον Πίτσικα να αντικαταστήσει τον Τσολάκογλου στα καθήκοντα του και να συνεχίσει τον αγώνα, ο Πίτσικας όμως βρισκόταν ήδη καθ οδόν στην Αθήνα χωρίς να έχει συμμετάσχει στην τελική διαπραγμάτευση οπότε η διαταγή δεν είχε κανένα αντίκτυπο.

Όμως η συνθηκολόγηση μεταξύ Ελλήνων και Γερμανών δυσαρέστησε ιδιαίτερα τον Μουσολίνι και την Ιταλική στρατιωτική ηγεσία που πληροφορήθηκε την εξέλιξη μετά από ενημέρωση του στρατάρχη Λιστ με την υπόδειξη να μην επιτεθούν εναντίον των Ελλήνων ώστε να μην τεθούν σε αμφισβήτηση οι διαπραγματεύσεις και η ανακωχή. Και αυτό γιατί εμφάνιζε την Ελληνική ήττα να είναι αποτέλεσμα μόνο της Γερμανικής επίθεσης και εκμηδένιζε την Ιταλική συμμετοχή και τις εντυπώσεις στο εσωτερικό της χώρας. Εκτός αυτού οι όροι της ανακωχής δεν έκαναν καμία αναφορά στις Ιταλικές εδαφικές διεκδικήσεις εις βάρος της Ελλάδας που καθορίστηκαν στην Ήπειρο, στην περιοχή της Πίνδου και στα Ιόνια νησιά σε συνάντηση μεταξύ του Τσιάνο και του Ρίμπεντροπ στις 22 Απριλίου. Από την άλλη οι Γερμανοί δεν επιθυμούσαν να θίξουν τους Έλληνες αλλά μάλλον προσδοκούσαν μια “φιλική” κατοχή της χώρας χωρίς επιπλοκές, καθώς εκείνη την εποχή γίνονταν οι προετοιμασίες για την εισβολή στην Ρωσία με την γιγαντιαία επιχείρηση “Μπαρμπαρόσα”. Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορούσαν να ρισκάρουν μια πιθανή υπονόμευση του Άξονα Ρώμης – Βερολίνου για χάρη της Ελλάδας που είχε πολεμήσει υπέρ των Άγγλων και τους.

Ο Μουσολίνι σε μήνυμα του στον Χίτλερ απαίτησε οι Έλληνες να παραδοθούν άνευ όρων και η Ελλάδα να καταληφθεί άμεσα, ενώ ζήτησε να αφαιρεθεί ο όρος σύμφωνα με τον οποίο οι Έλληνες αξιωματικοί θα διατηρούσαν τον οπλισμό τους. Επίσης σε μήνυμα του προς τον Ιταλικό λαό υπογράμμιζε ότι οι Έλληνες είχαν ζητήσει ανακωχή από τους Ιταλούς ώστε να δικαιολογήσει το γεγονός ότι ακόμη Ιταλικά στρατεύματα δεν είχαν καταφέρει να εισέλθουν σε Ελληνικό έδαφος. Η Ελληνική πλευρά προσπάθησε να αποφύγει την σύναψη ανακωχής με τους Ιταλούς, αλλά, όπως είναι φανερό, βρισκόταν σε αδυναμία να επιβάλλει τις θέσεις της. Έτσι, μετά από πολλές αμφιταλαντεύσεις, στις 22 Απριλίου ο συνταγματάρχης Σύρος, ζήτησε ανακωχή από τον στρατηγό Τσελόζο και αυτή παρασχέθηκε με τους ίδιους όρους που είχε παρασχεθεί και από τους Γερμανούς.
Το τελικό πρωτόκολλο παράδοσης των Ελλήνων υπογράφτηκε στην Θεσσαλονίκη από την Ελληνική, την Ιταλική και την Γερμανική αντιπροσωπεία στις 23 Απριλίου και οι όροι ήταν πανομοιότυποι με αυτούς του δεύτερου πρωτοκόλλου. Όπως και στα προηγούμενα δύο πρωτόκολλα υπήρχε ιδιαίτερη αναφορά στην γενναιότητα που επέδειξε ο Ελληνικός στρατός στον άνισο διμέτωπο αγώνα που κλήθηκε να διεξάγει. Από την πλευρά των ανώτατων Γερμανών στρατιωτικών προκλήθηκε μεγάλη δυσαρέσκεια για το γεγονός ότι έπρεπε να μην σεβαστούν τις υπογραφές τους στο δεύτερο πρωτόκολλο ώστε να διασωθεί το γόητρο του Μουσολίνι εντός της Ιταλίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο στρατάρχης Λιστ αρνήθηκε να το υπογράψει, ενώ παρέθεσε γεύμα προς τιμήν του Τσολάκογλου. Από Γερμανικής πλευράς την συνθηκολόγηση υπέγραψε ο αξιωματικός του Γερμανικού Γενικού Επιτελείου Γιόντλ, ειδικός απεσταλμένος του Χίτλερ αποκλειστικά για τον σκοπό αυτό.
Μοιραστείτε αυτό το άρθρο Facebook Twitter LinkedIn Email Pinterest
booksandtoys

Δείτε επίσης